ΤΖΟΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΜΙΛ

(1806-1873)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 08/12/2002, 00:00 | ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 08/12/2002, 00:00
image

«Υπάρχει ανάγκη ενδυνάμωσης των ποινών!»

Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ είναι ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ωφελιμιστικής (utilitarian) σκέψης. Από τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα είναι αυτός που άσκησε την ευρύτερη επιρροή στον πολιτικό στοχασμό. Υπό την επίδραση των ιδεών της συζύγου του, της Χάριετ Τέιλορ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ ανέπτυξε μια ήπια μορφή ωφελιμισμού η οποία έβλεπε με συμπάθεια θέματα όπως τα δικαιώματα των γυναικών, τα εργατικά συνδικάτα, η αναλογική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κ.ά. Το φιλελεύθερο πνεύμα του εν τούτοις δεν έφθασε ως το ζήτημα της θανατικής ποινής. Στον λόγο που εκφώνησε ενώπιον του βρετανικού κοινοβουλίου, στις 21 Απριλίου 1868, τοποθετείται κατά του σχεδίου νόμου που προέβλεπε την κατάργηση της ποινής του θανάτου. Το κύριο επιχείρημά του είναι σε γενικές γραμμές αυτό που ακούγεται και σήμερα από τους υπέρμαχους της θανατικής ποινής, δηλαδή η λειτουργία της στο επίπεδο της «φαντασίας», ως αποτρεπτικού παράγοντα, όχι για τους σεσημασμένους αλλά για τους εν δυνάμει εγκληματίες.

" Θα ήταν μεγάλη ικανοποίηση για εμένα αν μπορούσα να υποστηρίξω αυτή την πρόταση. Με λυπεί πάντοτε να βρίσκομαι σε ένα δημόσιο ζήτημα αντίθετος προς εκείνους που αποκαλούνται - μερικές φορές κατά τρόπο τιμητικό και μερικές φορές κατά τρόπο τέτοιον που επιδιώκει τον σαρκασμό - φιλάνθρωποι. Από όλους τους ανθρώπους που λαμβάνουν μέρος στις δημόσιες υποθέσεις είναι εκείνοι για τους οποίους γενικά νιώθω τον μεγαλύτερο σεβασμό· επειδή το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι αφιερώνουν τον χρόνο τους, τον μόχθο τους και πολλά από τα χρήματά τους σε ζητήματα καθαρά δημόσια, με λιγότερη ανάμειξη, είτε προσωπικής είτε ταξικής ιδιοτέλειας, από κάθε άλλη κατηγορία πολιτικών. Σε όλα σχεδόν τα καίρια ζητήματα σχεδόν κανένας πολιτικός δεν θα βρεθεί τόσο ακλόνητα και σχεδόν ομοιόμορφα με την πλευρά του δικαίου· και σπάνια σφάλλουν και, όταν συμβαίνει, το πράττουν με την υπερβολική χρήση κάποιας δίκαιης και πολύ υψηλής αρχής.

Στο ίδιο το θέμα που τώρα μας απασχολεί όλοι γνωρίζουμε τι εξαίρετο έργο έχουν προσφέρει. Μέσα από τις προσπάθειές τους είναι που το ποινικό μας δίκαιο - το οποίο εξ όσων ενθυμούμαι απαγχόνιζε ανθρώπους για κλοπή από κατοικία 40 σελινιών, δίκαιο επί τη βάσει του οποίου ορδές ανθρώπινων υπάρξεων μπορούν να βρεθούν κρεμασμένοι μπροστά στο Newgate από εκείνους που ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν τον λόφο Ludgate - έχει τόσο πολύ χαλαρώσει την πιο αποτροπιαστική και πιο ασύνετη θηριωδία του που ο ειδεχθής φόνος είναι τώρα πρακτικά το μόνο έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο από τα νόμιμα δικαστήριά μας. Και όμως ακόμη και τώρα εμείς συζητούμε το κατά πόσον η εσχάτη των ποινών θα πρέπει να διατηρηθεί σε αυτή τη μοναδική περίπτωση. Αυτό το τεράστιο όφελος, όχι μόνο προς την ανθρωπότητα αλλά και προς τους σκοπούς της ποινικής δικαιοσύνης, το χρωστάμε στους φιλανθρώπους. Και αν κάνουν λάθος, όπως δεν μπορώ παρά να πιστέψω ότι κάνουν στην παρούσα στιγμή, αυτό αφορά μόνο το ότι δεν διακρίνουν τη σωστή στιγμή και το σωστό μέρος να σταματήσουν έναν δρόμο μέχρι τούδε τόσο εξαιρετικά επικερδή.

Κύριε, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο φαντάζομαι ότι αυτός ο δρόμος πρέπει να τελειώσει: όταν έχει φθάσει σε όλους εδώ, με αδιαμφισβήτητα πειστήρια, το μεγαλύτερο έγκλημα που έχει γνωρίσει ο νόμος· και όταν οι ακόλουθες περιστάσεις δεν αναγνωρίζουν κανένα ελαφρυντικό της ενοχής, καμία ελπίδα ότι ο ένοχος μπορεί ακόμη και να μην είναι ανάξιος να ζει εντός του ανθρωπίνου γένους, τίποτε που να καθιστά πιθανόν ότι το έγκλημα υπήρξε μια εξαίρεση του γενικότερου χαρακτήρα του παρά επακόλουθό του, τότε ομολογώ ότι μου φαίνεται πως το να στερήσουμε από τον εγκληματία τη ζωή, της οποίας ο ίδιος έχει αποδειχθεί ανάξιος - να τον εξολοθρεύσουμε επισήμως από την αδελφότητα του ανθρώπινου γένους και από τον κατάλογο των ζωντανών -, είναι ο πιο αρμόζων, όπως είναι βέβαια και ο πιο εντυπωσιακός τρόπος με τον οποίο μπορεί η κοινωνία να προσαρτήσει σε ένα τόσο μεγάλο έγκλημα τις ποινικές συνέπειες τις οποίες για την ασφάλεια της ζωής είναι απαραίτητο να του προσαρτήσει. Συνηγορώ υπέρ αυτής της ποινής όταν περιορίζεται σε φρικιαστικές υποθέσεις, στην ίδια τη βάση που της επιτίθενται συνήθως - σε αυτήν του ανθρώπινου γένους προς τον εγκληματία· ως πέραν σύγκρισης του λιγότερο σκληρού τρόπου με τον οποίο είναι δυνατόν επαρκώς να αποτρέψουμε το έγκλημα.

Αν μέσα στον τρόμο που μας προκαλεί η επιβολή του θανάτου πασχίσουμε να επινοήσουμε κάποια τιμωρία για τον ζωντανό εγκληματία η οποία θα ενεργήσει στο ανθρώπινο μυαλό με μια ανασχετική ισχύ καθόλου συγκρίσιμη με αυτήν του θανάτου, οδηγούμαστε σε μια επιβολή ποινής πράγματι λιγότερο αυστηρής φαινομενικά και επομένως λιγότερο αποτελεσματικής αλλά μακράν σκληρότερης στην πραγματικότητα. Ελάχιστοι, πιστεύω, θα διακινδύνευαν να προτείνουν ως τιμωρία για τον ειδεχθή φόνο λιγότερο από ισόβια φυλάκιση με σκληρή εργασία· αυτή είναι η μοίρα στην οποία θα πρέπει ένας δολοφόνος να παραδοθεί από το έλεος το οποίο διστάζει να τον θανατώσει. Έχει όμως ληφθεί επαρκώς υπόψη τι είδους έλεος είναι αυτό και τι είδους ζωή του αφήνει; Αν πράγματι η τιμωρία δεν επιβληθεί πραγματικά - αν καταντήσει η υποκρισία στην οποία πριν από μερικά χρόνια ανάλογες τιμωρίες γρήγορα μετατράπηκαν -, τότε πράγματι η υιοθέτησή της θα ήταν σχεδόν ισοδύναμη προς την εγκατάλειψη της προσπάθειας να κατασταλεί ο φόνος απολύτως. Αν όμως είναι αληθινά αυτό που διακηρύσσει ότι είναι και αν συνειδητοποιηθεί σε όλη της τη δριμύτητα από τη λαϊκή φαντασία, όπως πολύ πιθανόν δεν θα είχε συνειδητοποιηθεί, όπως όμως πρέπει να συνειδητοποιηθεί αν πρόκειται να είναι αποτελεσματική, θα είναι τόσο τρομερή που όταν η ανάμνηση του εγκλήματος δεν θα είναι πλέον τόσο πρόσφατη θα υπάρχει σχεδόν ανυπέρβλητη δυσκολία στην εκτέλεσή της.

Ποια σύγκριση μπορεί πραγματικά να υπάρξει, από άποψη αυστηρότητας, ανάμεσα στην παράδοση ενός ανθρώπου στον σύντομο πόνο ενός γρήγορου θανάτου και στον εγκλεισμό του σε έναν τάφο για ζωντανούς προκειμένου εκεί να παρατείνει αυτό που θα αποδειχθεί μια μακρά ζωή στα σκληρότερα και πιο μονότονα βάσανα, χωρίς καμιά από τις ανακουφίσεις ή τις επιβραβεύσεις τους - αποκλεισμένος από όλους τους ευχάριστους ήχους και τα θεάματα και αποκομμένος από κάθε απολύτως ελπίδα, πέρα από μια ελάχιστη ανακούφιση του σωματικού περιορισμού ή μια μικρή βελτίωση της διατροφής; Και όμως, ακόμη και τόσο πολλά όπως αυτό, επειδή δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή στην οποία τα βάσανα είναι τρομακτικής έντασης και, πάνω απ' όλα, επειδή δεν εμπεριέχει το στοιχείο, τόσο εντυπωσιακό στη φαντασία, του αγνώστου, θεωρούνται καθολικά μια ηπιότερη τιμωρία από τον θάνατο - ισχύει σε όλους τους κώδικες ως μετριασμός της θανατικής ποινής και γίνεται με ευγνωμοσύνη αποδεκτή ως τέτοια.

Γιατί είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των τιμωριών οι οποίες βασίζονται στη διάρκεια για την αποτελεσματικότητά τους - όλα, επομένως, τα οποία δεν είναι υλικά ή χρηματικά - ότι είναι πιο αυστηρές από ό,τι φαίνονται· ενώ, αντιθέτως, είναι ένα από τα ισχυρότερα προσόντα που μπορεί να έχει μια τιμωρία, ότι θα πρέπει να φαντάζει περισσότερο αυστηρή από όσο είναι· γιατί η πρακτική της ισχύς εξαρτάται μακράν λιγότερο από το τι είναι παρά από το τι δείχνει. Δεν υπάρχει, θα έπρεπε να σκεφθώ, καμία ανθρώπινη επιβολή ποινής που δίνει μια εντύπωση στη φαντασία τόσο εξ ολοκλήρου δυσανάλογη προς την πραγματική της αυστηρότητα όσο η τιμωρία του θανάτου. Η ποινή πρέπει να είναι ήπια πράγματι, το οποίο δεν προσθέτει κάτι περισσότερο στο σύνολο της ανθρώπινης δυστυχίας από αυτό που προστίθεται αναγκαία ή άμεσα από την εκτέλεση ενός εγκληματία. Όπως ο ίδιος ο εντιμότατος φίλος μου, βουλευτής του Νορθάμπτον κ. Γκίλπιν έχει παρατηρήσει, το περισσότερο που οι ανθρώπινοι νόμοι μπορούν να κάνουν σε οποιονδήποτε στο ζήτημα του θανάτου είναι να τον επισπεύσουν· ο άνθρωπος θα πέθαινε εν πάση περιπτώσει· όχι τόσο πολύ αργότερα και κατά μέσον όρο, φοβούμαι, με μια σημαντικά μεγαλύτερη ποσότητα σωματικού πόνου.

Από την κοινωνία ζητείται λοιπόν να απογυμνωθεί από ένα εργαλείο τιμωρίας το οποίο, στις σοβαρές υποθέσεις στις οποίες και μόνο είναι κατάλληλο, πραγματοποιεί τους σκοπούς του με μικρότερο κόστος ανθρώπινου πόνου από κάθε άλλο· το οποίο, ενώ εμπνέει περισσότερο τρόμο, είναι λιγότερο σκληρό στην πραγματικότητα από κάθε τιμωρία με την οποία θα σκεπτόμασταν να το υποκαταστήσουμε. Ο εντιμότατος φίλος μου λέγει ότι δεν εμπνέει τον τρόμο και ότι η εμπειρία έχει αποδείξει πως είναι μια αποτυχία. Η επίδραση όμως μιας τιμωρίας δεν πρέπει να υπολογίζεται από τον αντίκτυπό της σε σκληραγωγημένους εγκληματίες. Εκείνοι των οποίων ο συνηθισμένος τρόπος ζωής τούς κάνει πάντα, ούτως ειπείν, να φλερτάρουν με την κρεμάλα πραγματικά συνηθίζουν να νοιάζονται λιγότερο γι' αυτήν· όπως, για να συγκρίνουμε τα καλά πράγματα με τα άσχημα, ένας «παλιός» στρατιώτης δεν επηρεάζεται πολύ από την πιθανότητα να πεθάνει στη μάχη. Έχω τη δυνατότητα να παραδεχθώ όλα όσα συχνά λέγονται σχετικά με την αδιαφορία των επαγγελματιών εγκληματιών απέναντι στην αγχόνη. Αν και από αυτή την αδιαφορία το ένα τρίτο είναι πιθανότατα παλικαρισμός και άλλο ένα τρίτο σιγουριά ότι θα έχουν την τύχη να διαφύγουν, είναι αρκετά πιθανό ότι το υπόλοιπο ένα τρίτο είναι αληθινό.

Η δραστικότητα όμως μιας τιμωρίας η οποία ενεργεί πρωτίστως διά μέσου της φαντασίας πρέπει κυρίως να υπολογιστεί από την εντύπωση που δίνει σε εκείνους που είναι ακόμη αθώοι· από τον τρόμο με τον οποίο περιβάλλει τις πρώτες παρακινήσεις της ενοχής· από τη συγκρατημένη επίδραση που ασκεί στην έναρξη της σκέψης, η οποία, αν ικανοποιηθεί, θα γίνει πειρασμός· από τον έλεγχο που ασκεί στην ισοπεδωμένη κλίση προς το κράτος - που ποτέ δεν αποκτάται ξαφνικά - στο οποίο το έγκλημα δεν προκαλεί πλέον τον αποτροπιασμό και η τιμωρία δεν τρομάζει πια. Όσο γι' αυτό που αποκαλείται αποτυχία της θανατικής ποινής, ποιος είναι ικανός να το κρίνει αυτό; Γνωρίζουμε εν μέρει ποιοι είναι αυτοί τους οποίους δεν έχει αποτρέψει· ποιος είναι όμως αυτός που γνωρίζει ποιον έχει αποτρέψει ή πόσες ανθρώπινες υπάρξεις έχει σώσει που θα μεγάλωναν για να γίνουν δολοφόνοι αν αυτός ο τρομακτικός συνειρμός δεν είχε συνδεθεί με την ιδέα του φόνου από τότε που ήταν βρέφη; Ας μην ξεχνάμε ότι η πιο επιβλητική πραγματικότητα χάνει την ισχύ της στη φαντασία αν παρουσιαστεί πολύ φθηνή.

Όταν μια τιμωρία ταιριαστή μόνο για τα πιο φρικαλέα εγκλήματα κατασπαταλάται σε μικρά αδικήματα ώσπου το ανθρώπινο αίσθημα να το αρνηθεί με φρίκη, τότε πράγματι παύει να εκφοβίζει επειδή παύει να γίνεται πιστευτή. Η αποτυχία της θανατικής ποινής σε υποθέσεις κλοπής εύκολα εξηγείται· ο κλέφτης δεν πίστεψε ότι θα μπορούσε να του επιβληθεί. Είχε διδαχθεί μέσα από την εμπειρία ότι οι ένορκοι θα επιορκούσαν από το να τον κρίνουν ένοχο· ότι οι δικαστές θα εδράττοντο πάσης δικαιολογίας προκειμένου να μην τον καταδικάσουν σε θάνατο ή προκειμένου να προτείνουν (να αντιμετωπιστεί με) οίκτο· και ότι αν ούτε οι δικαστές ούτε και οι ένορκοι έδειχναν οίκτο, υπήρχαν ακόμη ελπίδες από μια αρχή ανώτερη και των δύο. Οταν τα πράγματα είχαν φθάσει σε αυτό το σημείο, ήταν πια καιρός να εγκαταλείψουμε τη μάταιη προσπάθεια. Όταν είναι αδύνατον να επιβληθεί μια ποινή ή όταν η επιβολή της γίνεται δημόσιο σκάνδαλο, η μάταιη απειλή δεν μπορεί να εξαφανισθεί πολύ σύντομα από τον κώδικα των νόμων. Και στην περίπτωση του πλήθους αδικημάτων που στο παρελθόν τιμωρούνταν με θάνατο, χαίρομαι με όλη μου την καρδιά που κατέστη ανεφάρμοστη η εκτέλεση του νόμου.

Αν η ίδια κατάσταση δημοσίου αισθήματος αρχίσει να εκδηλώνεται και στην περίπτωση του φόνου· αν έρθει η στιγμή που οι ένορκοι θα αρνούνται να κρίνουν έναν δολοφόνο ένοχο· όταν οι δικαστές δεν θα τον καταδικάζουν σε θάνατο ή όταν δεν ζητούν οίκτο· τότε, πράγματι, μπορεί να γίνει απαραίτητο να συμβεί σε αυτή την περίπτωση ό,τι έχει συμβεί σε εκείνες: η κατάργηση της ποινής. Αυτή η ώρα μπορεί να έρθει - ο εντιμότατος φίλος μου πιστεύει ότι έχει σχεδόν φθάσει. Δεν γνωρίζω σχεδόν καθόλου το αν θρηνολόγησε γι' αυτό ή αν καυχήθηκε γι' αυτό· αυτός και οι φίλοι του όμως δικαιούνται την καυχησιολογία· επειδή αν έρθει θα είναι δικό τους έργο και θα έχουν κατακτήσει αυτό που δεν μπορώ παρά να αποκαλέσω θανάσιμη νίκη επειδή θα την έχουν επιτύχει προκαλώντας, ας με συγχωρήσουν γι' αυτό που θα πω, μια αποχαύνωση, μια μαλθακότητα, στο γενικό πνεύμα της χώρας.

Γιατί τι άλλο από μαλθακότητα είναι το να σοκάρεται κάποιος περισσότερο από το να αφαιρείται η ζωή ενός ανθρώπου παρά από το να αποστερείται όλων αυτών που κάνουν τη ζωή επιθυμητή ή πολύτιμη; Είναι ο θάνατος, λοιπόν, το μεγαλύτερο από όλα τα επίγεια βάσανα; [...] Είναι, πράγματι, τόσο τρομερό πράγμα να πεθαίνεις; Δεν έχει υπάρξει από τους γηραιοτέρους ένα καίριο τμήμα της ανδρικής εκπαίδευσης προκειμένου να μας κάνουν να αψηφούμε τον θάνατο - που μας δίδαξαν να μην τον τοποθετούμε με κανέναν τρόπο ψηλά στη λίστα με τα κακά, αν είναι κιόλας κακό· σε κάθε περίπτωση (να τον αντιμετωπίζουμε) ως αναπόφευκτο και να διατηρούμε, όπως ήταν, τις ζωές μας στα χέρια μας, έτοιμες να μας δοθούν ή να διακυβευθούν ανά πάσα στιγμή για έναν επαρκώς άξιο αντικειμενικό σκοπό; Είμαι σίγουρος ότι οι εντιμότατοι φίλοι μου επίσης τα γνωρίζουν όλα αυτά και έχουν περίπου όλα αυτά τα αισθήματα, όπως κάθε άλλος από τους υπολοίπους εξ ημών· πιθανώς περισσότερα. Δεν μπορώ όμως να σκεφθώ ότι αυτό είναι πιθανόν να είναι η συνέπεια των διδασκαλιών τους στον κοινό νου. Δεν μπορώ να σκεφθώ ότι η καλλιέργεια μιας ειδικής συνείδησης σε αυτό το σημείο, πάνω και υπεράνω αυτού που προκύπτει από τη γενική καλλιέργεια των ηθικών αισθημάτων, είναι μονίμως σύμφωνη με τον προσδιορισμό στο ίδιο μας το μυαλό της πραγματικότητας του θανάτου όχι πια περισσότερο από τον βαθμό σχετικής σημαντικότητας η οποία του ανήκει ανάμεσα σε άλλα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης μας.

Οι άνδρες του παρελθόντος ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τον θάνατο, έδιναν όμως τις ίδιες τους τις ζωές ή αφαιρούσαν τις ζωές άλλων με όμοια αψηφισιά. Ο κίνδυνός μας είναι του αντίθετου είδους και από φόβο μη σοκαριστούμε τόσο πολύ από τον θάνατο, γενικά και θεωρητικά, ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ γι' αυτόν σε ατομικές περιπτώσεις, τόσο άλλων ανθρώπων όσο και δικές μας, οι οποίες απαιτούν να διακυβευθεί. Και δεν δραματοποιώ τα πράγματα επειδή έχει αποδειχθεί από την εμπειρία άλλων χωρών ότι ο τρόμος του δημίου με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται απαραίτητα τον τρόμο του δολοφόνου. Το προπύργιο, όπως όλοι γνωρίζουμε, των πληρωμένων δολοφονιών τον 18ο αιώνα ήταν η Ιταλία. Και όμως λέγεται ότι σε κάποιους από τους ιταλικούς πληθυσμούς η διά νόμου επιβολή της ποινής του θανάτου ήταν προσβλητική και αποτροπιαστική στον ύψιστο βαθμό για το λαϊκό αίσθημα. Περισσότερα έχουν ειπωθεί για το απαραβίαστο της ανθρώπινης ζωής και τον παραλογισμό να υποθέτει κάποιος ότι μπορούμε να διδάξουμε τον σεβασμό απέναντι στη ζωή καταστρέφοντάς την εμείς οι ίδιοι.

Εκπλήσσομαι όμως από τη χρήση του επιχειρήματος αυτού επειδή είναι ένα (επιχείρημα) το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε οποιαδήποτε τιμωρία. Δεν είναι μόνο η ανθρώπινη ζωή, όχι η ανθρώπινη ζωή ως τέτοια, που οφείλει να είναι ιερή για εμάς, αλλά και τα ανθρώπινα αισθήματα. Η ανθρώπινη αντοχή των βασάνων είναι αυτή που θα έπρεπε να γίνεται σεβαστή, όχι απλώς η αντοχή της ύπαρξης. Και μπορούμε να φανταστούμε κάποιον που να ρωτά πώς μπορούμε να διδάξουμε τους ανθρώπους να μην επιβάλλουν βάσανα όταν εμείς οι ίδιοι τα επιβάλλουμε; Σε αυτό όμως οφείλω να απαντήσω - όλοι μας θα απαντούσαμε - ότι το να αποτρέπεις μέσα από τον πόνο από το να επιβάλεις τον πόνο δεν είναι μόνο δυνατό αλλά ο ίδιος ο σκοπός της ποινικής δικαιοσύνης. Δείχνει η επιβολή προστίμου σε έναν εγκληματία έλλειψη σεβασμού προς την ιδιοκτησία ή ο εγκλεισμός του προς την ατομική ελευθερία; Ακριβώς όσο παράλογο είναι να νομίζει κάποιος ότι το να αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου που έχει αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου γίνεται προκειμένου να επιδείξει έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή. Εμείς, αντιθέτως, δείχνουμε εντόνως τον σεβασμό μας γι' αυτήν με την υιοθέτηση του κανόνα ότι αυτός που παραβιάζει αυτό το δικαίωμα του άλλου το χάνει ο ίδιος και ότι ενώ κανένα άλλο έγκλημα που μπορεί να διαπράξει δεν του αποστερεί το δικαίωμά του να ζει αυτό θα το κάνει.

Υπάρχει ένα επιχείρημα κατά της θανατικής ποινής, ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις, το οποίο δεν μπορώ να αρνηθώ ότι έχει βαρύτητα - στο οποίο ο εντιμότατος φίλος μου δικαίως έδωσε μεγάλη έμφαση και το οποίο δεν μπορεί ποτέ πλήρως να απορριφθεί. Είναι αυτό: ότι αν από ένα σφάλμα της δικαιοσύνης ένας αθώος άνθρωπος καταδικαστεί σε θάνατο, το λάθος δεν θα μπορέσει ποτέ να διορθωθεί· κάθε αποζημίωση, κάθε επανόρθωση για το άδικο είναι αδύνατη. Αυτό θα ήταν πράγματι μια σοβαρή ένσταση, αν αυτά τα ελεεινά λάθη - ανάμεσα στα πιο τραγικά σε ολόκληρο τον κύκλο των ανθρώπινων υποθέσεων - δεν μπορούσαν να εμφανίζονται εξαιρετικά σπάνια. Το επιχείρημα είναι ακατανίκητο όπου η μέθοδος της ποινικής διαδικασίας είναι επικίνδυνη για τον αθώο ή όπου δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα δικαστήρια της Δικαιοσύνης. Και αυτός πιθανόν είναι ο λόγος που ξεκίνησε νωρίτερα (όπως πιστεύω ότι ξεκίνησε) η αντίρρηση σε μια ανεπανόρθωτη τιμωρία και είναι πιο έντονη και ευρύτερα διαδεδομένη σε κάποια τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου από ό,τι είναι εδώ.

Υπάρχουν στην ήπειρο μεγάλες και φωτισμένες χώρες στις οποίες η ποινική διαδικασία δεν είναι ευνοϊκή προς την αθωότητα, δεν προσφέρει τη δυνατότητα για την ίδια ασφάλεια έναντι λανθασμένης καταδίκης, όπως κάνει σε εμάς· χώρες όπου τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης φαίνεται πως νομίζουν ότι αποτυγχάνουν στο καθήκον τους όταν δεν κρίνουν κάποιον ένοχο· και στην πραγματικά αξιέπαινη επιθυμία τους να καταδιώξουν την ενοχή εκεί όπου βρίσκει καταφύγιο, εκθέτουν τον εαυτό τους σε έναν σοβαρό κίνδυνο να καταδικάσουν τον αθώο. Αν η δική μας διαδικασία και τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης άφηναν πεδίο ανοιχτό για παρόμοια ανησυχία, θα ήμουν ο πρώτος που θα συμμετείχα στην απόσυρση της ισχύος να επιβάλλεται ανεπανόρθωτη τιμωρία από τέτοια δικαστήρια. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι τα ελαττώματα της διαδικασίας μας είναι τα ακριβώς αντίθετα. Ακόμη και οι κανόνες των μαρτυρικών καταθέσεων παραείναι ευνοϊκοί για τον κρατούμενο· και οι ένορκοι και οι δικαστές εφαρμόζουν το ρητό «Είναι καλύτερα δέκα ένοχοι να το σκάσουν παρά ένας αθώος άνθρωπος να χρειαστεί να υποφέρει», όχι μόνο κατά γράμμα, αλλά και πέραν αυτού. Οι δικαστές επιθυμούν πολύ ζωηρά να καταδείξουν, και οι ένορκοι να επιτρέψουν, την πιο ελάχιστη πιθανότητα περί αθωότητας του κρατουμένου.

Καμία ανθρώπινη κρίση δεν είναι αλάνθαστη· τέτοιες λυπηρές υποθέσεις, όπως παρέθεσε ο εντιμότατος φίλος μου, μερικές φορές θα προκύψουν· σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση όμως όπως αυτή του φόνου, ο κατηγορούμενος στο σύστημά μας διαθέτει πάντα το πλεονέκτημα του παραμικρού ίχνους αμφιβολίας. Και αυτό ενέχει έναν άλλον παράγοντα πολύ συναφή με το ζήτημα. Το ίδιο το γεγονός ότι η τιμωρία με θάνατο είναι πιο συνταρακτική από κάθε άλλη στη φαντασία απαραίτητα καθιστά τα δικαστήρια της Δικαιοσύνης περισσότερο σχολαστικά στο να απαιτούν το πληρέστερο τεκμήριο ενοχής. Ακόμη και εκείνο που είναι η μεγαλύτερη ένσταση στη θανατική ποινή, η αδυναμία επανόρθωσης ενός σφάλματος άπαξ και διαπραχθεί, πρέπει να καταστήσει και όντως καθιστά τους ενόρκους και τους δικαστές περισσότερο προσεκτικούς στη διαμόρφωση της άποψής τους και περισσότερο πρόθυμους στην εξονυχιστική έρευνα των αποδεικτικών στοιχείων.

Αν η υποκατάσταση του θανάτου με καταναγκαστικά έργα σε υποθέσεις φόνου προκαλούσε οιαδήποτε διακήρυξη σε αυτή την ευσυνείδητη σχολαστικότητα, θα υπήρχε ένα μεγάλο κακό για να αντισταθμίζει το αληθινό αλλά ελπίζω σπάνιο πλεονέκτημα του να υπάρχει η δυνατότητα επανόρθωσης σε ένα καταδικασμένο άτομο το οποίο αργότερα ανακαλύφθηκε πως είναι αθώο. Προκειμένου η δυνατότητα επανόρθωσης να παραμείνει ανοικτή όπου και αν η πιθανότητα αυτού του λυπηρού απροόπτου είναι περισσότερο από απειροελάχιστη, είναι αρκετά ορθό ότι ο δικαστής θα πρέπει να προτείνει στο Στέμμα μια μετατροπή της ποινής, όχι μονάχα όταν η απόδειξη ενοχής είναι ανοικτή στην ελάχιστη υποψία αλλά όποτε κάτι παραμένει ανεξήγητο και μυστηριώδες στην υπόθεση, εγείροντας μια επιθυμία για περισσότερο φως ή καθιστώντας πιθανό ότι περαιτέρω πληροφορίες μπορεί να αποκτηθούν σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή. Θα πρότεινα επίσης ότι όποτε η ποινή μετατρέπεται οι βάσεις της μετατροπής θα πρέπει, σε κάποια αυθεντική μορφή, να γνωστοποιηθούν στο κοινό. Τόσα αναγνωρίζω πρόθυμα στον εντιμότατο φίλο μου· στο ζήτημα όμως της ολοκληρωτικής κατάργησης τείνω να ελπίζω ότι το αίσθημα της χώρας δεν είναι με το μέρος του και ότι ο περιορισμός της θανατικής ποινής στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο περυσινό νομοσχέδιο θα θεωρηθεί γενικώς επαρκής.

Η μανία που υπήρχε λίγο καιρό πριν για την περικοπή όλων των τιμωριών μας δείχνει να έχει φθάσει στα όριά της και όχι πριν από την κατάλληλη στιγμή. Κινδυνεύαμε να απομείνουμε χωρίς καμία τελεσφόρο τιμωρία, πέραν των μικρών αδικημάτων. Αυτό που υπήρξε στο παρελθόν η δεύτερη κυριότερη τιμωρία μας - η εξορία καταδίκου σε αποικία - προτού καταργηθεί είχε σχεδόν καταντήσει ανταμοιβή. Τα καταναγκαστικά έργα, το υποκατάστατο αυτής, είχαν γίνει, στις τάξεις που ως επί το πλείστον το υφίσταντο, σχεδόν ονομαστικά. Φτιάξαμε τις φυλακές μας τόσο άνετες και είχε γίνει τόσο εύκολο να βγει κάποιος γρήγορα από αυτές. Για το μαστίγωμα - μια πιο αποδοκιμαστέα τιμωρία σε κοινές υποθέσεις αλλά ιδιαίτερα ταιριαστή για εγκλήματα βιαιότητας, ειδικά για εγκλήματα εις βάρος γυναικών - δεν πρόκειται να ακούσουμε, εκτός, για να είμαστε σίγουροι, από την περίπτωση των στραγγαλιστών, για το ιδιαίτερο όφελος των οποίων το επαναφέραμε βιαστικά, αμέσως μετά τον στραγγαλισμό ενός μέλους του κοινοβουλίου. Με αυτή την εξαίρεση, αδικήματα, ακόμη και απαίσιου είδους, κατά του ατόμου, εντιμότατε φίλε μου και σοφέ βουλευτή της Οξφόρδης (κ. Νιτ), που έχουν παρατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο αντιμετωπίζονταν αλλά ακόμη αντιμετωπίζονται με ποινές τόσο γελοία ανεπαρκείς που σχεδόν αποτελούν ενθάρρυνση προς το έγκλημα.

Πιστεύω, κύριε, ότι στην περίπτωση των περισσότερων αδικημάτων, εκτός εκείνων κατά της περιουσίας, υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη ενδυνάμωσης των ποινών μας παρά αποδυνάμωσής τους· και ότι οι αυστηρότερες ποινές, με μια κατανομή τους στα διαφορετικά είδη αδικημάτων τα οποία θα πρέπει να την εγκρίνουν καλύτερα από ό,τι επί του παρόντος στις ηθικές απόψεις της κοινότητας, είναι το είδος μεταρρύθμισης το οποίο τώρα χρειάζεται το ποινικό μας σύστημα. Θα ψηφίσω επομένως κατά της τροποποίησης. "

[πηγή: εφημ. Το Βήμα, 8/12/2002 <www.tovima.gr>]

info