Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Το Θαλάσσωμα»

Καθώς ενέσκηψεν η καταιγίς το απομεσήμερον, και όλοι τ᾿ ουρανού οι καταρράκται επί δύο ώρας αδιάκοπα, μετά βρόντου και ιαχής και με βολίδας αστραπών, έλουον την πόλιν, όλα τα νερά της Πλάκας, και μέρος από την οδόν Κηφισιάς και υπό το Κολωνάκι, ενωθέντα εις βαθύν και παφλάζοντα χείμαρρον μετά φοβερού πατάγου κατήρχοντο κάτω της Μητροπόλεως, διά του κατηφορικού δρομίσκου, καταπλημμυρούντα εδώ κ᾿ εκεί πολλά μαγαζιά, και όλα σχεδόν τα υπόγεια. Εις το ευρύχωρον καφενείον κάτω, ικανοί πελάται απεκλείσθησαν μέσα από την αέναον βροχήν.
Όλοι οι δρομίσκοι γύρω στο παλαιόν τζαμί είχον γίνει ποτάμια. Ο σταθμός του σιδηροδρόμου έγινε λίμνη. Εις το καφενείον πέντε ή εξ ζεύγη εις διάφορα τραπέζια, ετάβλιζαν, τρεις μόνον έπαιζαν πρέφα, και δύο γέροντες, ο καπετάν Γάγαρης, απόστρατος ταγματάρχης, κι ο μάστρο-Γιάννης ο Γιαπιτζής, έπαιζαν το μεγάλο μπεζίκι.
Το πάτωμα του καφενείου υπερείχε δύο ή τρεις σπιθαμαίς από το βάθος του δρόμου, όστις απετέλει τώρα την κοίτην του ορμητικού χειμάρρου. Ολίγοι τινές, ανήσυχοι και περίεργοι ενταυτώ, είχον σηκωθή και συνηθροίσθησαν περί τας τρεις θύρας, απολαύοντες το θέαμα του καταρράκτου. Έξω ηκούοντο φωνές και γέλια. Ο ποταμός είχεν αναρπάσει τα εμπορεύματα από την μπάγκαν ενός μανάβη· παρέκει είχε παρασύρει εν ονάριον, φορτωμένον σταφύλια, το οποίον ο κύριός του επροσπάθει να γλυτώσει τραβών από την ουράν.
Μέσα εις το καφενείον, ολίγοι τινές έκαμνον τον σταυρόν των, όταν ήκουον τας τρομακτικάς βροντάς. Οι ταβλισταί δεν εκινήθησαν. Το τρικ-τρακ ηκούετο διαρκώς. Ο καπετάν Γάγαρης κι ο μαστρο-Γιάννης, έχων και τον ναργιλέν του ακοίμητον, εξηκολούθουν απτόητοι το μπεζίκι τους με τα 256 φύλλα. Το γερόντιον εις το πλάγι τους, εξηκολούθει κατά το φαινόμενον να διαβάζη την εφημερίδα, και είχε πάρει ήδη δύο-τρεις βραχείς ύπνους.
Το νερόν ήρχισε να εισέρχεται εις το καφενείον και από τας τρεις θύρας. Προχείρως αι θύραι εφράχθησαν, πλην εις μάτην. Το υγρόν στοιχείον εισέρρεεν ακράτητον, ακόμη και διά του χάσματος του καπνοπωλείου, του προσηρτημένου εις την γωνίαν του καφενείου. Εντός ολίγων δευτερολέπτων κατεπλημμύρησε το πάτωμα. Όλαι αι καρέκλαι απετέθησαν επάνω στα τραπέζια και στο μπιλιάρδο. Οι πελάται, όσοι ήθελαν να κάθωνται, εκάθηντο σταυροπόδι επί των καναπέδων. Όλοι οι ταβλισταί κ᾿ οι πρεφαδόροι, άφησαν το παιγνίδι κ᾿ εσηκώθησαν ορθοί. Ο καπετάν Γάγαρης κι ο μαστρο-Γιάννης δεν άφησαν το μπεζίκι. Το γερόντιον εξηκολούθει την εφημερίδα του.
Δύο γκαρσόνια, ο νταμπής, ο παρανταμπής, ο διευθυντής του καφενείου και δύο λούστροι, προσκολλημένοι εις την υπηρεσίαν του καφενείου, ωπλίσθησαν με σκούπες, άλλας με μακρά κοντάρια, και άλλας όχι, και κατέβαλλον συντόνους προσπαθείας να σπρώξουν προς τα έξω το νερόν. Μερικοί πελάται συνηθροίζοντο περί τας θύρας κ᾿ εγίνοντο εμποδών εις το έργον. Άλλοι έκαμναν κουμάντο, καθώς συνηθίζουν οι Νεοέλληνες.
― Κατά δω, κατά δω!
―Απὸ κείνη την πόρτα!
―Έτσι δεν κάνετε τίποτα!
―Όλοι μαζί! Όλοι μαζί!
Άλλοι συνήπτον διαλόγους, κ᾿ εσχολίαζον:
―Από που μπήκε το νερό;
―Απ’ την επάνω πόρτα.
―Απ’ την κάτω πόρτα.
―Απ’ την μεσανή!
―Απ’ το καπνοπωλείο μπήκε, απ᾿ το καπνοπωλείο.
Μόνον μία καρέκλα κατείχετο ακόμη, εκτός των καναπέδων, επί των οποίων ώκλαζον ανασηκώνοντες τους πόδας των οι πελάται. Ήτο εκείνη εφ᾿ ης εκάθητο ο μάστρο-Γιάννης, εξακολουθών ατάραχος το μπεζίκι του μετά του αποστράτου ταγματάρχου.
Τέλος ο κυρ Νικολάκης, ο καφετζής, όταν επλησίασε προς τα εκεί με την σκούπαν του:
― Μα σήκω επί τέλους, μαστρο-Γιάννη! Δε βλέπεις; Εδώ πνιγήκαμε!
― Μα δε θέλει ο καπετάνιος ν’ αφήσουμε το μπεζίκι.
― Καθίστε επί τέλους κ’ οι δυό στον καναπέ.
Τέλος η βροχή ήρχισε μετά ώραν να κοπάζη, και το νερόν ωλιγόστευσε. Το δάπεδον του καφενείου, αφού μετά πολλούς κόπους κατωρθώθη να σπρώξουν τα νερά προς τα έξω, από λίμνη οπού ήτο έγινε τέλμα. Το υπηρετικόν προσωπικόν ήρχισε να ρίπτη τώρα άφθονα πριονίδια εις το έδαφος κάτω.
Οι δύο μπεζικισταί εκάθισαν εις το πλάγι ο εις του άλλου, χωρίς να κοιτάζουν πουθενά, μήτε να λέγουν τίποτε. Ο ναργιλές του μαστρο-Γιάννη προ πολλού ήτο σβεστός, επειδή κανείς δεν ευκαιρούσε να του φέρη φωτιά. Αλλ’ ο άνθρωπος εξηκολούθει να έχι την πίπαν του μαρκουτσιού εις το στόμα.
Τελευταίος όλων εσηκώθη ο μικρός γέρων, ο διπλανός τους. Άφησε την εφημερίδα του, ύψωσε το όμμα, κ’ ηρώτησε:
― Μα πότε μπήκε το νερό μέσα;

 

[πηγή: Αλ. Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ.4, Δόμος, Αθήνα 2005, σ. 135-137]

info