Ο Αχιλλέας Απέργης (1909-1986) γεννήθηκε στη Γαρίτσα της Κέρκυρας και ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά του Γεωργίου και της Θεανώς Απέργη. Ο Γεώργιος Απέργης ήταν επιτυχημένος έμπορος, που εκτιμούσε και αγαπούσε τις τέχνες και ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την κλίση του γιου του Αχιλλέα προς την τέχνη. Στα 28 του χρόνια, το 1937, ο Αχιλλέας Απέργης έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.), όπου παρακολουθεί μαθήματα έως το 1939 με δασκάλους τον Θωμά Θωμόπουλο, τον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχαήλ Τόμπρο. Αρχικά δούλευε αποκλειστικά με την πέτρα, αλλά το 1950 άρχισε να πειραματίζεται με διάφορα υλικά και από το 1956 στρέφεται αποκλειστικά στο μέταλλο. Μέχρι το 1946 ακολούθησε στο έργο του την ανθρωποκεντρική "Ακαδημαϊκή παράδοση". Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων εκτέλεσε πολλές παραγγελίες, ανδριάντων και μνημείων, που χαρακτηρίζονται για την ευαισθησία των μορφών και τη ρευστότητα των περιγραμμάτων. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνέτεινε ιδιαίτερα στον αναπροσανατολισμό πολλών γλυπτών της γενιάς του Απέργη. Έτσι, μετά το 1950, παρατηρείται στο έργο του στροφή προς τις σύγχρονες τάσεις και τις αφηρημένες διατυπώσεις. Αυτή η στροφή ολοκληρώνεται μετά το 1960 όταν φτάνει σε ένα καθαρά προσωπικό ιδίωμα.Στα έργα που ακολουθούν, μετά το 1965, ο Απέργης χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ελευθερία τη μορφοπλαστική του γλώσσα, τις λεπτές μεταλλικές βέργες, την έμφαση στα ενεργητικά κάθετα και στα δυναμικά διαγώνια θέματα, τη γρήγορη διαδοχή των επιπέδων και τον τονισμό των ρυθμικών στοιχείων.