Ο Ιωάννης Λάμπρος ξεκίνησε τους φωτογραφικούς του πειραματισμούς την περίοδο του μεσοπολέμου. Από το 1961 έως το 1968 συνεργάστηκε με τον Εθνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.). Φωτογραφίες του χρησιμοποιήθηκαν για την εικονογράφηση αφισών του οργανισμού, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της χώρας μας. Ο ανήσυχος φωτογραφικός του φακός, ταυτόχρονα, κατέγραψε την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, μεταφέροντας με ευγένεια και νοσταλγία το θεατή σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια.
Το 1893 ο Κάρολος Φιξ, γιος του Ιωάννη Φιξ κατασκευάζει ένα νέο και μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής του εργοστάσιο στον ίδιο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το υφιστάμενο κτίριο, στη δυτική όχθη του Ιλισσού και νότια, σε μικρή απόσταση, από τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Την εποχή εκείνη η περιοχή αυτή ήταν αδόμητη. Οι συνοικίες νότια της Ακρόπολης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η συγκεκριμένη περιοχή, άρχισαν να αναπτύσσονται μετά το 1900 - 1910. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, εποχή βιομηχανικής ανασυγκρότησης της χώρας, αποφασίζεται η ριζική ανακαίνιση - ανακατασκευή του εργοστασίου και ο σχεδιασμός του έργου αυτού ανατίθεται από την οικογένεια Φιξ στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977), πρωτοπόρο εκπρόσωπο του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005). Στο σχεδιασμό του ο Ζενέτος τόνιζε την οριζόντια διάσταση του κτηρίου Φιξ κατά μήκος της Λεωφόρου Συγγρού και της Λεωφόρου Καλλιρρόης με οριζόντια γραμμικά υαλοστάσια. Επιπλέον, δεν επιδίωκε απλώς την στέγαση μιας βιομηχανικής μονάδας αλλά στο πλαίσιο της γενικότερης φιλοσοφίας του ενδιαφερόταν για τη μελλοντική λειτουργία του κτηρίου κάτω από διαφορετικές συνθήκες σε επόμενες εποχές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το εργοστάσιο ζυθοποιίας μεταφέρθηκε έξω από την Αθήνα και το κτήριο, αν και σε άριστη τότε κατάσταση, εκκενώθηκε. Το θέμα της αξιοποίησης του σημαντικού αυτού δείγματος βιομηχανικής αρχιτεκτονικής προκάλεσε στα επόμενα χρόνια πολλές συζητήσεις και διατυπώθηκαν διάφορες εναλλακτικές προτάσεις, με σοβαρότερη αυτήν της διατήρησης και λειτουργίας του ως Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.