Ως μαθησιακό αντικείμενο, είτε μέσα από το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας είτε της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είτε διαθεματικά, θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια ερευνητική εργασία ή σε ένα σενάριο ως κείμενο παράλληλο και ως πηγή άντλησης πληροφοριών για το Γλωσσικό Ζήτημα που τόσο βαθιά δίχασε τους Έλληνες. Αν παρατηρήσει κανείς τον συσχετισμό των δυνάμεων στο παρόν κείμενο, θα αντιληφθεί ότι το κείμενο παρουσιάζει ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο αντιπαλεύουν ζητήματα γλώσσας αλλά και σκέψης και δράσης, άνθρωποι που έχουν καταταγεί σε διαφορετικά στρατόπεδα ως προς το Γλωσσικό μας ζήτημα —σε μια περίοδο κορύφωσής του. Με δεδομένα ότι 1ον ο «Νουμάς» είναι το κατεξοχήν όργανο του μαχητικού δημοτικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, και μάλιστα αυτή την πρώτη περίοδο η πορεία του είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, 2ον ότι ο Βερναρδάκης συμμετείχε στους γλωσσικούς αγώνες της εποχής δημοσιεύοντας μεν το κριτικό δοκίμιο «Ψευδαττικισμού έλεγχος» (1884) —με το οποίο υπερασπίζεται την αξία της δημοτικής γλώσσας— χρησιμοποιεί όμως σε προσωπικό επίπεδο μια απαστράπτουσα καθαρεύουσα, με την οποία σταδιοδρομεί στα γράμματα και τις τέχνες και 3ον ότι τα αρχικά Κ. Π. —με τα οποία υπογράφει το κείμενο ο συντάκτης του— μας βάζουν στον πειρασμό να σκεφτούμε δύο ονόματα: του Κωστή Παλαμά και του Κώστα Παρορίτη, που την ίδια περίοδο είναι συνεργάτες του «Νουμά» και οι δύο φανατικοί δημοτικιστές, με επικρατέστερο τον Κωστή Παλαμά. Το κείμενο είναι γραμμένο με γνώση, χάρη, εγκράτεια, λεπτή υφέρπουσα ειρωνεία, καταφέρεται επί της ουσίας τόσο ενάντια στην κριτική του Δ. Κακλαμάνου για τον Βερναρδάκη, όσο και ενάντια στον ίδιο τον Βερναρδάκη, με την ευπρέπεια πάντα των αντιπάλων τέτοιου βεληνεκούς και ήθους.