Άρη Αλεξάνδρου, «Ανεπίδοτα γράμματα» (απόσπασμα)
1
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως-όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά.
Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
είχα μπορέσει να πετάξω
δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
και μας πιτσίλισαν λιακάδα.
2
Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
πόσο πολύ μου λείπει το βορεινό παράθυρο κλειστό
μην τύχει και κρυώσει
ένα φλυτζάνι τσάι που αχνίζει
τα περιστέρια των χεριών σου.
Λέω να κλείσω τα παντζούρια
μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου
λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
μη μου χαθεί η φωνή σου.
[...]
18
Το νερό που πίνουμε
είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
Έχω το μαντήλι σου μα δεν σουρώνω πια τα λόγια
όπως κι ο φίλος Αυγουστής
δεν δίνει διάρα
μην του χαλάσει η τσάκιση
καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες.
Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
κι ας φτάσουν οι στιγμές
σαν άμμος μες στα μάτια σου
κι ας φτάσουνε οι παύλες
σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου:
Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτότυπον.
Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
σκοντάφτουν πάντα
στις απεργίες των τριών τα
και στη λογοκρισία.
Μούδρος 1948
Από τη συλλογή Άγονος γραμμή (1952)
[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 30-38]
|