Αργύρης Εφταλιώτης

Αφιέρωμα (επιστολή στον Ψυχάρη)

(απόσπασμα)

[...]

Πήρε λοιπόν ένα δρόμο ο εθνικός μας ο χαραχτήρας, που αν και στο βάθος αναλογεί με τον Ευρωπαϊκό, έχει τώρα τα δικά του, και καλά και κακά, κι άσκοπο δεν είναι να σημειωθούνε στα πεταχτά τα πιο σπουδαιότερα.

Αρχίζοντας από τα ψεγάδια, ας βάλουμε πρώτα πρώτα την αψηφισιά μας σε κάθε είδος Νόμο. Βάλε Ρωμιό να συντάξη Νόμο, και θα σου προλάβη κάθε περιστατικό που πρέπει να προστατεύη αυτός ο Νόμος. Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικό που ο καθένας ανέλαβε να το φυλάη μ' όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το αποδείξη με μια διατριβή ή και μ' ένα βιβλίο. Να τη ζυμώση όμως αυτή την αρχή μέσα στην καθημερνή του ζωή, όχι πως δεν τόχει στο αίμα του, - τόχει, αφού σε ξένους τόπους θέλοντας και μη τονέ σέβεται το Νόμο - στον τόπο του όμως που ο Νόμος δεν πολυδουλεύη (άλλη μελέτη αυτή), δεν το καλόνοιωσε ο Ρωμιός του συφωνητικό του με τους συντοπίτες του. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι το δικό του συφέρο. Μας φέρνει μ' άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωϊσμό, όχι δα στον Εγωϊσμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα.

Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένη κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους. Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσιους ενενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πως δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο. Μας φέρνει λοιπόν κι αυτό στην ίδια την πηγή, στον Εγωϊσμό.

Άλλος. Είναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θαναλυθούν αυτά κάμποσο στην ιστορία απάνω, που είναι και προπατορικά ετούτα. Ας αναφερθή όμως ένα πράμα εδώ· πως τις μεγάλες τις φωνές, τα πολλά τα λόγια, και τις ατέλειωτες σοφιστείες τις έχει πρόχειρες ο φταιξιάρης, και πάντα ο φταιξιάρης. Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωϊσμού.

Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού. Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ' ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωϊσμός αναβρύζει.

Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερότερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης στη φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι που αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε.

Ας έρθουμε τώρα και στα καλά μας.

Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι οι άλλοι. Μην πάρης μια και μονάχη αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλέ τις μ' όλες μαζί οποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες. Αυτό μας το χάρισμα γέννησε την εφτάψυχη τη δύναμη που μας βάσταξε μέσα σε τόσους και τόσους κατακλυσμούς, αυτό μας ξηγάει με τι τρόπο τα κατάφερε ο Ρωμιός και τα κατάπιε όλα εκείνα τανήμερα θηριά, από Γότθους και κάτω, και τάκαμε θροφή του από φαρμάκι του, τέλος με τι τρόπο ξαναπρόβαλε εκεί που τονέ θάρρειε ο κόσμος χαμένο, και σήμερα ζη πάλε και παραζή μάλιστα, αφού μεγάλο Ανατολικό ζήτημα δε βγαίνει στη μέση δίχως ναντιλαλούν οι φωνές του μέσα στη σαστισμένη Ευρώπη. Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο.

Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες. Μα αφίνοντάς τα, σαν παραβλάσταρα που είναι άλλων προσόντων του, ας πάμε στ' άλλο, το πιο γλυκύτερο, το πιο παρηγορητικό, το πιο θεϊκό απ' όλα, τη ρωμαίϊκη την αγάπη, την ψυχοπονεσιά, την αφοσίωση, μα συγγενική είναι, φιλική, πατριωτική. Πίστη και θρησκεία σωστή. Θρησκεία που δεν το μυρίζουμε και πολύ το θεμιάμα της στα βορεινότερα μέρη.

Και τέλος να μην παραλείψουμε την αγάπη της ομορφιάς, την αγάπη της αγάπης, την καλλιτεχνική τη φλέβα που κλαδώνεται κι αυτή αργυρόχρυση μέσα στ' ασκάλιστο, ταδούλευτο μάρμαρο.

Σπάνιο υλικό, και να μη θέλη, λέει, νακούση σμίλι! Να μη θέλη νακούση νόμο, να μάθη κόπο, να σεβαστή αλήθεια κ' επιστήμη, και το χερώτερο, να μη θέλη να τιμήση και τα δικά του.

Ξολοθρεμός κι απελπισιά, θα μου πης. Τίποτις. Όλο το ενάντιο μάλιστα. Θα τα δη μια μέρα τα ψεγάδια του ο Ρωμιός με την αθάνατή του ξυπνάδα. Θα τα δη και θα τα σιχαθή. Σώνει όποιος μας τα νιώθει από τώρα να κάμη το χρέος του.

[...]

[πηγή: Αργύρη Εφταλιώτη, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, τ. α΄, τυπογραφείο «Εστία», Αθήνα 1901, σελ. 8-11. Το βιβλίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο Ανέμη. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών <anemi.lib.uoc.gr>]

info