Μανόλης Τριανταφυλλίδης

Η παιδεία μας και η γλώσσα της

(απόσπασμα)

Το ζήτημα το γλωσσικό, αφού πρωτοφανερώθηκε στη νέα μας λογοτεχνία και νομίστηκε από μερικούς λογοτεχνικό μόνο ζήτημα, αργότερα – και κυρίως έπειτα από του Φωτιάδη τη φωτεινή μελέτη – έδειξε την ανυπολόγιστη σημασία που έχει για τη μόρφωση του λαού μας και την εκπαιδευτική μας αναγέννηση, και πολλοί τώρα πιστεύουν πως είναι πρωτ' απ' όλα ζήτημα εκπαιδευτικό. Σιγά σιγά όμως, με του καιρού το πέρασμα, κι όσο δυναμώνει η αντίδραση που γεννά το ακράτητο άπλωμα του δημοτικισμού, δείχνεται η πλατύτερη σημασία που κρύβεται πίσω από τη γλωσσική μεταρρύθμιση, φανερώνεται ο δημοτικισμός σα μια βαθιά πνευματική επανάσταση και φωτίζοντας την κοινωνική κίνηση που άρχισε τελευταία με μια νέα αντίληψη της εθνικής μας αποστολής, δείχνει στο έθνος καινούργια ιδανικά.

Κι έτσι όμως δε χάνεται του δημοτικισμού η εκπαιδευτική σημασία. Όχι μόνο αν αποβλέψωμε στη γενικότερή του αυτή κι αληθινή φύση μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας, που φυσικά θα ζητήση να φυσήξη και στο εθνικό σχολείο την πνοή των ιδανικών της, μα γιατί μένει πάντα η σημασία η ασύγκριτη που έχει η μεταρρύθμιση η γλωσσική για το ελληνικό σχολείο.

Κι αλήθεια, αν η επίσημη γλώσσα* είναι άρρωστη, αν η γλώσσα του ελληνικού σχολείου έχη όλα τ' αγιάτρευτα ψεγάδια που της κατηγόρησαν, και δεν είναι ζωντανή, δεν είναι ενιαία, δεν μπορή να μιληθή, δεν μπορή να γίνει όργανο της διδασκαλίας, δεν μπορή να γίνη φυσική μας γλώσσα, αδύνατο είναι να έχωμε ποτέ, όποιες κι όσες κι αν είναι οι άλλες παιδαγωγικές μεταρρυθμίσεις, σχολεία που ν' αξίζουν τ' όνομά τους, όσο μένουν με τη σημερινή γλώσσα, δηλαδή χωρίς γλώσσα· και η γλωσσική μεταρρύθμιση μένει για το ελληνικό σχολείο η επιταχικότερη ανάγκη που μπορεί κανείς να φανταστή.

Από την άλλη όμως μεριά τις σοβαρότερες ίσως δυσκολίες παρουσιάζει η πραχτική λύση του γλωσσικού ζητήματος ίσια ίσια στο σχολείο, που τόσο στενά βρίσκεται ενωμένο με την πλειοψηφία μιας αφώτιστης κι οπισθοδρομικής κοινωνίας, και με το επίσημο κράτος, πού ή δε θέλει ή δεν μπορεί να πάρη την πρωτοβουλία σ' ένα τόσο σοβαρό ζήτημα· κι ακόμη και μεταξύ των κύκλων που βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με την παιδεία, μέσα σε παιδαγωγούς και δασκάλους, οι ιδέες για το ζήτημα αυτό είναι πολύ μπερδεμένες. Ακόμη κι όσοι βλέπουν ή νιώθουν ότι με τη σημερινή γλωσσική κατάσταση είναι αδύνατο να πετύχουν εκείνο που τους γυρεύει η πολιτεία, να μορφώσουν τα ελληνόπουλα, και να τους «διορθώσουν» μαζί και τη γλώσσα, σπάνια κατόρθωσαν να δουν φωτεινά και να βρουν λύση.

Γι' αυτό χρειάζεται μια συστηματική εργασία, που να φωτίση το ζήτημα της γλώσσας μέσα στην εκπαίδευσή μας απ' όλες τις μεριές. Πρώτα αρνητικά: δείχνοντας και πείθοντας  – σε όσους μπορούν να συλλογιστούν χωρίς πρόληψη – πως η σημερινή σχολική γλώσσα καλλιεργεί και διαιωνίζει βλάβες βαθιές που υπονομεύουν και ματαιώνουν κάθε μόρφωση· κι έπειτα θετικά: φανερώνοντας ποιοι, ή ποιος είναι ο δρόμος που έχομε ν' ακολουθήσωμε αν θέλωμε να φτάση το σχολείο μας στο μεγάλο του προορισμό.

Με τη σκέψη αυτή, επειδή είδα πως και μέσα από τους επίσημους κύκλους φανερώνεται τελευταία μια ειλικρινέστερη προσπάθεια για την αναγέννηση του εθνικού σχολείου, και ο Όμιλος στο υπόμνημά του προς το Κεντρικό Εποπτικό Συμβούλιο της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως ξαναμιλεί για τη θέση της ζωντανής γλώσσας στη Δημοτική Εκπαίδευση, νόμισα πως καιρός πια είναι να εξεταστή πλατύτερα το ζήτημα αυτό, και συλλογίστηκα πως θα ήταν καλό να δημοσιευτούν σ' ένα πρώτο – μάλλον εισαγωγικό – άρθρο, οι εντυπώσεις μου από τα ελληνικά σχολεία, όταν για λίγες εβδομάδες τριγύρισα στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1909.

Μια τύχη μ' έφερε αρχή αρχή στο πρώτο σχολείο, κι από περιέργεια ρώτησα τα παιδιά να δω τι είχαν μάθει. Ίσως να οδήγησε εκεί τα βήματά μου και κάποια νοσταλγία για τα περασμένα χρόνια, μια νοσταλγία πικρή από τότε που κατάλαβα πόσο λίγο ετοιμάζει το σχολείο, μάλιστα στην Ελλάδα, για τη ζωή· ίσως και κάποια ελπίδα πως τα σημερινά ελληνόπουλα θα έχουν περισσότερες αφορμές από μας να υπερηφανεύονται για τη μόρφωση και τον ανθρωπισμό που πήραν από το σχολείο. Μα δεν περίμενα πως θα έβρισκα τόσο βαθιές τις πληγές που η επίσημη γλώσσα – οι τύποι της και το πνεύμα της – ανοίγουν στην παιδεία μας. Κι έπειτα από κάθε επίσκεψη έφευγα με την καρδιά ματωμένη, που όλη μας η παιδεία «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν». Συλλογιζόμουν πόσες χιλιάδες ελληνόπουλα τυραννιούνται κάθε χρόνο, κάθε μέρα, κάθε ώρα, και θυσιάζουν στο γλωσσικό είδωλο τις πολυτιμότερές τους ώρες, χωρίς καν θετικό αποτέλεσμα, αφού η επίσημη γλώσσα δε ζωντανεύει. Ποια κατάρα να βαραίνη απάνω σας, καημένα παιδιά, και πώς θα γίνη δυνατό να σωθήτε; Ή θα βασανιστήτε και σεις, και τα παιδιά σας, με τον ίδιο τρόπο που και μεις βασανιστήκαμε; ...

Αφήνω τις εικόνες να περάσουν στα μάτια του αναγνώστη με τη σειρά που τις αντίκρισα. Αν παραξενευτή με όσα διαβάση, αν φρίξη για τα γλωσσικά όργια που καθημερινά γιορτάζονται στα ελληνικά σχολεία, να ξέρη πως όλα είναι πιστή αντιγραφή απ' όσα άκουσα και πρόφτασα να σημειώσω, χωρίς καμιάν αλλαγή, κι απ' όλα τα σχολεία που έτυχε να δω. Είναι αλήθεια πως λίγο μόνο αντιπροσωπεύονται οι λιγοστές μεγάλες πόλεις, όπου ο μαθητής φέρνει συχνά μαζί του κάπως διαφορετική γλωσσική προπαιδεία· μα κι έτσι το ζήτημα δεν αλλάζει σημαντικά. Όπου κι αν πήγα, στη Θεσσαλία, στα νησιά ή αλλού, σε δημοτικό σχολείο ή ελληνικό, για κορίτσια ή αγόρια, νηπιαγωγείο ή αρσάκειο, σε ταχτικό μάθημα, επαναλήψεις ή εξετάσεις, πάντα παρουσιάζουνταν, και χωρίς να το περιμένω, το ίδιο γλωσσικό ζήτημα. Κι όσο βαθύτερα το αισθάνουμουν, τόσο παραξενεύουμουν πώς γονείς, δάσκαλοι, δασκάλισσες, καθηγητές, επιθεωρητές, τμηματάρχες, όλοι όσοι πονούν τα παιδιά τους και του λαού τους τη μόρφωση, σαν υπνωτισμένοι τα έβλεπαν όλα σωστά, ή μοιρολατρικά τ' άφηναν να τραβούν το δρόμο τους. Ή να φταίη το σύστημα της διδασκαλίας; ... Ή να είναι φυσικό κι απαραίτητο να γίνωνται όλα αυτά στα σχολεία κάθε λαού;

[...]

[πηγή: Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τέταρτος Τόμος. Γλωσσικό Ζήτημα και Γλωσσοεκπαιδευτικά Α΄, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτον Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1963, σελ. 57-59]

* η καθαρεύουσα

info