Η Λευκαδίτικη φορεσιά όπως τη γνωρίζουμε σήμερα πρωτοφορέθηκε τον 19ο αιώνα ως νυφικό φόρεμα των αρχοντισσών της «χώρας» κι έπειτα υιοθετήθηκε από τον ευρύτερο πληθυσμό, ενώ φορέθηκε σε ευρεία βάση μέχρι το 1925 -1935 όταν άρχισε να επικρατεί η Ευρωπαϊκή ενδυμασία. Στη Λευκάδα οι κυριότερες επιρροές των ενδυμάτων είναι από τη Δύση Η νυφική φορεσιά της Λευκάδας εσωτερικά έχει πουκάμισο που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους. Το πουκάμισο είναι κεντημένο στα μανίκια και την τραχηλιά με λευκό κέντημα. Κάτω από το στήθος στερεώνεται ένα ορθογώνιο καλαμένιο ή ξύλινο υποστήριγμα, επενδυμένο με ύφασμα και στη μέση φοριούνται τρία πολύπτυχα μισοφόρια. Πάνω από αυτά φοριέται το μεταξωτό φουστάνι με μπούστο μανικωτό που μόλις καλύπτει το στήθος και μακριά πτυχωτή φούστα ώστε να καλύπτει το πουκάμισο. Ένας μακρύς επενδύτης φοριέται πάνω από το φουστάνι, ενώ το στήθος σκεπάζει ένα τετράγωνο υπόλευκο, μεταξωτό μαντήλι. Το νυφικό κεφαλοστόλισμα της φορεσιάς είναι το τρέμολο, ένα μπουκέτο από χρυσά άνθη με άγρια μαργαριτάρια, στερεωμένο σε μια καρφοβελόνα που καταλήγει σε στριφτό έλασμα. Το νυφικό φόρεμα δεν ξαναφοριέται μετά το γάμο, εκτός από την περίπτωση που η παντρεμένη γυναίκα αποτελεί μέλος μιας γαμήλιας τιμητικής συνοδείας.