Ο συγκεκριμένος ζωγραφικός πίνακας μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μαρτυρία της συνάντησης δύο σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος που μολονότι κινούνταν σε διαφορετικούς χώρους είχαν κοινές αντιλήψεις γύρω από τη βελτίωση της πολιτιστικής/καλλιτεχνικής ζωής στην Ελλάδα. Σημαντικός σταθμός της συνάντησής τους είναι η χρονιά του 1917 οπότε και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αναλαμβάνει καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζη, Παρθένη, Μαλέα, Λύτρα, Θεοτοκόπουλου). Την ίδια χρονιά ο Κωνσταντίνος Παρθένης εγκαταθίσταται οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Ν.Λύτρα, τον Κ. Μαλέα, τον Θ. Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους συνεργάζονται για την ανατροπή του συντηριτικού ακαδημαϊσμού ιδρύοντας την Ομάδα «Τέχνη». Στα 1923 ο Παπαντωνίου ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, καταφέρνει να διοριστεί ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, χρονιά που ο Κ. Παρθένης θέτει υποψηφιότητα για την έδρα της ζωγραφικής, η οποία όμως του αποδίδεται τελικά μόλις το 1929. Με την πάροδο του χρόνου ο Παρθένης περιθωριοποιείται από το κατεστημένο της Σχολής και παραιτείται από τη θέση του το 1947, επτά χρόνια μετά το θάνατο του Παπαντωνίου. Με αφορμή το συγκεκριμένο πίνακα οι μαθητές/τριες της τάξης θα κληθούν να αναζητήσουν πληροφορίες γύρω από το έργο των δύο δημιουργών και να συνεργαστούν για τη δημιουργία ψηφιακών παρουσιάσεων με σημαντικούς σταθμούς της καριέρας τους επιλέγοντας -για τον εμπλουτισμό τους- κάποια από αντιπροσωπευτικά τους έργα.
Με βάση τις παραπάνω πληροφορίες το συγκεκριμένο μαθησιακό αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει αφορμή για δημιουργία ενός διαλογικού κειμένου από την πλευρά των μαθητών/τριών στο οποίο θα καταγράφεται μια φανταστική στιχομυθία μεταξύ του μοντέλου και του ζωγράφου, όπως και η πιθανή αιτία που προκαλεί τη θυμηδία του συγγραφέα.