Το Λαύριο

Η ονομασία Λαύριο χρησιμοποιείται σήμερα με τη έννοια της πόλης του Λαυρίου αλλά και με την έννοια της μεταλλοφόρας περιοχής της νοτιοανατολικής Αττικής, έκτασης 120 τετρ. χιλιομέτρων, όπως στην αρχαιότητα. Είναι συνώνυμη με τον όρο Λαυρεωτική. Η λέξη “Λαύριο” προέρχεται από το λαύρα που σημαίνει στενό πέρασμα, στοά και κατ’ επέκταση μεταλλευτική στοά. 'Αρα, “Λαύριο” είναι ο τόπος πολλών μεταλλευτικών στοών. Το Λαύριο με τη στενότερή του έννοια, είναι κωμόπολη, έδρα του δήμου της Λαυρεωτικής, της επαρχίας Αττικής, του νομού Αττικής με κατοίκους, σήμερα, περίπου 10.700. Απέχει 52 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας και βρίσκεται πολύ κοντά στα Σπάτα όπου έχει κατασκευαστεί το νέο αεροδρόμιο της πόλης των Αθηνών. Το λιμάνι του δεν παρουσιάζει μεγάλη κίνηση ως προς τη διακίνηση των εμπορευμάτων, εκτός από τα μεταλλεύματα. Ως προς την επιβατική κίνηση χρησιμοποιείται για την αποσυμφόρηση του λιμένα του Πειραιά. Ωστόσο, οι τουριστικές δραστηριότητες και η μεγάλη ανάπτυξη της παραθεριστικής κατοικίας διαμορφώνουν σήμερα νέα δεδομένα.

Η περιοχή του Λαυρίου κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια (νεολιθική εποχή). Η Λαυρεωτική γή υπήρξε το μεγαλύτερο, το πλέον μακρόβιο και το σπουδαιότερο, από τεχνολογική άποψη, μεταλλείο ολόκληρου του Ελλαδικού χώρου. Η περιεκτικότητα των μεταλλευμάτων του σε άργυρο στο αρχαίο Λαύριο ήταν από 40 έως 25.000 γρ. ανά τόνο μεταλλεύματος μολύβδου, ενώ σήμερα είναι πολύ λιγότερο από 40 έως 250 γρ. Για το λόγο αυτό, η Λαυρεωτική γη, συχνά αναφέρεται και ως "αργυρίτης γη". Στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα τα μεταλλεία του Λαυρίου βρίσκονται σε ακμή. Οι γλαύκες, τα περίφημα τετράδραχμα αττικά νομίσματα, κατασκευάστηκαν από άργυρο της Λαυρεωτικής. Λέγεται ότι με τα έσοδα των μεταλλείων του Λαυρίου έγινε ο στόλος των Αθηναίων, ο οποίος με το Θεμιστοκλή νίκησε τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Με την επικράτηση των Μακεδόνων το Λαύριο παρήκμασε, ενώ αναζωογονήθηκε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Μια σειρά επαναστάσεων των δούλων τον 1ο αιώνα π.Χ. οδηγεί στο οριστικό τέλος της εκμετάλλευσης των μεταλλείων, τα οποία μένουν κλειστά για δύο περίπου χιλιετίες.

Το 1860, ο Ιταλός Σερπιέρι πληροφορείται την ύπαρξη των μεταλλευμάτων του Λαυρίου και το 1864 ιδρύει την ιταλογαλλική εταιρεία "Serpieri Roux de Fraissini". Το1873 αποζημιώνεται με το ποσό των 35.000.000 γαλλικών φράγκων από την τράπεζα της Κωνσταντινουπόλεως, που εκπροσωπούνταν από τον Ανδρέα Συγγρό, και παραχωρεί όλα τα δικαιώματα της εταιρείας του. Τον ίδιο χρόνο δημιουργείται η "Ελληνική Εταιρεία μεταλλουργείων Λαυρίου". Μετά από δύο χρόνια, το 1875, ιδρύεται και η "Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου". Οι δύο αυτές εταιρείες αντικατέστησαν την αρχική εταιρεία του Σερπιέρι. Από αυτές, η πρώτη λειτούργησε μέχρι το 1917, οπότε απορροφήθηκε από την επίσης ελληνική εταιρεία "Mediterranean Minus Inc" και σταμάτησε τις εξορύξεις. Η δεύτερη, στην οποία είχε παραχωρηθεί σχεδόν όλο το υπέδαφος της Λαυρεωτικής συνέχισε τις εξορύξεις μέχρι το 1977.

Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο η φυσιογνωμία της πόλης αλλάζει, ακολουθώντας τα βιομηχανικά πρότυπα του 20ου αιώνα. Αναπτύσσονται σταδιακά χημικές βιομηχανίες, μεταλλουργεία, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κλωστοϋφαντουργεία και η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων. Η μεταλλευτική πόλη μετεξελίχθηκε σε μια βιομηχανική πόλη.

Kτίρια παραγωγής αρσενικού, λιθάργυρου, μίνιου και αργύρου
Tο κτίριο του χημείου

Από την παλαιότερη, πολύ έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα, διατηρούνται μέχρι σήμερα εγκαταστάσεις παραγωγής αρσενικού, λιθάργυρου, μίνιου, αργύρου μαλακού αντιμονιούχου μολύβδου, μολυβδοφύλλων, μολυβδοσωλήνων, ψευδαργύρου και οξειδίου του αργύρου.

Η Λαυρεωτική αποτελεί μοναδικό τόπο στον οποίο συνυπάρχουν βιομηχανικές εγκαταστάσεις της αρχαιότητας και σύγχρονες, ταυτόχρονα. Ακόμη, αποτελεί τη μοναδική πόλη στην Ελλάδα τύπου "Company town", δηλαδή πόλη που δημιουργήθηκε πρόσφατα από τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας.