Ρολάν Μπαρτ

Ο πόλεμος των γλωσσών

(απόσπασμα)

Μια μέρα περπατώντας στην πατρίδα μου, τη νοτιοδυτική Γαλλία, που είναι ένας γαλήνιος τόπος μικροσυνταξιούχων, διάβασα, σε απόσταση κάποιων εκατοντάδων μέτρων, στην πόρτα τριών σπιτιών, τρεις διαφορετικές πινακίδες: «Προσοχή σκύλος», «Ο σκύλος δαγκώνει», «Σκύλος φύλακας». Είναι προφανές ότι σ' αυτή την περιοχή επικρατεί μια πολύ έντονη αίσθηση της ιδιοκτησίας. Το ενδιαφέρον, όμως, δεν βρίσκεται σ' αυτό. αλλά στο εξής: αυτές οι τρεις εκφράσεις δεν εκφέρουν παρά ένα και μοναδικό μήνυμα: Απαγορεύεται η είσοδος (αλλιώς θα σας δαγκώσουν τα σκυλιά). Με άλλα λόγια, η γλωσσολογία, που δεν ασχολείται παρά με μηνύματα, δεν θα μπορούσε να πει τίποτα γι αυτές τις τρεις εκφράσεις που να μην είναι τόσο απλό όσο και τετριμμένο· δεν θα μπορούσε να εξαντλήσει, κάθε άλλο μάλιστα, το νόημα αυτών των εκφράσεων, γιατί αυτό το νόημα εδράζεται στη διαφορά τους: το «Προσοχή Σκύλος» έχει επιθετικό νόημα· το «Ο σκύλος δαγκώνει» φιλανθρωπικό· το «Σκύλος φύλακας» φαινομενικά ουδέτερο. Με άλλα λόγια πάλι, από το ίδιο μήνυμα διαβάζουμε τρεις επιλογές, τρεις δεσμεύσεις, τρεις νοοτροπίες ή, αν προτιμάτε, τρεις μορφές φαντασιακού, τρία άλλοθι για την ιδιοκτησία. Με τη «γλώσσα» της πινακίδας του – με αυτό που θα αποκαλέσω λόγο του, μιας και η γλώσσα είναι ίδια και στις τρεις περιπτώσεις – ο ιδιοκτήτης της βίλας προστατεύεται και καθησυχάζει εαυτόν πίσω από μια συγκεκριμένη αναπαράσταση και, θα έλεγα, πίσω από ένα συγκεκριμένο σύστημα ιδιοκτησίας: εδώ άγριο (προσοχή στο σκύλο, δηλαδή στον ιδιοκτήτη), εκεί προστατευτικό (ο σκύλος δαγκώνει, δηλαδή η βίλα είναι εξοπλισμένη), αλλού, τέλος, νόμιμο (ο σκύλος φυλάει την ιδιοκτησία, πρόκειται για ένα νόμιμο δικαίωμα). Κατ' αυτόν τον τρόπο, στο επίπεδο του πλέον απλού μηνύματος (Απαγορεύεται η είσοδος), η «γλώσσα» (ο λόγος) εκρήγνυται, διαμελίζεται, εκτρέπεται: υπάρχει μια διαίρεση των «γλωσσών», την οποία δεν είναι σε θέση να καταγράψει καμία επιστήμη της επικοινωνίας: η κοινωνία, με τις κοινωνικοοικονομικές και νευρωτικές δομές της, παρεμβαίνει κατασκευάζοντας τη «γλώσσα» ως ένα πεδίο πολέμου.

Ασφαλώς, αυτό που επιτρέπει στη «γλώσσα» να διαιρείται είναι η συνωνυμία, η δυνατότητα να λέγεται το ίδιο πράγμα με πολλούς τρόπους· και η συνωνυμία είναι ένα οργανικό, δομικό και, κατά κάποιον τρόπο, φυσικό δεδομένο της «γλώσσας». Ο πόλεμος των «γλωσσών» δεν είναι εντούτοις «φυσικός»: παράγεται εκεί που η κοινωνία μετασχηματίζει τη διαφορά σε σύγκρουση· θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να υποστηρίξει ότι υπάρχει μια σύγκλιση ως προς την προέλευση του καταμερισμού των κοινωνικών τάξεων, της συμβολικής αποσύνδεσης, της διαίρεσης των «γλωσσών» και της νευρωτικής σχίσης.

Γι αυτό το λόγο το παράδειγμα που έδωσα το πήρα ηθελημένα, a minimo, από τη «γλώσσα» μιας και μόνο τάξης, των μικροσυνταξιούχων, η οποία αντιπαραθέτει στα πλαίσια του λόγου της αποχρώσεις προσαρμοστικότητας. Ακόμη περισσότερο, στο επίπεδο της κοινωνικής κοινωνίας, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, η γλώσσα εμφανίζεται διηρημένη σε μεγάλα σύνολα. Παρόλ' αυτά οφείλουμε να πιστοποιήσουμε τρία πράγματα που δεν είναι απλά: το πρώτο είναι ότι η διαίρεση των «γλωσσών» δεν επικαλύπτει σημείο προς σημείο τον ταξικό καταμερισμό: από τη μία τάξη στην άλλη υπάρχουν ολισθήσεις, δάνεια, φίλτρα, αναμεταδότες· το δεύτερο είναι ότι ο πόλεμος των «γλωσσών» δεν είναι ο πόλεμος των υποκειμένων: δεν αντιπαρατίθενται ατομικότητες αλλά «γλωσσολογικά» συστήματα, κοινωνιόλεκτοι όχι ιδιόλεκτοι· το τρίτο είναι ότι η διαίρεση των «γλωσσών» εκδηλώνεται σ' ένα φαινομενικό πλαίσιο επικοινωνίας: το εθνικό ιδίωμα. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα έλεγα ότι σε εθνική κλίμακα υπάρχει αμοιβαία κατανόηση, αλλά δεν επικοινωνούμε: στην καλύτερη περίπτωση έχουμε μια φιλελεύθερη πρακτική της «γλώσσας».

[...]

[πηγή: Roland Barthes, Απόλαυση - Γραφή - Ανάγνωση, εκδ. Πλέθρον, 2005, σελ. 23-25]

info