Το προσχέδιο του Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα αναπαριστά την ατμόσφαιρα του ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη «Το 25ο έτος του βίου του» και μεταφέρει τον μελετητή στον λαϊκό χώρο μιας υπόγειας ταβέρνας, όπως φανερώνουν τα σκαλοπάτια στην είσοδό της. Διακρίνονται καρέκλες και τραπέζια, το ένα πολύ κοντά στο άλλο, ενδεικτικά της στενότητας του χώρου, ο καπνός των τσιγάρων. Πάνω στα τραπέζια ποτήρια και κανάτες για το κρασί. Το χύμα κρασί ως χαρακτηριστικό της ταβέρνας, όπου συγκεντρώνονται λαϊκοί άνθρωποι του μεροκάματου. Ανάμεσα στα τραπέζια σκιαγραφείται ο νεαρός σερβιτόρος, όμορφος, γεροδεμένος, με σηκωμένα τα μανίκια του πουκάμισου, ενδεικτικό του φόρτου και της σκληρής δουλειάς του, με το δίσκο σερβιρίσματος στο χέρι. Σε ένα από τα τραπέζια κάθεται ένας νεαρός άνδρας. Τα ρούχα, κοστούμι και πουκάμισο, και τα παπούτσια του, ο τρόπος που έχει το τσιγάρο στο χέρι φανερώνουν πως ο συγκεκριμένος θαμώνας της ταβέρνας δεν ανήκει στη λαϊκή τάξη. Το βλέμμα του στραμμένο προς την είσοδο της ταβέρνας, την παρατηρεί με προσοχή και επιμονή. Η στάση του, στάση αναμονής, αιτιολογεί την ύπαρξή του στον συγκεκριμένο χώρο.