Λίτσα Ψαραύτη, «Το χαμόγελο της Εκάτης» (απόσπασμα)Δεν τολμώ να ανοίξω τα μάτια μου. Τώρα η γιαγιά τα ξέρει όλα... Για το περιδέραιο για το φευγιό μας με τον Τέλη... Θα βρήκε και τα εισιτήρια του καραβιού για τον Πειραιά, τις φωτογραφίες... Ποιος την ακούει. Κι αν καταφθάσουν κι οι γονείς μου από τη Γερμανία, αλίμονό μου. Τι στην οργή έφταιξε κι όλα πήγαν στραβά; Ξεκίνησα για τον παράδεισο και βρέθηκα στο νοσοκομείο. Από την αγκαλιά του Τέλη στα νύχια του Χάρου. Από τον έρωτα στην απελπισία. Μια τρέλα ήταν ο έρωτας μου για τον Τέλη. Μια δύναμη μαγική κι ακατανίκητη με τράβηξε κοντά του από την πρώτη κι όλας στιγμή, όταν τον είδα πάνω στη μηχανή, ένας αρχαίος κένταυρος έμοιαζε από τη μέση και πάνω, ένας Άϊ- Γιώργης καβάλα σε πενήντα άλογα, γυαλιστερά και θυμωμένα. Ανέβαινα στην πίσω θέση κολλούσα πάνω του το σώμα μου λες κι είχε γίνει για να ταιριάζει στο δικό του. Ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπό μου, το έχωνα μέσα στη χαίτη του Τέλη, τα μαλλιά του μύριζαν ήλιο κι αρμύρα. Κι όταν σταματούσαμε, ζέσταινε τα παγωμένα χέρια μου με την ανάσα του και σκλάβωνε με τα χείλια του τα δικά μου που είχαν μελανιάσει από το κρύο. Έφταιγε κι ο Απρίλης κι οι μυρωδιές που ζάλιζαν το μυαλό κι αγρίευαν τις επιθυμίες του κορμιού. Περπατούσαμε μαζί κι ερήμωναν οι δρόμοι, χιλιάδες πολύχρωμα πανηγυριώτικα μπαλόνια με σήκωναν ψηλά κι ήθελα να φωνάξω από ευτυχία. Σαν τα φύλλα του φθινοπώρου που τα παρασέρνει ο αγέρας, κρίση, μυαλό, θέληση και λογική σκόρπισαν μονομιάς, αρμένιζα πια με το δικό του καιρό, σ΄ένα ταξίδι πιο όμορφο κι από τα όνειρα. Όύτε το Σωτήρη δεν ήθελα πια να βλέπω. Καρτερούσε να γυρίσουμε μαζί από το φροντιστήριο, όπως παλιά, εγώ όμως πριν καλά καλά τελειώσει ο καθηγητής, μάζευα τα βιβλία μου κι έτρεχα να συναντήσω τον Τέλη, που με περίμενε μ΄αναμμένη μηχανή. Ο καλός μου ο Σωτήρης φίλος παιδικός, μαζί μεγαλώσαμε, μαζί πήγαμε σχολείο, μαζί και στο παιχνίδι, στο διάβασμα, στους τσακωμούς και στα φιλιώματα. Παιδί σεμνό και δειλό, ήταν για τις μαμάδες η ιδανική συντροφιά για τα κορίτσια τους. «Κάτσε, Σωτήρη, έλα να φάμε όλοι μαζί, Σωτήρη βγες με τα κορίτσια, Σωτήρη...» Έγινε ο Σωτήρης σιγά σιγά ο αδερφός που μου έλειπε, έτσι έφτασα πια να τον βλέπω. Κι εκείνος δε ζητούσε τίποτα. Μόνο το χέρι μου έπιανε καμιά φορά, δειλά δειλά, και τα μάτια του ήταν έτοιμα να δακρύσουν. Στο λύκειο τον χάσαμε, σπάνια έβγαινε από το σπίτι του. Ξεχνιόταν μπροστά στην οθόνη του κομπιούτερ και ταξίδευε χωρίς καράβια και κύματα ταραγμένα. Περνούσε στεριές και θάλασσες κι άραζε στα υπόγεια των μεγάλων ναών της γνώσης. Στα φετινά του γενέθλια κάλεσε όλη την τάξη. Φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε, κι όταν αραίωσαν οι καλεσμένοι, με πήγε στο δωμάτιό του και γεμάτος καμάρι μου΄δειξε το κομπιούτερ του.«Κι αυτός είναι ο Φιντίας ο καλύτερος μου φίλος...» [πηγή: Λίτσα Ψαραύτη, Το χαμόγελο της Εκάτης, Πατάκης Αθήνα, 2010, σ. 189-191] |