Λίτσα Ψαραύτη, «Το αυγό της έχιδνας» (απόσπασμα)

Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα. Το κορμί μου είχε αφήσει υγρά σημάδια πάνω στο κατωσέντονο και στη γούβα που έκανε το μαξιλάρι. Έτρεμα. ϊσως να είχα πυρετό. Σκέφτηκα να ξαναπέσω στο κρεβάτι μέχρι να καταλαγιάσουν οι χτύποι της καρδιάς μου. Μια υποψία, μαχαίρι κοφτερό, φώλιασε στο μυαλό μου. Μήπως άρχιζε η αρρώστια; Ο γιατρός έιχε πει πως τα πρώτα συμπτώματα ήταν αδυναμία, κούραση, νυχτερινές εφιδρώσεις, πυρετός. Ο πανικός με παρέλυσε. Έκανα κουράγιο και σύρθηκα ως το λουτρό. Άνοιξα το ντους και μπήκα κάτω από το κρύο νερό. Αμέσως ένιωσα καλύτερα. Το μυαλό μου καθάρισε, το κορμί μου ξαναβρήκε τη ζωντάνια του. Έμεινε μόνο ένα δυνατό γουργούρισμα στο στομάχι, που μου θύμιζε πως δεν είχα μπουκιά στο στόμα μου από το προηγούμενο μεσημέρι.

Στην κουζίνα ο πατέρας έπινε τον καφέ του. Μόλις μπήκα, κατέβασε την εφημερίδα και με κοίταξε εξεταστικά.

–Έχεις τα χάλια σου. Τα ξενύχτια και τα γλέντια αφήνουν άσχημα σημάδια...

–Δεν πήγα σε κανένα γλέντι, πατέρα, κατάπια ένα κόμπο δάκρυα.

–Τότε γιατί έχεις αυτά τα μούτρα;

–Περνάω μια δύσκολη φάση... τα μαθήματα... το σχολείο..., τα μάσησα.

–Μη μου πεις ότι ξενυχτάς διαβάζοντας! Έννοια σου και ξέρω εγώ με τι ασχολείται σήμερα η νεολαία! Η φωνή του έσταζε ειρωνεία.

Έτσι γινόταν κάθε φορά που θύμωνε μαζί μου. Πρώτα πρώτα τ΄αβαζε με τη νεολαία και στη συνέχεια μου τραβούσε έναν εξάψαλμο, τον ίδιο πάντοτε .

–Εγώ στην ηλικία σου πήγαινα το πρωί στο σχολείο και τ΄απογεύματα δούλευα... Περπατούσα τρία χιλιόμετρα για να πάω στο σχολείο, ούτε ποδήλατο δεν είχα...Διάβαζα μέρα νύχτα για να μπω στο πανεπιστήμιο, δε γύριζα στις καφετέριες και στις ντίσκο τα βράδια κι ούτε φορούσα μοντέρνα μπουφάν και γουόκμαν στ ΄αυτιά....

Ήθελα να τον σταματήσω, να του φωνάξω ότι δεν φταίει η νεολαία επειδή εκείνοι στερήθηκαν στα νιάτα τους κι αγωνίζονται να μη λείψει τίποτα στα παιδιά του. Εμείς την αγάπη τους θέλουμε, τη ζεστασιά της αγκαλιάς τους κι έναν ώμο ν΄ακουμπήσουμε, όταν τα πράγματα πάνε στραβά και η ζωή αγριεύει.

–Μην είσαι άδικος πατέρα κατάφερα μόνο ν΄αρθρώσω κι ήμουνα έτοιμος να του τα πω όλα, να πέσω στην αγκαλιά του και να κλάψω, μήπως κι έτσι έφευγε το μολυβένιο βάρος από πάνω μου. Εκείνος, όμως, είχε πάρει φωτιά, είπε όσα είχε να πει, πέταξε την εφημερίδα του στο τραπέζι κι έφυγε χτυπώντας την εξώπορτα δυνατά.

Στεκόμουνα σαστισμένος, σαν τον πνιγμένο που ζητάει ένα χέρι να πιαστεί κι αντί για βοήθεια το χέρι τον σπρώχνει πιοι βαθιά. Η πίκρα μαζευόταν σιγά σιγά μέσα μου, γινόταν πέτρα σκληρή, δε θ΄άφηνα κανέναν να τη σπάσει.

Ήπια στα όρθια λίγο γάλα και βιάστηκα να φύγω. Φοβόμουνα μη φανεί από στιγμή σε στιγμή η μάνα μου. Εκείνη θα καταλάβαινε αμέσως πως κάτι με βασάνιζε και θα άρχιζε τις επίμονες ερωτήσεις . Ήθελα να περπατήσω, να κουραστώ, να μην μπορώ να σκέφτομαι.

[Λίτσα Ψαραύτη, Το αυγό της έχιδνας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, σ. 28-30]

info