Το παρόν Μαθησιακό Αντικείμενο παρουσιάζει σε χαλκογραφία τρία κράνη κορινθιακού τύπου, που βρέθηκαν στην Πάτρα. Το κράνος ήταν το κάλυμμα της κεφαλής των αρχαίων, κατασκευασμένο από μέταλλο με εσωτερική επένδυση από δέρμα ή πίλημα. Προστάτευε από τα βλήματα το κρανίο του πολεμιστή, σ' ένα βαθμό το υπόλοιπο κεφάλι, αλλά και τον αυχένα. Σε κάποιες περιπτώσεις έφερε διακοσμήσεις ανάγλυφες ή εγχάρακτες, κυρίως στα καλύμματα των παρειών, ενώ στο επάνω μέρος έφερε ένα ή περισσότερα λοφία με τρίχες αλόγου ή φτερά. Η αρχαιότερη μορφή του κράνους που ονομάζεται κορινθιακό (από τα τέλη του 8ου αιώνα), ήταν ενιαία, αποτελούμενη από ένα μόνο μετάλλινο έλασμα που κάλυπτε σχεδόν όλο το κεφάλι από τον αυχένα και πάνω. Αναλυτικότερα, το κάτω μέρος του κράνους κάλυπτε αρκετά τον αυχένα, προχωρούσε προς τα μπρος και ενωνόταν σχεδόν στο μπροστινό μέρος του προσώπου, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για τα μάτια και το στόμα. Στα άκρα του κράνους υπήρχε μία σειρά από διατρήσεις για να στερεώνεται η εσωτερική επένδυση. Το λοφίο ήταν ένα μετάλλινο, ανεξάρτητο τεμάχιο που προσαρμόζονταν στο κυρίως κράνος. Η μύτη στο κράνος αυτό προστατευόταν από το επιρίνιον. Το κορινθιακό κράνος επικράτησε ευρύτατα στον ελληνικό χώρο και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους οπλίτες της φάλαγγας. Το μειονέκτημά του ήταν ότι περιόριζε λόγω κατασκευής την ακοή και την όραση του πολεμιστή. Επρόκειτο παρ' όλα αυτά για τον συνηθέστερο τύπο κράνους κατά την εποχή του οπλίτη και αποτελούσε μία αξιόλογη τεχνική πρόοδο της εποχής. Οι νησιώτες στον 7ο αιώνα διαμόρφωσαν με έντονες ιδιαιτερότητες την παραλλαγή του κορινθιακού κράνους χωρίς επιρίνιο και χωρίς καμπύλωση στην κάτω παρυφή (σαν κράνος μηχανής). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι τύποι, όπως το ιλλυρικό, το ιωνικό, το αττικό και το χαλκιδικό κράνος.