Οδυσσέας Ελύτης Απ- και εικονίζω(αποσπάσματα) Από τη στιγμή που οι άνθρωποι δε ζωγραφίζουν ένα σώμα (o altra cosa) αλλ' αυτό το σώμα, η δυτική τέχνη αρχίζει. Επί χιλιάδες χρόνια, Μίνωες και Αιγύπτιοι, Έλληνες κι Ετρούσκοι, Πέρσες και Βυζαντινοί, έβγαλαν απ' όλα τα σώματα που είχανε δει, ο καθένας με τον τρόπο του, το σώμα, που τη μορφή του φρόντιζαν να τη συμμορφώνουν επάνω στις απαιτήσεις που επέβαλλε η γενική σύνθεση. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν η έννοια του σώματος και τα πλαστικά στοιχεία της εικονιστικής του παράστασης. Πρόκειται για μια παράδοση που έφτασε ως τα πρόθυρα της Αναγέννησης χωρίς διακοπή και διατηρήθηκε με την ίδια ισχύ στην τέχνη του λόγου, ιδιαίτατα στην ποίηση. Ο περίφημος ρεαλισμός των κλασικών χρόνων δεν προστρέχει παρά μόνον ενδεικτικά στην παρατηρητικότητα· και η απεικόνιση δεν αφορά το «άλογο τάδε» (για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα οικείο στην αρχαία τέχνη) αλλ' απλώς το «άλογο». Ένα άλογο φτιαγμένο κατά το ήμισυ από τα χαρακτηριστικά του είδους και κατά το άλλο ήμισυ από τη φαντασία. Κανείς γλύπτης, ζωγράφος ή ποιητής δε γνοιάστηκε ποτέ να μεταφέρει την εξατομικευμένη περίπτωση ενός αντικειμένου σε τόπο και χρόνο, τον τρόπο π.χ. που το φώτιζε ο λύχνος ή ο ήλιος ή που μια γυαλάδα στο πλάι το 'κανε να μοιάζει πιο φυσικό, «απαράλλαχτο», όπως θα λέγαμε σήμερα, μ' αυτό που είδε σε ορισμένη στιγμή ο καλλιτέχνης. Από το απ-εικονίζω (που είναι μια υλοποίηση απλώς του οράν) στο εικονίζω (που είναι μια μετατροπή του αισθάνεσθαι σε εικόνα) βρίσκεται όλη η διαφορά. [...] Όχι ότι ο ποιητής μπορεί να υπάρχει έξω από την πραγματικότητα –να εξηγούμαστε: κατ' εξοχήν υπάρχει μέσα σ' αυτήν, και αντλεί μύτες, αυτιά, μάτια, οπουδήποτε τα βρίσκει, για να φτιάξει ένα πρόσωπο. Η ανασύνθεση όμως είναι εντελώς δική του· είτε πρόκειται για τοπίο είτε για καταστάσεις. Από υπαρκτά στοιχεία δημιουργεί κάτι που δεν υπήρξε παρά στη φαντασία του· που σημαίνει, για να ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμα του ζώου «άλογο»: η ιδέα του ζώου «άλογο» είναι το παν για τον Έλληνα και όχι το άλογο που βρίσκεται όξω απ' τη μάντρα, και μάλιστα όπως το φώτιζε ο ήλιος το πρωί που ξύπνησε στην εξοχή ο καλλιτέχνης ή ο ποιητής. Όταν δίνεις την ιδέα του αντικειμένου δε σημαίνει ότι το εξαϋλώνεις, ότι αποξενώνεσαι από την υφή και τη γευστικότητά του. Οι μαντίλες της Παναγίας, τα άλογα του Paolo Uccello, οι κιθάρες του Juan Gris, φτάνουν απεναντίας ως τη βαθύτερη δομή της ύλης που αντιπροσωπεύει η πραγματικότητα των παραστάσεων αυτών· και συνάμα υπάγονται πολύ αποτελεσματικότερα στην αρχιτεκτονική του πίνακα. Δίνουν το κόκκινό τους ή την καμπύλη τους εκεί που η σύνθεση το απαιτεί· επειδή αυτό είναι το σπουδαίο: να μεταθέτεις ένα φουστάνι ή ένα κοντάρι εκεί που το εντάσσει η έσχατη διακοσμητική (με την καλή έννοια) κατάληξη του οράματος και όχι καθόλου εκεί που η τύχη το είχε ρίξει στη ζωή. [...] Ο Όμηρος κινήθηκε ανέκαθεν εκεί που τελειώνει ο άνθρωπος κι αρχίζει ο Θεός. Δεν αντέγραψε κανένα καράβι και καμιά φουρτούνα· ωστόσο, ποτέ καράβια και φουρτούνες δε μας κλυδώνισαν τόσο πειστικά. Το φως της Ελένης, βγαλμένο από το φως όλων των ωραίων γυναικών της εποχής, μας αγγίζει ακόμη. Κανείς μας δε σκέφτηκε ποτέ την ομοιότητα. Όπως δεν το σκέφτηκε για τις γυναίκες του Σολωμού –πολύ περισσότερο για τις ναυμαχίες του Κάλβου, που μήτε τις είδε ποτέ του. Χρειάστηκε ο εγκεφαλισμός να φτάσει στο έπακρο και να ονομαστεί «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», για να καταλάβουμε πώς μερικοί άνθρωποι πίστεψαν ότι από τον στατικό υπολογισμό της πολιτικής μπορείς να πέσεις στον στατικό υπολογισμό της ποίησης χωρίς να σπάσεις το ποδάρι σου. «Γένεται ποτέ;» [πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 1992, σ. 211-214] |