Γιατί πρέπει να καταργηθεί

Της Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ*

Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου είναι ότι ποινές -που από τη φύση τους όλες καταργούν ή περιορίζουν δικαιώματα του ανθρώπου (Δ. Α.)- επιβάλλονται εφ' όσον και στο βαθμό που είναι αναγκαίες και χρήσιμες.

Η θανατική ποινή (θ. π.) που προσβάλλει το πρώτο Δ. Α., το δικαίωμα στη ζωή, ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη είναι.
Αναγκαία δεν είναι, αφού υπάρχουν στερητικές της ελευθερίας ποινές μέχρι και ισόβιες. Χρήσιμη δεν είναι, αφού δεν είναι αποτελεσματική, αντιθέτως μάλιστα, εξαγριώνει και εξαχρειώνει τα μέλη της κοινωνίας.

Ας πλησιάσουμε το θέμα πιο αναλυτικά. Η θανατική ποινή εξαγριώνει τους ανθρώπους, που εθίζονται στην ιδέα της επιτρεπόμενης εξόντωσης του άλλου, και τους ωθεί στη χρήση ανάλογου τρόπου αντίδρασης, δηλαδή με ανθρωποκτονία, εναντίον εκείνου που θεωρούν ότι είναι αίτιος κάποιας οδυνηρής, γι' αυτούς, αποστέρησης (frustration). Υποσυνείδητα, ο υποψήφιος ανθρωποκτόνος ταυτίζεται με την πολιτεία που εξοντώνει τον εχθρό της και έτσι προχωρεί ευχερέστερα στην απόφαση να εξοντώσει το δικό του εχθρό. Γι' αυτό και έχει παρατηρηθεί ότι συχνά, για κάποιο χρονικό διάστημα αμέσως ύστερα από μια θανατική εκτέλεση, αυξάνει ο αριθμός ανθρωποκτονιών στη χώρα εκτέλεσης . Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι στις χώρες που γίνονται λίγο-πολύ συχνά θανατικές εκτελέσεις, εμφανίζεται παράλληλα υψηλή ανθρωποκτόνος εγκληματικότητα. Στις ΗΠΑ μάλιστα -που οι θανατικές εκτελέσεις προβάλλονται κάποτε και από την τηλεόραση- παρουσιάζεται επανειλημμένα το μοναδικό φαινόμενο μαθητών που πυροβολούν αδιακρίτως τους συμμαθητές τους.

Η απάνθρωπη αυτή ποινή είναι και αναποτελεσματική. Καμία επιστημονική μελέτη, που έλαβε υπ' όψιν και στατιστικές χωρών οι οποίες εφήρμοζαν και στη συνέχεια κατήρτησαν -και κάποτε επανέφεραν- τη θ. π., δεν απέδειξε μειωτικό αντίκτυπό της στον αριθμό των σχετικών εγκλημάτων.

Ο Μπεκαρία, το 18ο αιώνα, είχε ήδη υποστηρίξει ότι ανασχετική επιρροή στην εγκληματική απόφαση έχει όχι η βαρύτητα της ποινής, αλλά η βεβαιότητα της τιμώρησης. Και είχε ρητώς ταχθεί κατά της θ. π.

Ήδη όμως τον 5ο αιώνα π. Χ., ο Θουκυδίδης (Θουκυδίδου, Ιστορία, Βιβλ. Γ' 45, δημηγορία Διοδότου) υποστήριξε την αναποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής. Αφού διαπιστώνει ότι η χρήση της θ. π. από πολλές πόλεις και για διαρκώς περισσότερες μορφές εγκλημάτων δεν είχε αποτέλεσμα, προχωρεί σε ψυχολογική ανάλυση του φαινομένου που θα πρέπει να ζηλέψουν αρκετοί σύγχρονοι εγκληματολόγοι.

Χρήσιμο θεωρώ να αναφέρω ορισμένα περιστατικά από την πραγματικότητα που αναμφισβήτητα αποδεικνύουν το αλυσιτελές της θανατικής ποινής.

Όταν εισήχθη ο καπνός στην Ευρώπη, το κάπνισμα, τιμωρούμενο σε αρκετές χώρες με θάνατο, για να μη διαδοθεί, διαδόθηκε ωστόσο σε όλη την Ευρώπη.

Άλλο παράδειγμα. Κατά τη δημόσια θανατική εκτέλεση, συνήθως με φρικτά βασανιστήρια, κακοποιών ανάμεσα στους οποίους και πορτοφολάδων, που παρακολουθούσε συνωστιζόμενο πλήθος το 16ο και 17ο αιώνα, οι πορτοφολάδες ανέπτυσσαν τη μεγαλύτερη δράση τους. Η τόλμη της ένδειας και η ελπίδα διαφυγής αποτελούσαν σημαντικούς αιτιώδεις παράγοντες αυτής της συμπεριφοράς.

Στη Δανία, το 1944, όταν οι γερμανικές αρχές κατοχής διέλυσαν τη δανική αστυνομία επειδή τις σαμποτάριζε, αυξήθηκε ο αριθμός των εγκλημάτων γενικά, με εξαίρεση τις ανθρωποκτονίες και τα βαριά σεξουαλικά εγκλήματα, που έμειναν ανεπηρέαστα από τη μείωση του φόβου της αποκάλυψης και της τιμώρησης, παρ' όλο που αυτά μπορούσαν να επισύρουν θανατική ποινή. Με άλλα λόγια, η αύξηση ή μείωση της πιθανότητας επιβολής θανατικής ποινής δεν επηρεάζει τους δράστες βαριών εγκλημάτων.

Το τραγικότερο όμως είναι ότι η ποινή αυτή είναι η μόνη ανεπανόρθωτη. Και όμως οι δικαστικές πλάνες δεν είναι λίγες. Πάντως είναι περισσότερες από όσο νομίζεται. Διότι σ' αυτές δεν πρέπει να υπολογιστούν μόνο οι περιπτώσεις που ο εκτελεσθείς δεν ήταν ο δράστης του εγκλήματος, όπως γίνεται συνήθως, αλλά και πολλές περιπτώσεις που ενώ συνέτρεχαν κάποιες ελαφρυντικές περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τις αποδείξει ο κατηγορούμενος ή παρέλειψε να τις προβάλει ο συνήγορός του. Και όμως, αυτό θα ήταν αρκετό για να καταγνωσθεί ποινή ελαφρότερη από τη θανατική.

Συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η κατάργηση της θανατικής ποινής επιβάλλεται. Και πράγματι, αυτή είναι η διεθνής τάση, που προωθείται συστηματικά και από διεθνή κείμενα (instruments) των μεγάλων διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, Συμβουλίου της Ευρώπης, Ε.Ε.) 6, προς τα οποία προσαρμόζονται και πολλές εθνικές νομοθεσίες. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η θανατική ποινή έχει καταργηθεί.

Ωστόσο, η εσχάτη ποινή επιζεί σε πολλές ακόμη χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας, το Φεβρουάριο του 2000, 87 χώρες διατηρούσαν τη θανατική ποινή -μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, το Ιράν, το Ιράκ, η ρωσική ομοσπονδία και η Σαουδική Αραβία- 13 τη διατηρούσαν για εξαιρετικές περιπτώσεις, συνήθως για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα κατά τον πόλεμο, και άλλες 20 τη διατηρούσαν στο νομικό πλαίσιο, αλλά δεν εκτελούν τους θανατοποινίτες τα τελευταία δέκα ή περισσότερα χρόνια. Και εύλογα γεννάται η απορία: Πώς και γιατί επιζεί;
Οι λόγοι είναι κυρίως πολιτικοί και ψυχολογικοί.

Στις χώρες όπου δεν υπάρχει ελευθερία, πάντοτε το κράτος απονέμει στον εαυτό του το δικαίωμα ζωής και θανάτου των «υπηκόων» του. Αλλά και σε μερικές χώρες όπου οι ελευθερίες, λιγότερο ή περισσότερο, λειτουργούν, η θανατική ποινή υπάρχει και υποδηλώνει μια επίδειξη εξουσιασμού και δύναμης, χαρακτηριστικό κατάλοιπο αυταρχικών καθεστώτων. Γι' αυτό ακριβώς σε παγκόσμιο επίπεδο οι πλείστες θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις πραγματοποιούνται για πράξεις που στρέφονται κατά της πολιτείας, ουσιαστικά κατά των κατεχόντων την εξουσία (πολιτικά εγκλήματα), ενώ η επιστήμη αυτά θεωρεί ελαφρότερα.

Η θανατική ποινή δεν ταιριάζει σε μια κοινωνία δημοκρατική. Το απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των άλλων είναι απαράδεκτο σε μια δημοκρατία. Οι σύγχρονες αντιλήψεις για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δεν μπορούν να αποδεχτούν την ποινή που προσβάλλει το πρωταρχικό δικαίωμα της ζωής, έστω και αν εμφανίζεται ως αντίδραση σε όμοια πράξη του κρινόμενου, την οποία, όμως, χαρακτηρίζουμε έγκλημα. Δεν αποδέχονται, δηλαδή, την απάντηση της πολιτείας με έγκλημα στο έγκλημα του ιδιώτη.

Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση της επιβίωσης της απάνθρωπης και αλυσιτελούς αυτής ποινής, που στηρίζεται στην ψυχολογία των μελών μιας κοινωνίας. Το ένστικτο του θανάτου -ο αντίποδας του ενστίκτου της ζωής και του έρωτα-, ο φόβος και το μίσος που απορρέουν από αυτό είναι βαθιά ριζωμένα στον άνθρωπο. Όσο περισσότερο φοβούνται οι άνθρωποι το θάνατο τόσο μεγαλύτερη αποστέρηση θα αισθανθούν από την κατάργηση της θανατικής ποινής που, εσφαλμένα, αισθάνονται σαν άμυνα κατά του δικού τους θανάτου, της δικής τους θανάτωσης.

Ιδίως σήμερα, που ο κύκλος των πιθανών θυμάτων εγκληματικών πράξεων έχει διευρυνθεί με τα διεθνικά οργανωμένα εγκλήματα -αφού ο σοβαρότερος αριθμός εγκλημάτων στρέφεται κατά προσώπων με τα οποία καμία σύγκρουση δεν έχει ο δράστης και η θυματοποίησή τους είναι θέμα τύχης (τρομοκρατικές ενέργειες, εμπόριο ναρκωτικών, σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών κ.ά)- ο φόβος και η εκδικητική διάθεση έχουν ενισχυθεί και επεκταθεί. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διεγείρουν ακόμα περισσότερο το φόβο και την αναζήτηση εκδίκησης. Όσο πιο έντονη και άγρια είναι η εκδικητική διάθεση κατά του άλλου τόσο μεγαλύτερο φόβο υποδηλώνει.

Γι' αυτό, κατάργηση της ποινής του θανάτου σημαίνει ουσιαστικά νίκη της ανθρωπότητας πάνω στο φόβο, στο μίσος, στην εκδίκηση. Ή, μάλλον, νίκη της ανθρωπότητας πάνω στον εαυτό της, στις χειρότερες ιδιότητες του εαυτού της.

*Η Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Αυτό υποστηρίζουν οι: Thorsten Sellin, Capital punishment, στο UN Crime Prevention and Criminal Justice Newsletter, τεύχος 12-13 ό.π., σ. 7. Ι. Ehrlich, The deterrent effect of capital punishment: Α Question of life and death, American Economic Review, τ. 65, 1975, σσ. 397-417. Για ευρύτερη βιβλιογραφία βλ. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Η θανατική ποινή από εγκληματολογική σκοπιά, στην «Ελληνική Επιθέωρηση Εγκληματολογίας», τεύχος 2, Δεκέμβριος 1988, σ. 54 επ.

2. Gunter Kaiser, Capital Punishment in a criminological perspective, στο Τεύχος 12 και 13, Νοεμβρίου 1986 του UN Crime Prevention and Criminal Justice Newsletter, σ. 14.

3. C. Beccaria, Dei delitti e delle pene, Εισαγωγή, τέλος κεφ. ΙΙ. Το έργο αυτό είχε τεράστια απήχηση και αποτέλεσε τον πρώτο σημαντικό σταθμό για την κατάργηση της ποινής του θανάτου την οποία ο Beccaria υποστήριξε (κεφ. XVI).

4. βλ. Θουκυδίδου, Ιστορία, Βιβλ. Γ' 45, δημηγορία Διοδότου,μετάφρ. Ελευθ. Βενιζέλου, σελ. 154.

5. Σ' αυτό συντελούν οι συχνότατες σοβαρές ανακρίβειες ακόμα και της καλόπιστης μαρτυρίας. Βλ. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Ο μάρτυς της ποινικής δίκης, Αθήνα, 1966, και την εκεί βιβλιογραφία.

6. Αναφέρουμε το Εκτο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης (1983), το Δεύτερο Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1989) και το Πρωτόκολλο στην Αμερικανική Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για την κατάργηση της θανατικής ποινής (1990).

7. Μεταξύ αυτών και η Τουρκία, η οποία όμως θανατώνει με βασανιστήρια και χωρίς δίκες πολίτες, όπως βεβαιώνουν και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όπως έγινε πασίδηλο κατά τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα των φυλακών.

8. Ετσι εξηγούνται οι αθρόες θανατικές εκτελέσεις στις ΗΠΑ, και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα, αφού οι εκτελέσεις δεν μειώνονται και παράλληλα 2.000.000 άνθρωποι βρίσκονται στις φυλακές, δηλαδή ποσοστό ασυγκρίτως υψηλότερο από εκείνο όλου του δυτικού κόσμου.

 

[πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 12/6/2001 <www.enet.gr>]

info