Άννα Φραγκουδάκη «Γλώσσα λανθάνουσα;»Σύμφωνα με τη σύγχρονη γλωσσολογία, η γλώσσα εκφράζει ιδέες, αλλά εκφράζοντάς τες τις επηρεάζει και τις διαμορφώνει. Η κοινωνική πράξη του λόγου δίνει μορφή στη σκέψη οριοθετώντας τη και διαπλάθοντάς τη. Γι' αυτό και αλλάζει η γλώσσα, όταν αλλάζουν οι κοινωνικές πραγματικότητες. Κάθε φορά που κοινωνικές μεταμορφώσεις δημιουργούν αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, γίνονται σημαντικές αλλαγές στη γλώσσα και πριν απ' όλα στο λεξιλόγιο. Οι νέες ιδέες σε όλες τις κοινωνίες και τις γλώσσες συνήθως εκφράζονται με νέες λέξεις. Οι νέες ιδέες δημιουργούν καινούριες λέξεις, που με τη σειρά τους επηρεάζουν τις ιδέες και επιδρούν στις κοινωνικές σχέσεις. Είναι χαρακτηριστική της εξέλιξης που δεν έχει γίνει στις ιδέες η παραδοσιακή και έντονα σεξιστική σημασία των λέξεων, όλων των λέξεων που ορίζουν τη διαφορά των φύλων, τη βιολογική και την κοινωνική αρσενική και θηλυκή ιδιότητα. Η ισότητα δεν έχει επηρεάσει τη γλώσσα σημαίνει πριν απ' όλα ότι οι ιδέες της ισότητας δεν έχουν εσωτερικευθεί από τις κοινωνικές ομάδες (ακόμα και τις πρωτοπόρες). Η ευαισθητοποίηση στη βαρβαρότητα που αποτελεί η μειωτική σημασία όλων των λέξεων που αφορούν τη γυναικεία ύπαρξη και συμπεριφορά δεν έχει γίνει, ώστε να παραλλάξει το παραδοσιακό νόημα των λέξεων και συγχρόνως να δημιουργήσει νεολογισμούς. Σημαίνει όμως και κάτι άλλο: τη ρητή ανισότητα των φύλων, συνεχώς παρούσα στην πράξη της καθημερινής ομιλίας, αδιόρατη και «φυσική», δηλαδή ασταμάτητα και κάθε στιγμή διαμορφωτική των ιδεών που αφορούν τα φύλα. Η σημασία των λέξεων για τον άντρα και την κοινωνική αρσενική ιδιότητα παραμένει αναλλοίωτη και αναλλοίωτα θετική. Όλες οι λέξεις που σημαίνουν «γίνομαι», «είμαι» και «φέρομαι σαν» άντρας είναι σε όλα τα συμφραστικά πλαίσια σημασίες θετικές, κοινωνικές αξίες και αρετές: «ανδρώνομαι», «ανδρισμός» και «αρρενωπότητα», «ανδρικός», «αρρενωπός» και «αντρίκιος», «ανδροπρέπεια» κλπ. Στο αντιλεξικό του Βοσταντζόγλου, οι λέξεις που δηλώνουν το ανδρικό «ύφος» και «ήθος» έχουν συνώνυμά τους μόνο θετικές σημασίες, που είναι κοινωνικές αρετές, τα επίθετα «ανδρικός» και «ανδροπρεπής» παραπέμπουν στο «γενναίος», η «ανδροπρέπεια» και ο «ανδρισμός» στη «γενναιότητα» και την «ειλικρίνεια», η «αρρενωπότητα» και ο «ανδρισμός» στη «λεβεντιά» και το «ασικλίκι» κλπ. Είναι εξίσου ενδεικτικό ότι η λατινογενής λέξη macho δεν πέρασε ακόμα στην ελληνική γλώσσα, με το να χρησιμοποιείται σαν ξένη λέξη ή με το να αποχτήσει ελληνική μετάφραση. Ο νεολογισμός αυτός, που έχει εφεύρει ο φεμινισμός, πλουτίζει νοηματικά τη γλώσσα με τις αρνητικές ιδιότητες της αρσενικής συμπεριφοράς και σημαίνει επιδεικτική ανδροπρέπεια, αλαζονική αρσενική ματαιοδοξία, εκβιαστική συμπεριφορά, ισχυρογνωμοσύνη και άσκηση βίας. Να το προσαρμόσουμε ελληνικά «μάτσος» και «ματσιστής» ή να το μεταφράσουμε. Όλα τα παράγωγα από τη λέξη «άντρας», λοιπόν, παραμένουν αναλλοίωτες αποκλειστικά θετικές σημασίες. Για τις γυναίκες, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από την απλή αντιστοιχία του αρσενικού-θηλυκού με το θετικό-αρνητικό. Οι λέξεις που παράγονται από τη «γυναίκα» και θα αντιστοιχούσαν στη γυναικεία ιδιότητα, το «ύφος», το «ήθος», τη γυναικεία συμπεριφορά, έχουν υποκείμενο το αρσενικό γένος, δεν αναφέρονται στις γυναίκες, αλλά περιγράφουν αρνητικά τους άντρες. Δεν υπάρχει λέξη αντίστοιχη του «ανδρώνομαι», δεν υπάρχει το ρήμα που σημαίνει την ανάλογη βιο-κοινωνική ωρίμανση για να πούμε με αυτό «μεγαλώνω και από παιδί γίνομαι γυναίκα». Ακόμα χειρότερα από την απουσία της λέξης, υπάρχει (και αποθησαυρίζεται σαν το θηλυκό του «ανδρώνομαι») το ρήμα «απογυναικώνομαι» και το συνώνυμό του «εκθηλύνομαι», που αναφέρεται στον άντρα και σημαίνει «αποχτάω τα μειωτικά του ανδρισμού γυναικεία χαρακτηριστικά». Υποκείμενο δηλαδή του ρήματος που σημαίνει «γίνομαι άντρας» είναι ο άντρας, αλλά και υποκείμενο του ρήματος που θα σήμαινε αντίστοιχα «γίνομαι γυναίκα» είναι πάλι ο άντρας και το ρήμα σημαίνει «καταντάω γυναίκα». Στο αντιλεξικό του Βοσταντζόγλου το επίθετο «γυναικείος» παραπέμπει στις λέξεις «γυναικοπρεπής» και «άνανδρος». Η λέξη «θηλυπρέπεια» παραπέμπει στα λήμματα «μαλθακότης» και «δειλία», το επίθετο «θηλυπρεπής» στα λήμματα «γυναικώδης» και «γυναικωτός». Το ένα πίσω από το άλλο, τα παράγωγα της λέξης «γυναίκα» είναι σημασίες μειωτικές: «γυναικίζω», «γυναικίσιος», «γυναικισμός», «γυναικωτός». Τα παράγωγα της λέξης «γυναίκα» κοκάλωσαν μέσα στο χρόνο και δεν μπορούμε να τα φανταστούμε παρά σε συμφραζόμενα που περιγράφουν αρνητικά τον άντρα. Οι μειωτικές τους σημασίες δεν αλλοιώθηκαν, καινούριες λέξεις που να σημαίνουν θετικά το «ύφος» και το «ήθος», τη συμπεριφορά των γυναικών δε δημιουργήθηκαν ακόμα. Ρητή ανισότητα στην καθημερινή πράξη της ομιλίας, βία αόρατη και συνθλιπτική. Δεν είμαστε τα υποκείμενα των λέξεων που παράγονται από τη λέξη που σημαίνει αυτό που είμαστε: γυναίκες, δεν είμαστε υποκείμενα των λέξεων που σημαίνουν τη γυναικεία ιδιότητα και συμπεριφορά. Η γλώσσα, συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, είναι ακόμα η δημιουργός της υποκειμενικότητας. «Εγώ», γράφει ο Εμίλ Μπενβενίστ, «είναι η οντότητα που λέει εγώ». Το «εγώ-γυναίκα» δε λέγεται ακόμα στην ελληνική γλώσσα, πόσο μάλλον δε λέγεται (άρα η κοινωνία δεν το σκέφτεται) σαν θετική αξία. Είναι μεγάλη η διεθνής βιβλιογραφία, που λέει ότι η γλώσσα «δεν είναι αθώα». Εκφράζει και εκφράζοντας επηρεάζει τις κοινωνικές σχέσεις. Πώς μπορεί να ζούμε τις κοινωνικές σχέσεις των φύλων, πόσο αλλιώς από ό,τι τις λέμε; Η διαφορά των φύλων εμφανίζεται βίαια αξιολογική και ακραία μονοσήμαντη στις μεταφορικές χρήσεις του σεξουαλικού συμβολισμού. Οι μεταφορικές σημασίες που κατασκευάζονται με την παρομοίωση και το σεξουαλικό συμβολισμό παραπέμπουν μόνο στην αρσενική βιολογία. Εκφράσεις που στην κυριολεξία τους σημαίνουν «είμαι κάτοχος των ανδρικών σεξουαλικών οργάνων» χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία με διάφορα μεταφορικά νοήματα για να εκφράσουν κουράγιο, αποφασιστικότητα, ικανότητες, ηγετικά χαρίσματα κ.ά. Η ακριβώς αντίστοιχη χαρακτηριστική απαξία φτιάχνεται με την αρνητική μορφή των ίδιων ακριβώς εκφράσεων. Τα μεταφορικά νοήματα που σημαίνουν ανικανότητα, δειλία, ανανδρία κ.ά. φτιάχνονται με εκφράσεις που στην κυριολεξία τους σημαίνουν «δεν έχω» τέτοια όργανα. Η αξία στο σεξουαλικό συμβολισμό εκφράζεται με την κατοχή οργάνων της αρσενικής βιολογίας και η αναξιότητα με τη μη κατοχή τους. Πού ανάμεσα σε αυτά τα δύο μπορεί να εκφραστεί η φυσική και θετική μη κατοχή αρσενικών οργάνων από τον μισό «μη αρσενικό» πληθυσμό του κόσμου; Και πόσο αυτές οι αδιόρατα αλλά συστηματικά παρούσες στην καθημερινή ομιλία χρήσεις του σεξουαλικού συμβολισμού επηρεάζουν ανεπαίσθητα, καλλιεργώντας την αόρατη, διαρκή αξιολόγηση, όπου όλα κρίνονται (λέγονται) με αναφορά στον αρσενικό άνθρωπο, σαν να ήταν μοναδικός και μόνος στη ζωή και την κοινωνία; Η σεξιστική βία στη γλώσσα, δηλαδή στις ιδέες είναι μεγαλύτερη ακόμα στις λέξεις που κυριολεκτικά σημαίνουν τη σεξουαλική πράξη και χρησιμοποιούνται μεταφορικά φτιάχνοντας διάφορες σημασίες. Όλες οι λέξεις που δηλώνουν τη σεξουαλική πράξη ορίζουν την αρσενική πράξη ενεργητικά, με ενεργητικά ρήματα και αντίστοιχα τη γυναικεία συμμετοχή παθητικά. Τα μεταφορικά νοήματα, που κατασκευάζουν στην καθημερινή ομιλία τα ρήματα που σημαίνουν «κάνω» ενεργητικά τη σεξουαλική πράξη και όλα τα λαϊκά, χυδαία ή ευφημιστικά συνώνυμα τους, είναι νοήματα πρόκλησης κακού. Στις μεταφορικές τους χρήσεις τα ρήματα αυτά σημαί-νουν νίκη και κατάκτηση, επιβολή και κυριαρχία, αλλά και βίαιη επιβολή, συντριβή του «αντιπάλου», πρόκληση καταστροφής, εξόντωση, τιμωρία. Πώς άραγε μπορεί να ζουν οι άνθρωποι τη σεξουαλική πράξη, όταν αυτή σε κάθε μεταφορική της χρήση σημαίνει τόσο κακό και τόση βία; Ποιος θα μελετήσει κάποτε πόσο βαριά ιδεοληπτική και πόσο έντονα αγχογενής θα πρέπει να είναι η σχέση με τη σεξουαλική πράξη (όσο και με τις λέξεις που τη δηλώνουν), όταν όλα τα μεταφορικά νοήματα της είναι από «κατακτώ» μέχρι «υποτάσσω» και από «συντρίβω» μέχρι «εξοντώνω»; Για τις λέξεις που σημαίνουν τη σεξουαλική πράξη (αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα παράγωγα των λέξεων «άνδρας» και «γυναίκα») υπάρχει πλήρης νοηματική αντιστοιχία αρσενικού και θηλυκού. Το κακό που προκαλεί στον «αντίπαλο» η μεταφορική χρήση του ενεργητικού ρήματος είναι ακριβώς αντίστοιχη του κακού που υφίσταται μεταφορικά το υποκείμενο της παθητικής μορφής των ρημάτων που σημαίνουν τη σεξουαλική πράξη. Οι μεταφορικές χρήσεις της παθητικής μορφής αυτών των ρημάτων σημαίνουν υφίσταμαι καταναγκασμούς, υφίσταμαι ταλαιπωρίες, πιέζομαι, υποφέρω, παθαίνω δεινά. Πώς άραγε μπορεί να ζουν οι άνθρωποι τη σεξουαλική πράξη, όταν αυτή σε κάθε μεταφορική χρήση των λέξεων με τις οποίες τη λένε (τη σκέφτονται) σημαίνει άσκηση βίας και πρόκληση καταστροφής; Η γλώσσα εκφράζει την ανισότητα και τη βία στις κοινωνικές σχέσεις αντρών και γυναικών, αποτυπώνοντας τις ιδέες που κυριαρχούν στην κοινωνία. Ωστόσο η γλώσσα εκφράζοντας επιδρά στις ιδέες και τις διαμορφώνει. Οι φεμινίστριες που έψαχναν πριν δέκα, δεκαπέντε χρόνια το γυναικείο λόγο, απόπειρα που δε φαίνεται να οδήγησε πουθενά, ίσως υποψιάζονταν χωρίς ακόμα να το ξέρουν το πολύ σημαντικό θέμα της βίας που κρύβεται σε τόσες καθημερινές και φαινομενικά «αθώες» λέξεις. [πηγή: Δίνη: Φεμινιστικό Περιοδικό, τ. 2, 1987, σελ. 27-28] |