Θεοδοσία-Σούλα Παυλίδου

«Ασυμμετρίες γένους: Η μικρή διαφορά και οι μεγάλες της συνέπειες»

[απόσπασμα]

Ένας άντρας και μια γυναίκα

Όπως είδαμε πιο πάνω, το φύλο ενός ανθρώπινου όντος μπορεί να σημαδεύεται όχι μόνο με το γραμματικό γένος, αλλά και (ή μόνο) λεξιλογικά. Και τα λεξήματα που κατεξοχήν αντικατοπτρίζουν ένα βιολογικό διμορφισμό είναι τα άντρας-γυναίκα. Ωστόσο, άπαξ και επενεργήσουν οι (ίδιοι) μορφολογικοί μηχανισμοί στα λεξήματα αυτά, τα σημασιοπραγματολογικά αποτελέσματα διαφοροποιούνται, αντανακλώντας και πάλι τις διαφορές στην κοινωνική εκτίμηση και ιεράρχηση των δύο φύλων.

Η διαδικασία του υποκορισμού (αντρούλης-γυναικούλα, αντράκι-γυναικάκι) είναι αρκετά αποκαλυπτική: ναι μεν μπορούν, τόσο ένας άντρας όσο και μια γυναίκα, να χρησιμοποιήσουν θωπευτικά τη φράση η γυναικούλα μου ή ο αντρούλης μου προκειμένου να αναφερθούν στο ταίρι τους ή να το προσφωνήσουν. Σίγουρα όμως γυναικούλες και αντρούληδες διαφέρουν αισθητά όπως φανερώνει η συμπαράθεσή τους με τη φράση του λαού:

[18] οι γυναικούλες του λαού
  ;οι αντρούληδες του λαού

Στο συγκεκριμένο συμφραστικό πλαίσιο που εγείρει συνδηλώσεις αφέλειας και απλότητας μόνο γυναίκες μπορούν να σταθούν χωρίς τον κίνδυνο σημασιολογικής ανωμαλίας. Στην περίπτωση των υποκοριστικών αντράκι-γυναικάκι η διαφοροποίηση είναι ακόμη πιο έντονη: το αντράκι μπορεί να έχει θετική σημασία, το γυναικάκι ποτέ (πρβ. και το γύναιο). Γι' αυτό και μπορούμε να εκφράσουμε τον θαυμασμό μας για τον γιο μιας φίλης μας με το αρσενικό υποκοριστικό, δεν μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι αντίστοιχο για την κόρη της, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την καλή μας σχέση.

[19] Ο γιος σου έγινε ολόκληρο αντράκι!
  ;Η κόρη σου έγινε ολόκληρο γυναικάκι!

Έτσι λοιπόν 'η μικρή γυναίκα' (αυτή είναι, ως γνωστό, η περιγραφική σημασία της λέξης γυναικάκι) είναι μικρή μόνο με τη μεταφορική έννοια, δηλαδή ανάξια, ασήμαντη. Εξάλλου τα μεγεθυντικά άντρακλας, γυναικάρα, που υποδηλώνουν μια θετική στάση του ομιλούντος ατόμου απέναντι στη μεγάλη σωματική διάπλαση, διαφοροποιούνται ως προς τις σαφέστερες σεξουαλικές συνδηλώσεις που φέρει το θηλυκό.

Εφαρμόζοντας τους μηχανισμούς της παραγωγής και της σύνθεσης στα λεξήματα άντρας-γυναίκα διαπιστώνουμε ότι τα αποτελέσματα δεν είναι ισοδύναμα. Για παράδειγμα, τα παράγωγα αντρικός-γυναικείος μόνο σε μορφολογικό επίπεδο είναι απόλυτα συμμετρικά· σε σημασιοπραγματολογικό, προκύπτει και πάλι ο γνωστός καταμερισμός των αξιολογήσεων: τις αντρικές δουλειές τις αντιμετωπίζουμε με σεβασμό, ενώ αντίθετα τις αντίστοιχες γυναικείες με ειρωνεία. Τα αντρίκεια λόγια τα θαυμάζουμε ή τουλάχιστον τα παίρνουμε σοβαρά, ενώ τις γυναικείες κουβέντες μπορούμε να τις αγνοήσουμε παντελώς. Υπάρχουν επίσης αρκετά σύνθετα τα οποία ως πρώτο συνθετικό περιλαμβάνουν ένα λεξικό μόρφημα με αρνητική σημασία, ενώ ως δεύτερο ένα λέξημα σαφώς σημαδεμένο ως προς το φύλο (που είναι το θηλυκό), π.χ. βρομογύναικο, βρομοθήλυκο, παλιογύναικο, παλιοθήλυκο (και αντίστοιχα βρομοκόριτσο, παλιοκόριτσο). Αντίθετα, δεν σχηματίζονται, παρόλο που θεωρητικά θα ήταν εξίσου επιτρεπτός ο σχηματισμός τους, σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό π.χ. το *βρομο-, *παλιο-, και με δεύτερο ένα λεξικό μόρφημα ρητά συνδεδεμένο με το αντρικό φύλο. Οι λέξεις παλιόπαιδο, βρομόπαιδο περιέχουν ως δεύτερο συνθετικό λεξικό μόρφημα ουδετεροποιημένο ως προς το φύλο (όχι μόνο ως προς το γένος). 38

Η διαφοροποίηση αυτή ευθύνεται εν μέρει για το γεγονός ότι τα λήμματα άνδρας, γυναίκα έχουν διαφορετική έκταση στο Αντιλεξικό (Βοσταντζόγλου 1962). Συγκεκριμένα, το λήμμα γυναίκα είναι κατά πολύ εκτενέστερο του άνδρας λόγω των πολυπληθέστερων συνθετικών και παραγώγων του, όλων με αρνητική σημασία, που δεν υπάρχουν για τον άνδρα. Ένας άλλος λόγος για τη μεγαλύτερη έκταση του λήμματος γυναίκα οφείλεται στα ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν – συνήθως αρνητικά – μια γυναίκα βάσει της εμφάνισής της (βλ. και Παυλίδου 1987), π.χ. φάλαινα, τσιμούχα κλπ., αντίστοιχα των οποίων δεν περιλαμβάνει το λήμμα άνδρας. 39

Σημαντικά είναι επίσης τα λεξιλογικά κενά στο σημασιολογικό πεδίο του λήμματος γυναίκα, με βασικότερα τα ρήματα αντρώνομαι και επανδρώνω. Για το τελευταίο δεν υπάρχει τίποτε ανάλογο με θηλυκούς συντελεστές (γι' αυτό και αντικαθίσταται πλέον όλο και συχνότερα, παρά τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από επίσημα στόματα για το στελεχώνω (πρβ. Ντάλτας 1992)). Όσο για το αντρώνομαι ναι μεν υπάρχουν μορφολογικά ομόλογά του, όπως τα εκθηλύνομαι ή απογυναικώνομαι, τα οποία όμως (α) δέχονται μόνο αρσενικό υποκείμενο, (β) διαφέρουν ριζικά από το αντρώνομαι εφόσον δεν δηλώνουν τη διαδικασία ωρίμανσης του υποκειμένου, αλλά έχουν μόνο υποτιμητική σημασία για έναν άντρα, υποδηλώνοντας ότι η εξομοίωση με μια γυναίκα είναι κάτι αρνητικό.

Το επιχείρημα υπέρ της χρήσης του επανδρώνω έναντι του στελεχώνω, ότι δηλαδή το λεξικό μόρφημα {ανδρ-} ουδετεροποιείται σημασιολογικά ως προς το χαρακτηριστικό [+αρσενικό] γι' αυτό και το ρήμα επανδρώνω μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες, αποδεικνύεται έωλο στην περίπτωση του αντρώνομαι: εδώ σαφώς και δεν υπάρχει ουδετεροποίηση ως προς το φύλο (το αντρώνομαι απλώς δεν χρησιμοποιείται για γυναίκες). Επομένως, μια γυναίκα έχει τις εξής επιλογές (α) να μην ωριμάσει ποτέ, να παραμείνει δηλαδή παιδί, και κατά συνέπεια πάντα υπό την κηδεμονία ενός άλλου (= ενός άντρα, αφού μόνον αυτός ενηλικιώνεται), (β) να ταυτιστεί με το αντρικό πρότυπο (αξίες, στόχους, συμπεριφορά).

Οι μορφολογικοί αυτοί μηχανισμοί φέρνουν, λοιπόν, στο φως και άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις, πέραν της καταγραφής μιας βιολογικής διαφοροποίησης, των λεξημάτων άντρας-γυναίκα (αλλά και των αρσενικό-θηλυκό, άρρεν-θήλυ, αγόρι-κορίτσι κ.ά.), δηλωτικές της κοινωνικής αποδοχής και αξιολόγησης των φύλων. Τα λεξήματα άντρας-γυναίκα μπορεί να είναι συμμετρικά ως προς την περιγραφική τους σημασία, σε καμία περίπτωση όμως δεν διατηρούν μια συμμετρία σε σχέση με την κοινωνική και/ή εκφραστική σημασία τους. Και είναι ελάχιστα τα συμφραζόμενα για τα οποία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι επιτρέπουν μόνο τη δήλωση της βιολογικής διαφοράς (π.χ. η δήλωση του φύλου σε ληξιαρχικές πράξεις γέννησης)· στις περισσότερες περιπτώσεις με τη δήλωση μιας βιολογικής διαφοροποίησης αναδύεται και μια σημασιακή αχλύς που είναι αδύνατον να ακυρωθεί λόγω της γερής της θεμελίωσης στις κοινωνικές αντιλήψεις. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που μας επιτρέπει να βρίσουμε έναν άντρα αποκαλώντας τον "γυναίκα" και αποτρέπει οποιαδήποτε δυνατότητα αντιστροφής: το να είναι μια γυναίκα "άντρας" συνιστά εξ ορισμού έπαινο γι αυτή (είναι θαρραλέα, δυναμική, δραστήρια κ.λπ.) ή, πολύ σπανιότερα, περιγραφή ή/και μομφή των σεξουαλικών της προτιμήσεων για τις ομόφυλές της.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η μορφολογική συμμετρία στο πλαίσιο του γλωσσικού συστήματος δεν εγγυάται συμμετρίες στη χρήση. Η πρώτη έχει να κάνει με τους μηχανισμούς της γλώσσας και τις παγιωμένες προτιμήσεις (εδώ και αιώνες πολιτογραφημένες) των κοινοτήτων που την έχουν χρησιμοποιήσει. Η δεύτερη απορρέει από τις εν ενεργεία πριμοδοτήσεις στη σημασιοδότηση του συστήματος. Τόσο οι μεν όσο και οι δε συγκλίνουν στον εξοστρακισμό των γυναικών από τη σφαίρα της πρόσληψης, ή τουλάχιστον της πρόσληψης σε τομείς καταξιωμένων δραστηριοτήτων. Ή επιτρέπουν την πρόσληψή τους έχοντας προσθέσει μειωτικά χαρακτηριστικά.

 


38 Εξαίρεση αποτελούν λέξεις όπως γέρος (και γριά) που είναι σημαδεμένες όχι μόνο ως προς το φύλο αλλά και ως προς την ηλικία: βρομόγερος-βρομόγρια, παλιόγερος-παλιόγρια.

39 Πρβ. και Παυλίδου, Αλβανούδη, Καραφώτη 2004 σχετικά με την αξιολόγηση των γυναικών βάσει της εμφάνισης ή/και της σεξουαλικότητας.

 

[πηγή: Θεοδοσία-Σούλα Παυλίδου, «Γλώσσα-Γένος-Φύλο: Προβλήματα, Αναζητήσεις και Ελληνική Γλώσσα», στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.), Γλώσσα-Γένος-Φύλο, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, σελ. 44-47.]

 

 

Σημείωση: Το σύμβολο * πριν από μια λέξη ή φράση δηλώνει ότι η λέξη ή η φράση που ακολουθεί δεν είναι αποδεκτή στη συγκεκριμένη γλώσσα. Αντίστοιχα, το σύμβολο ; δηλώνει ότι η λέξη ή φράση που ακολουθεί είναι προβληματική, δηλαδή είναι οριακά αποδεκτή.

info