Πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Τσέζαρε Μπεκαρία Περί εγκλημάτων και Ποινών(αποσπάσματα) Η ανά χείρας ελληνική έκδοση του βιβλίου Περί εγκλημάτων και Ποινών (1764) του Τσέζαρε Μπεκαρία θα πρέπει να χαιρετιστεί ως σημαντικό γεγονός. Ο συγγραφέας, γνωστός και άγνωστος συνάμα, έρχεται εκ νέου στην επικαιρότητα δυόμισι αιώνες μετά την πρώτη έκδοση του κειμένου του. Στην Ελλάδα, ο Ιταλός διαφωτιστής υπήρξε για καιρό λησμονημένος ή, στην καλύτερη περίπτωση, αφανής, κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης χορείας των άλλων πολύ διασημότερων εκπροσώπων του διαφωτισμού: Λοκ, Χιουμ, Σμιθ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό, Βολταίρος, Ρουσό... [...] Εκκινώντας από την αρχή της ηπιότητας των ποινών και από την ανάγκη αποφυγής των βασανιστηρίων, ο Μπεκαρία, στο περίφημο εικοστό όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου του, διατυπώνει τη θέση πως η θανατική ποινή δεν είναι ούτε ωφέλιμη ούτε αναγκαία για το κράτος, την κοινωνία και την ανθρωπότητα: «Αυτή η ανώφελη κατάχρηση σωματικών τιμωριών που ποτέ δεν βελτίωσε τους ανθρώπους, με παρακίνησε να εξετάσω εάν η θανατική ποινή είναι αληθινά ωφέλιμη και δίκαιη σε μια καλά οργανωμένη διακυβέρνηση». Δεν υφίσταται απολύτως κανένα δικαίωμα που να επιτρέπει στους ανθρώπους να σκοτώνουν τους συνανθρώπους τους. Με επιχειρήματα που θυμίζουν, σε τούτο το συγκεκριμένο σημείο, τον Χομπς, ο Ιταλός διαφωτιστής υποστηρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατό να δώσει ποτέ σε άλλους ανθρώπους την εξουσία να τον σκοτώσουν. Προσχωρώντας στο κοινωνικό συμβόλαιο, ο καθένας απλώς παραχωρεί το μικρότερο δυνατό μερίδιο της ελευθερίας του στο στη συλλογικότητα, η οποία όμως δεν αποκτά επ' ουδενί δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των ατόμων. Η θυσία ενός ελάχιστου μέρους της ελευθερίας του καθενός δεν θα μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να περικλείει τη θυσία του μεγαλύτερου αγαθού, δηλαδή της ανθρώπινης ζωής. Εφόσον ο άνθρωπος δεν έχει καν το δικαίωμα να αφαιρέσει τη δική του ζωή, δεν θα μπορούσε να μεταβιβάσει αυτό το δικαίωμα στην κοινωνία. Συνεπώς, για τον Μπεκαρία η θανατική ποινή δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά αντιθέτως πολεμική πράξη: πρόκειται για την κήρυξη πολέμου του κράτους εναντίον ενός εκ των πολιτών του. Μπροστά στο φάσμα του πολέμου, μπροστά στον κίνδυνο του βίαιου θανάτου, το συμβόλαιο αίρεται και, ipso facto, επιστρέφουμε στη φυσική κατάσταση, όπως θα έλεγε και ο Χομπς. Όπως αποδεικνύεται αριστοτεχνικά από την ανάλυση του Μπεκαρία, η θανάτωση ενός ανθρώπου δεν έχει κανένα νόημα, επειδή δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε κατασταλτικά ούτε αποτρεπτικά. Εάν ένα κράτος βρεθεί αναγκασμένο να εκτελέσει ορισμένους από τους πολίτες του, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη απολέσει την κυριαρχία του και διάγει περίοδο αναταραχής, επανάστασης ή αναρχίας, όπου «η αταξία υποκαθιστά το δίκαιο». Συλλογισμός ο οποίος θυμίζει τις παρατηρήσεις που κάνει ο Σπινόζα στην Πολιτική πραγματεία του σχετικά με τη δύναμη και την κυριαρχία σε ένα κράτος. Υπό την επικράτεια του νόμου και του δικαίου, στο πλαίσιο ενός πολιτεύματος που χαίρει άκρας υγείας, δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να θανατωθεί ένας πολίτης. Όσο για την υποτιθέμενη αποτρεπτική αξία της θανατικής καταδίκης, η ιστορία αποδεικνύει επαρκώς ότι ποτέ και πουθενά η απειλή της έσχατης τιμωρίας δεν κατάφερε να εμποδίσει όσους εγκληματίες δεν δεσμεύονταν από κανενός είδους φόβο ή ελπίδα. Αντιθέτως, η πιθανή μακρά διάρκεια της ποινής λειτουργεί περισσότερο αποτρεπτικά απ' ό,τι η βιαιότητά της: «Η ισχυρότερη τροχοπέδη του εγκλήματος δεν είναι το τρομερό μα πρόσκαιρο θέαμα του θανάτου ενός κακούργου, αλλά το μακρόχρονο παράδειγμα ενός εξαθλιωμένου ανθρώπου που, στερούμενος την ελευθερία του [...], ξεπληρώνοντας με το μόχθο του την κοινωνία που έβλαψε». Έτσι, η θανατική ποινή μπορεί να προκαλεί ζωηρή εντύπωση, η οποία όμως είναι πρόσκαιρη, ενώ τα ισόβια δεσμά αποτελούν διαρκή και μόνιμο παραδειγματισμό για τους ανθρώπους, λειτουργώντας εντέλει με τρόπο ευθέως αποτρεπτικό. Η θανατική ποινή έχει ένα επιπλέον σημαντικό μειονέκτημα, αφού λειτουργεί σαφώς αντιπαιδαγωγικά, παρέχοντας στους ανθρώπους ένα κακό πρότυπο ωμότητας. Όπως γράφει ο Μπεκαρία, «αν τα πάθη καθιστούν αναπόφευκτο τον πόλεμο και διδάσκουν την αιματοχυσία, οι νόμοι που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά οφείλουν να μην ενισχύουν αυτό το ολέθριο παράδειγμα, που γίνεται πιο φρικτό όταν η θανάτωση εκτελείται μεθοδικά και τελετουργικά. Μου φαίνεται παράλογο οι νόμοι, που εκφράζουν τη γενική βούληση, που αποστρέφονται και τιμωρούν την ανθρωποκτονία, να τη διαπράττουν οι ίδιοι και, για να αποτρέψουν τους πολίτες από το φόνο, να διατάζουν το δημόσιο φονικό». Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι στο παρελθόν της ανθρωπότητας η θανατική ποινή επικράτησε σχεδόν παντού, δεν συνεπάγεται και την ορθότητα ή την αποτελεσματικότητα αυτής της σκληρής τιμωρίας. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Μιλανέζο συγγραφέα, έφτασε πια το πλήρωμα του χρόνου για την κατάργησή της. [...] Η μάχη που δόθηκε – και η οποία εξακολουθεί να διεξάγεται – κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο για την κατάργηση της θανατικής ποινής ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Από την εξέλιξη αυτής της ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης φάνηκε με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν αρκεί απλώς να καταργηθεί η εσχάτη των ποινών, αλλά χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση και αγώνας για την αποτροπή της επαναφοράς της. Ως προς το κεφαλαιώδες ζήτημα της θανατικής ποινής, η σκέψη του Μπεκαρία αποδείχθηκε αναπάντεχα επίκαιρή και κρίσιμη. Κατά συνέπεια, το έργο του αποτέλεσε και αποτελεί προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ για την υπεράσπιση της οριστικής κατάργησης της θανατικής ποινής και για τη διαμόρφωση του σύγχρονου νομικού και πολιτικού τοπίου. Άρης Στυλιανού
[πηγή: Cesare Beccaria, Περί Εγκλημάτων και Ποινών, Σαββάλας, 2009, σελ. 11-19] |