Με δασκάλους τον Παρθένη και τον Πικιώνη ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της εποχής του και ταυτόχρονα γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Υποστήριξε τη δημιουργία μιας ελληνικής σχολής ζωγραφικής που θα στηριζόταν στην ντόπια παράδοση και στην αισθητική του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906, και από νωρίς φάνηκε το ταλέντο του στο σχέδιο. Σπούδασε στη Σορβόννη και σε ηλικία 21 ετών έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Με επιδράσεις από τον Πικάσο, τον Μπρακ και τον Ματίς διαμόρφωσε ένα ιδίωμα που συνδυάζει τη φωτεινότητα του χρώματος με το λεπτό αραβούργημα της γραμμής, εμπνεόμενος από την αρχιτεκτονική δομή νησιών. Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς του επέτρεψε να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 αποκόπτεται από τα δυτικά καλλιτεχνικά ρεύματα προς όφελος της ελληνικότητας. Είναι η εποχή που η Γενιά του ’30, επηρεαζόμενη από την αίσθηση της απομόνωσης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναζητεί την περιχαράκωση των εθνικών χαρακτηριστικών του ελληνικού λαού. Η ελληνικότητα, με διαφοροποίηση από τους Δυτικοευρωπαΐους αλλά και τους Οθωμανούς, αποκτά το χαρακτήρα ενός ιδεολογήματος και στους πίνακες του Γκίκα εκφράζεται με μνημειακή μεγαλοπρέπεια. Από τη δεκαετία του ’50 και μετά αποκτά πλούσια καλλιτεχνική δράση πραγματοποιώντας πολυάριθμες εκθέσεις σε διάφορες πόλεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Εκτός από τη ζωγραφική, ο Γκίκας ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων. Συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Πέθανε στην Αθήνα, στο σπίτι του της οδού Κριεζώτου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1994. Το σπίτι αυτό μετατράπηκε σε Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα όπου φιλοξενεί ολόκληρη τη συλλογή του η οποία δωρίστηκε από τον ίδιο στο Μουσείο Μπενάκη ενόσω ακόμη ζούσε. Το σκίτσο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, φιλοτεχνημένο από τον ίδιο, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εποπτικό υλικό τόσο σε αναφορές σχετικά με τη γενιά του ’30 όσο και στα νέα ζωγραφικά ρεύματα που επικράτησαν στην Ευρώπη και την Ελλάδα την περίοδο του Μεσοπολέμου.