Μαρία Μενεγάκη/ Λουκία Ευθυμίου «Η αμηχανία της γραμματικής μπροστά στα γυναικεία αξιώματα»[απόσπασμα] Σύμφωνα με τους κρατούντες γραμματικούς κανόνες, όσον αφορά τα έμψυχα, το γραμματικό γένος συμπίπτει με το φύλο. Ο συνηθέστερος τρόπος διάκρισης των φύλων στο λόγο είναι η διαφορετική κατάληξη.1 Ωστόσο, ορισμένα ουσιαστικά δηλωτικά ανώτατων αξιωμάτων που κατέχονται και από γυναίκες και από άνδρες έχουν δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο προβληματισμό ως προς τη διατύπωσή τους στα δύο γένη. Δεδομένου ότι τα αξιώματα αυτά παραδοσιακά ασκούνταν από το ανδρικό φύλο, το ζήτημα που ανακύπτει είναι η διατύπωσή τους και στο θηλυκό. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, επιχειρήθηκε από επιστήμονες η καταγραφή των σχετικών γραμματικών προβλημάτων και διατυπώθηκαν κάποιες προτάσεις, χωρίς όμως να καταλήγουν σε μια οριστική λύση (Τριανταφυλλίδης, 1963· Κριαράς, 1979· Κριαράς, 1984· Τσοπανάκης, 1982· Χαραλαμπάκης, 1992· Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001). Όλοι οι εξεταζόμενοι τίτλοι πολιτικών αξιωμάτων δεν εμφανίζουν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας. Δύο είναι οι βασικές καταλήξεις: -ος και -ης. Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία, οι μελέτες ασχολούνται γενικά με επαγγελματικά ουσιαστικά σε -ος, όπως χειρουργός, γιατρός, φιλόλογος. Δεδομένου ότι έχουν περάσει ήδη στη δημοτική αρχαιόκλιτα θηλυκά με την κατάληξη αυτή (π.χ. η είσοδος, η πρόοδος), δεν θεωρείται απαραίτητο να αλλάζει στο θηλυκό η κατάληξη και επομένως η ασάφεια ως προς το γένος αίρεται με την πρόταξη του αντίστοιχου άρθρου: ο φιλόλογος / η φιλόλογος (Τσοπανάκης, 1994:227, 265). Κατά τον ίδιο τρόπο, δύναται να διατυπωθεί το δημαρχιακό και το υπουργικό αξίωμα στο αρσενικό και στο θηλυκό: ο δήμαρχος / η δήμαρχος, ο υπουργός / η υπουργός (Λυπουρλής, 1990:121 επ., Κριαράς, 1987:102· Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001:57). Παρά ταύτα, επισημαίνεται ενίοτε η δυσκολία αναγνώρισης του φύλου σε περίπτωση άναρθρης χρήσης του ουσιαστικού ή όταν η λέξη αναφέρεται στην ονομαστική ή στη γενική του πληθυντικού: οι δήμαρχοι / των δημάρχων, οι υπουργοί / των υπουργών (πρόκειται για γυναίκες ή για άνδρες δημάρχους, υπουργούς;). Ως εναλλακτική λύση προτείνεται η δυνατότητα προσθήκης προσδιορισμών δηλωτικών του φύλου: γυναίκες δήμαρχοι, άνδρες υπουργοί (Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001:55–56). Αντιτείνεται όμως ότι μια τέτοια περιφραστική διατύπωση "προσκρούει στο γλωσσικό αίσθημα" (Τσοπανάκης, 1994:265· Χαραλαμπάκης, 1992:124· Κριαράς, 1984:143). Παράλληλα, εξετάζεται και η δημιουργία θηλυκών τύπων με χρησιμοποίηση διαφορετικού παραγωγικού επιθήματος, -εσσα, -ισσα, -ινα:2 π.χ. δήμαρχος / δημάρχισσα-δημαρχίνα, υπουργός / υπουργέσσα – υπουργίνα (Φραγκουδάκη, 1989:42 επ.· Κριαράς, 1987:114· Λυπουρλής, 1990:122 επ.· Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001:55, 57). Οι τύποι αυτοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία, δεν έχουν υιοθετηθεί στα επίσημα έγγραφα ούτε στον επιστημονικό λόγο (Λυπουρλής, 1990:122· Κριαράς 1984:143· Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001:57).3 Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα ουσιαστικά αξιωμάτων που λήγουν σε -ης (-της – βαρύτονα και οξύτονα – και -άρχης), για τα οποία το πρόβλημα είναι εντονότερο δεδομένου ότι μέχρι τη δεκαετία του 1950 – κατά την οποία θεσμοθετήθηκε η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή4 – δεν υπήρχαν στην ελληνική γλώσσα θηλυκά ουσιαστικά με αυτή την κατάληξη (Τσοπανάκης, 1982:326· Κριαράς, 1979:166, 192· Παυλίδου, 2006:48). Το ζήτημα ανέκυψε από τη στιγμή που το γυναικείο φύλο απέκτησε πολιτικά δικαιώματα και διείσδυσε στα κέντρα εξουσίας. Ουσιαστικά αξιωμάτων, όπως το βουλευτικό και το δικαστικό, τα οποία ασκούνταν μόνο από άνδρες, θα έπρεπε εφεξής να εκφέρονται και στα δύο γένη. Τρεις είναι οι βασικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί. H πρώτη, η οποία και έχει επικρατήσει, είναι να διατηρηθεί στο θηλυκό η κατάληξη του αρσενικού και να δηλώνεται το φύλο με την προσθήκη προσδιορισμού (άρθρου, επιθέτου, αντωνυμίας): η βουλευτής (Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001:55, 57). Δεδομένου όμως ότι τα ουσιαστικά σε -ης είναι αποκλειστικά αρσενικού γένους, όπως σημειώνεται παραπάνω, η πρόταση αυτή θεωρείται προβληματική: εμφανής είναι η δυσχέρεια όταν πρόκειται να σχηματιστεί η γενική του ενικού: αρσ. ο βουλευτής / του βουλευτή, θηλ. η βουλευτής / της βουλευτή; της βουλευτού; καθώς επίσης και ο πληθυντικός, όπου, όπως και για τα λήγοντα σε -ος, δεν υπάρχει τρόπος διάκρισης των φύλων: οι βουλευτές / των βουλευτών (Κριαράς, 1979:166, 192· Κριαράς, 1984:177˙ Τσοπανάκης, 1982:237). Ο Δημήτρης Λυπουρλής, καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, απορρίπτει κατηγορηματικά τη διατήρηση της αρσενικής κατάληξης -ης και σημειώνει μάλιστα με ειρωνικό τρόπο: "Σκεφτείτε, πάντως, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την εποχή που ο ελληνικός λαός έστειλε την πρώτη γυναίκα εκπρόσωπό του στη Βουλή, και ακόμη σήμερα, με τον ελληνικό λαό να ονομάζει – φυσιολογικότατα – τις εκπροσώπους του βουλευτίνες, η επίσημη πολιτεία ταλαιπωρείται, μη βρίσκοντας τον τρόπο να αποφασίσει αν η ταιριαστή για την περίπτωση λέξη είναι η λέξη η βουλεύτρια, η λέξη η βουλευτίς (με γιώτα) ή η λέξη η βουλευτής (με ήτα) – εσείς κάνετε, πάντως, σας παρακαλώ, τη δοκιμή να πείτε στη γενική πτώση την τελευταία από τις λέξεις θηλυκού γένους που σας απαρίθμησα!" (Λυπουρλής, 1990:124). Οι δημοτικιστές, από την πλευρά τους, πρότειναν να υιοθετηθεί η κατάληξη -ινα, η οποία χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη. Πράγματι, όπως τεκμαίρεται από τη μελέτη της λεξικογραφίας (βλ. παρακάτω), το γλωσσικό αίσθημα του ελληνικού λαού τείνει τελικά προς τον τύπο αυτό. Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, "ο ελληνικός λαός [...] δεν ένιωσε την ανάγκη να ξεχωρίζει με ιδιαίτερη κατάληξη τα επαγγελματικά από τα αντρωνυμικά θηλυκά" (Τριανταφυλλίδης, 1963:332).5 Αυτό το ίδιο γλωσσικό αίσθημα όμως εμποδίζει την καθιέρωση και την ισάξια χρήση του αρσενικού με το θηλυκό, διότι τέτοιες λέξεις σε -ινα χρησιμοποιούνται συχνά όταν υπάρχει πρόθεση να δοθεί αρνητική, υποβιβαστική χροιά στο σημαινόμενο (Χαραλαμπάκης, 1992:125). Η τρίτη λύση είναι να ακολουθηθεί ο καθιερωμένος γραμματικός κανόνας σχηματισμού θηλυκού των ουσιαστικών που λήγουν σε -της: καθηγητής/καθηγήτρια. Αυτή τη λύση προκρίνει ο Αγαπητός Τσοπανάκης και την αντιπαραθέτει στην κατάληξη -ινα, θεωρώντας ότι υπάρχει μια σημαντική "διαφορά ήθους" ανάμεσα σε αυτήν και την -τρια, η οποία "είναι πιο επίσημη, πιο αξιοπρεπής: σπουδάστρια, φοιτήτρια, καθηγήτρια· έτσι και η βουλεύτρια και η επιθεωρήτρια και η δικάστρια ή η εφέτρια θα είναι πολύ πιο επίσημες από τη βουλευτίνα και την επιθεωρητίνα, προεδρίνα, εφετίνα, οι οποίες δείχνουν μία οικειότητα και, ενδεχομένως, έλλειψη σεβασμού". (Τσοπανάκης, 1982:336, πρβλ. 251, 326, 327· Τσοπανάκης 1994:266). 6 Την ίδια άποψη έχει εκφέρει και ο Κριαράς (Κριαράς, 1979:166, 210· Κριαράς, 1987:82),7 ο οποίος κατ' επανά- ληψη έχει επισημάνει ότι ο τύπος αυτός συναντάται στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Κριαράς, 1987:82).8 [...] Ανάλογος είναι ο προβληματισμός για τον θηλυκό τύπο αξιωμάτων των οποίων η ονομασία λήγει σε -άρχης, όπως νομάρχης, περιφερειάρχης κ.λπ. Ο Αγαπητός Τσοπανάκης διαπιστώνει ότι "η τάση και η διάθεση των μορφωμένων ανθρώπων είναι διστακτική, αδρανική" (Τσοπανάκης, 1982:327). Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται η νομάρχης / της νομάρχη ή, με την επιστράτευση της γενικής της καθαρεύουσας, της νομάρχου, ενώ κατά την κρατούσα επιστημονική άποψη σωστότερη θα ήταν η παραγωγική κατάληξη -ισσα9 που ισχύει για το σχηματισμό του θηλυκού γένους επαγγελματικών ουσιαστικών, δηλαδή: νομάρχισσα, περιφερειάρχισσα, κατά τα ομαδάρχισσα, καταστηματάρχισσα κ.λπ. (Τσοπανάκης, 1982:327, 341· Κριαράς, 1987:104· Λυπουρλής, 1990:126). Οι παραπάνω δυσκολίες γίνονται εμφανέστερες όταν προτάσσεται του ουσιαστικού ένας επιθετικός ή άλλος προσδιορισμός. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινωνικός συντηρητισμός, προσηλωμένος στην ιδέα ότι το αξίωμα ανήκει στο ανδρικό φύλο, οδηγεί συχνά στο να χρησιμοποιείται ο προσδιορισμός στο αρσενικό, ακόμα και όταν πρόκειται για γυναίκα αξιωματούχο: η αναπληρωτής υπουργός, αντί του ορθού η αναπληρώτρια υπουργός (Κριαράς, 1987:102–103· Τσοπανάκης, 1994:266· Τριανταφυλλίδης, 1963:329–330).10
1 Άλλοι μηχανισμοί δήλωσης του φύλου είναι "η διαφοροποίηση στο λεξιλόγιο" (άνδρας–γυναίκα), η προσθήκη άρθρου, επιθέτου, αντωνυμίας (έμπειρος φωτογράφος, έμπειρη φωτογράφος) ή συγκεκριμένης λέξης προσδιοριστικής του φύλου πριν το ουσιαστικό (οι άνδρες φιλόλογοι, οι γυναίκες χημικοί) (Κλαίρης – Μπαμπινιώτης, 2001:53–56). 2 Η κατάληξη -ίνα ήταν ήδη σε χρήση για να δηλώσει τις συζύγους των αξιωματούχων: υπουργίνα, προεδρίνα, δημαρχίνα. 3 Ορισμένοι χαρακτηρίζουν τον προφορικό λόγο ως "λαϊκό" και του αποδίδουν "μειωτική αξία" (Χαραλαμπάκης 1992:125· Τσοπανάκης, 1994:266). 4 Ν. 2159/1952, ν. 22620/1953 επικύρωση της Διεθνούς Συμβάσεως "περί πολιτικών δικαιωμάτων της Γυναικός" του ΟΗΕ, ν. 3192/1955 "Περί των ασκουμένων υπό των Γυναικών δημοσίων λειτουργημάτων και διορισμού αυτών, εις δημοσίας θέσεις". (Μενεγάκη, 1996:269, 272). 5 Βλέπε και σχολιασμό Παυλίδου, 2006:49 6 Ο Αγαπητός Τσοπανάκης απαριθμεί 167 οξύτονα και 50 βαρύτονα σε –της/τρια (Τσοπανάκης, 1982:334–335· Τσοπανάκης, 1994:273–274). 7 Βλέπε και συνέντευξη του Κριαρά στην Έλλη Παππά. Έθνος "Ξεμάθαμε την καθαρεύουσα πριν μάθουμε τη δημοτική", http://cds.lib.auth.gr//archive.shtml?base=NPA&id=npa-2006-27183: "Μια γυναίκα που είναι δικαστής, ανακριτής, συγγραφέας, νομάρχης, πώς θα την πούμε; [...] το σωστό είναι η ανακρίτρια, η δικάστρια, όπως λέμε ο μαθητής–μαθήτρια". 8 Βλ. και τη βιβλιοκρισία του Ε. Κριαρά στον Φιλόλογο 78 (1994), "Η Νεοελληνική Γραμματική του Αγαπητού Τσοπανάκη" (http://195.251.48.156/greekLang/modern_greek/bibliographies/grammar/ 13_tsopanak), καθώς και τη συνέντευξή που έδωσε στον Ηλία Μαγκλίνη στο Κ της Καθημερινής (τεύχος 207:20.5.07). 9 Αντίθετα από την κατάληξη -ίνα, η οποία θεωρείται ότι έχει απαξιωτική συνδήλωση, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς το ίδιο και για την κατάληξη -ισσα, εφόσον λέμε η πριγκίπισσα, η βασίλισσα. 10 Η τάση επικράτησης του αρσενικού οδηγεί σε μία γενικότερη σύγχυση ως προς τη συμφωνία επιθέτου/ουσιαστικού. Αναγράφεται π.χ. σε εφημερίδα "οι νόσοι είναι μεταδοτικοί" αντί του "οι νόσοι είναι μεταδοτικές" (Τσοπανάκης, 1994:227). Ακόμη και σε ανακοίνωση τίτλου ομιλίας καθηγητή Πανεπιστημίου διαβάζουμε "Σύγχρονοι μέθοδοι (!) ερμηνείας στην ιστορία του θεάτρου". Βλ. Πρόγραμμα Συνεδρίου "Forum Νέων Επιστημόνων", του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής
[πηγή: Menegaki, Maria and Efthymiou, Loukia. 2009. "Εξουσία και γλώσσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Μια προσέγγιση". Στο E. Close, G. |