Φωτογραφία του γεφυριού της Άρτας στον ποταμό Άραχθο. Είναι το σημαντικότερο ελληνικό γεφύρι τόσο λόγω της αρχιτεκτονικής του όσο και των θρύλων που συνδέθηκαν με την κατασκευή του. Η ιστορία του ξεκινά πριν την ρωμαϊκή εποχή, κατά την περίοδο που βασιλιάς στην περιοχή ήταν ο Πύρρος Α΄(318 π.Χ-272 π.Χ). Η αυξημένη εμπορική κίνηση στην Αμβρακία, την τότε πρωτεύουσα του κράτους του και αργότερα στη ρωμαϊκή Νικόπολη συνέτειναν στην ανάγκη ανέγερσης και συντήρησής του. Τα βάθρα του γεφυριού είναι κτισμένα με μεγάλους κανονικούς λίθους κατά το ισοδομικό σύστημα, με επίστεψη και θυμίζουν τοιχοποιία ελληνιστικών μεγάρων. Κατά τη βυζαντινή εποχή (πρώτη περίοδος του Δεσποτάτου της Ηπείρου) δημιουργήθηκαν τέσσερις μεγάλες καμάρες, μεταξύ των οποίων παρεμβλήθηκαν οκτώ μικρά τοξωτά ανοίγματα, προκειμένου να διοχετεύονται τα νερά σε περίπτωση πλημμύρας. Η τελευταία προσθήκη στο γεφύρι έγινε το 1612, όταν ανυψώθηκε το οδόστρωμα παίρνοντας τη σημερινή του μορφή. Τότε επισκευάστηκε και η μεγαλύτερη καμάρα του γεφυριού, η οποία λόγω του ανοίγματός της ήταν επισφαλής και γκρεμίστηκε. Η διάρκεια των εργασιών ανακατασκευής της, τρία χρόνια, γέννησε και το θρύλο του στοιχειωμένου γεφυριού που «ολημερίς το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν». Το 1881 το γεφύρι αποτέλεσε σύνορο της ελεύθερης από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Στα 1930 στην ξύλινη γέφυρα προστέθηκαν τσιμεντένια στηρίγματα και κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής σιδηροδοκοί για τη διέλευση των οχημάτων των κατακτητών. Αργότερα οι συγκεκριμένες προσθήκες αφαιρέθηκαν. Το 1981 λόγω του φράγματος του Πουρναρίου το γεφύρι στερήθηκε τα νερά του ποταμού Άραχθου. Το γεφύρι της Άρτας αποτέλεσε ερέθισμα για τη συγγραφή αρκετών λογοτεχνικών κειμένων, δημοτικών τραγουδιών, θεατρικών έργων και λαογραφικών μελετών. Η φωτογραφία του γεφυριού ανήκει στο William Turner, Βρετανό διπλωμάτη που εργάστηκε στην αγγλική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1811-1816. Επισκέφτηκε πολλές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δημοσίευσε τις εντυπώσεις από τις περιηγήσεις του στην Ανατολή το 1820 σε ένα τρίτομο έργο με τίτλο Journal of a Tour in the Levant.