Χρήστος Γιανναράς, «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων»

1. OUVERTURES

Αδελφιδός μου παρήλθε·
ψυχή μου εξήλθεν εν λόγω αυτού.

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τον έρωτα μόνο στην απόσταση της αποτυχίας. Πριν την αποτυχία δεν υπάρχει γνώση· η γνώση έρχεται πάντα μετά τη βρώση του καρπού. Σε κάθε έρωτα ξαναζεί η εμπειρία της γεύσης του παραδείσου και της απώλειας του παραδείσου. Σπουδάζουμε τον έρωτα μόνον εξόριστοι από την πληρότητα της ζωής που αυτός χαρίζει.

Στην εμπειρία του έρωτα είμαστε όλοι πρωτόπλαστοι. Η πείρα των άλλων δεν μας μαθαίνει τίποτα για τον έρωτα. Είναι για τον καθένα μας το αρχέγονο και μέγιστο μάθημα της ζωής, η αρχέγονη και μέγιστη εξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατί σπουδάζουμε στον έρωτα τον τρόπο της ζωής. Και μέγιστη εξαπάτηση, αφού αυτός ο τρόπος αποδείχνεται ανέφικτος για την ανθρώπινη φύση μας.

Η ανθρώπινη φύση μας (αυτό το ακαθόριστο κράμα της ψυχής και του κορμιού μας) «ξέρει», με φοβερή οξυδέρκεια πέρα από νοήματα, πως η πληρότητα της ζωής κερδίζεται μόνο στην αμοιβαιότητα της σχέσης. Στην αμοιβαία ολοκληρωτική αυτοπροσφορά. Γι᾿ αυτό και επενδύει η φύση μας στον έρωτα όλη την απύθμενη δίψα της για ζωή. Δίψα του κορμιού και της ψυχής μας.

Διψάμε τη ζωή, και το ενδεχόμενο της ζωής περνάει μόνο μέσα από τη σχέση με τον Άλλον. Στο πρόσωπο του Άλλου αναζητάμε τη δυνατότητα της ζωής – την αμοιβαιότητα στη σχέση. Ο Άλλος γίνεται το «σημαίνον» της ζωής, η αισθητή ανταπόκριση στην πιο βαθειά και κυρίαρχη της φύσης μας επιθυμία. Ίσως αυτό που ερωτευόμαστε να μην είναι το πρόσωπο του Άλλου, αλλά η δίψα μας ένσαρκη στο πρόσωπό του. Ο Άλλος να είναι πρόσχημα κι η αυτοπροσφορά μας αυταπάτη. Όμως κι αυτό θα διαφανεί μόνο στην απόσταση της αποτυχίας.

Μετά την αποτυχία ξέρουμε ότι ο έρωτας είναι ο τρόπος της ζωής, αλλά τρόπος ανέφικτος για την ανθρώπινη φύση μας. Η φύση μας διψάει απεγνωσμένα τη σχέση, δίχως να ξέρει να υπάρχει με τον τρόπο της σχέσης. Δεν ξέρει να μοιράζεται, να κοινωνεί· ξέρει μόνο να ιδιοποιείται τη ζωή, να την κατέχει και να την νέμεται. Αν η γεύση της πληρότητας είναι κοινωνία της ζωής με τον Άλλον, η ορμή της φύσης μας αλλοτριώνει την κοινωνία σε απαίτηση ιδιοκτησίας και κατοχής του Άλλου. Η απώλεια του παραδείσου δεν είναι ποτέ ποινή, είναι μόνο αυτοεξορία.

Τον τρόπο της ζωής τον σπουδάζουμε πάντοτε σαν χαμένο παράδεισο. Τον ψηλαφούμε στη στέρηση, στο εκμαγείο της απουσίας του. Έγγλυφο ίχνος του τρόπου της ζωής είναι η πίκρα της μοναξιάς στην ψυχή μας, η ανέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Με αυτή τη γεύση μετράς τη ζωή. Πρέπει να σε ναυτολογήσει ο θάνατος για να περιπλεύσεις τη ζωή, να καταλάβεις ότι πρόκειται για την πληρότητα της σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τις ακτές του νοήματος: Ζωή σημαίνει να παραιτείσαι από την απαίτηση της ζωής για χάρη της ζωής του Άλλου. Να ζεις, στο μέτρο που δίνεσαι για να δεχθείς την αυτοπροσφορά του Άλλου. Όχι να υπάρχεις, και επιπλέον να αγαπάς. Αλλά να υπάρχεις μόνο επειδή αγαπάς, και στο μέτρο που αγαπάς.

Διψάμε τη ζωή και δεν την διψάμε με σκέψεις ή νοήματα. Ούτε και με τη θέλησή μας. Την διψάμε με το κορμί και την ψυχή μας. Η ορμή της ζωής, σπαρμένη μέσα στη φύση μας, αρδεύει κάθε ελάχιστη πτυχή της ύπαρξής μας. Και είναι ορμή αδυσώπητη για σχέση, για συν-ουσία: Να γίνουμε ένα με την αντι-κείμενη ουσία του κόσμου, ένα με το κάλλος της γης, την απεραντοσύνη της θάλασσας, τη νοστιμιά των καρπών, την ευωδιά των ανθών. Ένα κορμί με τον Άλλον. Ο Άλλος είναι η μόνη δυνατότητα να έχει αμοιβαιότητα η σχέση μας με τον κόσμο. Είναι το πρόσωπο του κόσμου, ο λόγος κάθε αντι-κείμενης ουσίας. Λόγος που απευθύνεται σε μένα και με καλεί στην καθολική συν-ουσία. Μου υπόσχεται τον κόσμο της ζωής, το έκπαγλο κόσμημα της ολότητας. Στη μία σχέση.

[πηγή: Χρ. Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, Δόμος, Αθήνα 1991, σ. 7-10]

info