Η πολιτιστική πορεία του ανθρώπου

Ησίοδος, Ἔργα καὶ ἡμέραι 109-201: Η πολιτιστική πορεία του ανθρώπου

Πρώτο απ’ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα
κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν
βασιλιάς στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ’ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα
πόδια και τα χέρια
χαίρονταν σ’ ευωχίες, έξω απ’ όλα τα κακά.
Και σαν παραδομένοι σε ύπνο πέθαιναν. Και όλα τα αγαθά
σ’ αυτούς υπήρχαν. Καρπό τους έδινε η σιτοδότρα γη
από μόνη τους πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία
ζούσαν ήσυχοι απ’ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
[πλούσιοι σε κοπάδια, αγαπητοί στους μακάριους θεούς.]
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του
μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
[που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ’ όλη τη γη γυρνώντας,]
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν.
Δεύτερο πάλι γένος, το αργυρό, πολύ κατώτερο
φτιάξανε κατόπιν οι θεοί που τα Ολύμπια δώματα
κατέχουν,
ανόμοιο στο σώμα και το νου με το χρυσό το γένος.
Χρόνια εκατό ανατρεφόταν το παιδί πλάι στη μάνα την
πιστή
παίζοντας χαρωπά, ανόητο πολύ, μέσα στο σπίτι του.
Μα όταν έφτανε η ώρα να γίνουν νέοι, επάνω στην ακμή
της νιότης,
για λίγο καιρό ζούσαν κι υποφέρανε
εξαιτίας της μωρίας τους. Γιατί τις μεταξύ τους ανόσιες
προσβολές
να αποφύγουν δεν μπορούσαν, ούτε τους αθανάτους να
λατρεύουν
θέλανε, ούτε θυσίες να κάνουν στους ιερούς των μακαρίων
θεών βωμούς,
πράγμα σωστό για τους ανθρώπους κατά τις συνήθειές
τους.
Αυτούς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος, τους εξαφάνισε
οργισμένος,
γιατί δεν αποδίδανε τιμές στους μακαρίους θεούς που
εξουσιάζουνε τον Όλυμπο.
Όμως αφού και τούτο το γένος κάλυψε η γη,
λέγονται τούτοι υποχθόνιοι, μακάριοι θνητοί,
κατώτεροι, μα κι έτσι τους συνοδεύει και αυτούς κάποια
τιμή.
Κι ο Δίας ο πατέρας άλλο γένος, τρίτο, θνητών ανθρώπων
χάλκινο έφτιαξε, σε τίποτα όμοιο με το αργυρό,
από μελιά, δεινό και δυνατό. Αυτούς του Άρη
τα έργα τους νοιάζανε τα πολυστέναχτα κι οι βιαιότητες,
δεν τρώγανε ψωμί, μα είχανε καρδιά γενναιόψυχη από
αδάμαντα,
οι απλησίαστοι. Μεγάλη είχανε δύναμη κι ανίκητα τα
χέρια τους
φυτρώναν απ’ τους ώμους τους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
Χάλκινα ήταν τα όπλα τους, τα σπίτια χάλκινα,
με το χαλκό δουλεύανε. Το μαύρο σίδερο ακόμη δεν
υπήρχε.
Κι αυτοί απ’ τα δικά τους χέρια σκοτωμένοι
πήγαν στου κρυερού του Άδη τη μουχλιασμένη οικία,
άδοξοι. Ο θάνατος, κι ας ήταν φοβεροί,
τους πήρε ο μαύρος και το λαμπρό το φως του ήλιου
αφήσανε.
Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφή τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτους ο κακός ο πόλεμος και η φοβερή η μάχη
άλλους κάτω απ’ τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη
γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποίμνια
πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα
χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης
Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ’ τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας
τους έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τους έβαλε να
μένουν.
Και κατοικούν ξέγνοιαστη έχοντας καρδιά
στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά
τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τους δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το
χρόνο,
[μακριά από τους αθανάτους. Σ’ εκείνους βασιλεύει ο
Κρόνος,
γιατί τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Τώρα πια έχει μέσα σ’ αυτούς τιμές, καθώς ταιριάζει.
Κι ο Δίας πάλι άλλο γένος έφτιαξε θνητών ανθρώπων,
απ’ τους οποίους έχουν γεννηθεί οι τωρινοί πάνω στη
σιτοδότρα γη.]
Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τους
ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να
γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα
πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται
τη νύχτα,
μα μέριμνες σκληρές σ’ αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ’ αυτούς ανάμικτα θα υπάρξουνε καλά με τα
κακά.
Κι ο Δίας θ’ αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται
ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δεν θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον
πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ’ αυτόν που τον
φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός
αγαπητός, σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ’
ανταποδίδουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ο ένας την πόλη του
άλλου θ’ αφανίσει.
Διόλου δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο του, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κάκου το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ
και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο και η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από
πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ’ τη γη με τους πλατιούς
τους δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουνε,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους
ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα
απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ’ το κακό προφύλαξη δε θα
υπάρχει.

[πηγή: Ησίοδος: Έργα και Ημέρες, Θεογονία, Η Ασπίδα του Ηρακλή, Μαρτυρίες για τη ζωή και τα έργα του (μτφ. Σ. Γκιργκένης), εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001]

Ευριπίδης Ικέτιδες 195-218: Τα πλεονεκτήματα της ανθρώπινης φύσης

ΘΗΣΕΑΣ
Σε συζήτηση τέτοια παραβγήκα
και μ’ άλλους· τα κακά είναι στους ανθρώπους
πιότερα απ’ τα καλά, είπε κάποιος. Όχι·
το αντίθετο πιστεύω· λέω πως είναι
πιότερα τα καλά από τα κακά·
αλλιώς, ούτε θα υπήρχαμε στον κόσμο.
Και δοξάζω το θεό, που, ενώ ήταν πρώτα
σε ταραχή και ζωώδικη η ζωή μας,
τη ρύθμισε· και πρώτα έβαλ’ εντός μας
το λογικό, μας έδωσε κατόπι
του νου μαντατοφόρο, ώστε των άλλων
τη φωνή ν’ απεικάζουμε, τη γλώσσα·
για τροφή τον καρπό· κοντά σ’ εκείνον
τις βρόχινες ουράνιες στάλες· τούτες
τα γεννήματα θρέφουνε της γης
και ποτίζουν κι εμάς τα σωθικά μας·
κοντά σ’ αυτά μάς έμαθε απ’ την κάψα
του ηλιού να φυλαγόμαστε, στο κρύο
να στήνουμε οχυρά, και του πελάγου
να σκίζουμε το κύμα, ώστε για κάθε
που λείπει είτε στη μια ή στην άλλη χώρα
ανταλλαγές να γίνονται προϊόντων.
Κι όσα είναι σκοτεινά και δεν τα νιώθεις,
οι μάντηδες, ξετάζοντας τα σπλάχνα
ή τη φωτιά ή πουλιά, τα φανερώνουν.
Αφού ο θεός λοιπόν έχει αρματώσει
τη ζωή μας με τόσα, είναι μεγάλη
παραξενιά να λες πως δε σου φτάνουν.
Μα η σκέψη ορμά ψηλότερα απ’ το θείο
και μ’ αγέρωχο φρόνημα θαρρούμε
πως τάχα στη σοφία το ξεπερνούμε.

[πηγή: Ευριπίδης: Οι Ικέτισσες, οι Τρωαδίτισσες, οι Βάκχες (μτφ.) Θρ. Σταύρου, εκδ. Άλφα, Αθήνα 1952]

Αισχύλος Προμηθέας Δεσμώτης 448-506: Η προσφορά του Προμηθέα στους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου εβλέπαν
άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων
μορφές σ’ όλο το μάκρος της ζωής των όλα
τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ’ ανήλια σπήλια
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ’ αχαμνά μερμήγκια.
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,
ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν
με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις.
Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία,
και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα,
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες.
Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν
τους πιο μεγάλους πάνω των κόπους του ανθρώπου.
Κι έδεσα χαλινόστεργα τ’ άλογα στο άρμα,
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι·
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος
πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια.
Μα ο άμοιρος! ενώ ηύρα τέτοιες σοφές τέχνες
για τους ανθρώπους, τίποτε για με τον ίδιο
δεν έχω να σωθώ απ’ αυτές τις συμφορές μου.

ΧΟΡΟΣ
Δε σου ’πρεπε αυτό πὄπαθες· έξω απ’ το νου σου
παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει
σ’ αρρώστεια, τα ’χασες και συ και δε γνωρίζεις
ποιά φάρμακα να γιατρευτείς έχεις ανάγκη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τ’ άλλα ν’ ακούσεις πιότερο θε να θαυμάσεις,
τί μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες·
κι η πιο μεγάλη – που αν κανείς ήθε αρρωστήσει,
δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει,
ούτε να πιεί, ούτε αλειφτεί, και μαραινόνταν
έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι
έδειξα τ’ ανεκάτωμα λογής φαρμάκων
την πάσ’ αρρώστεια τους μ’ αυτά να πολεμούνε.
Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους
κι έκρινα πρώτος, απ’ τα ονείρατα ποιά πρέπει
να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν
τ’ αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου.
Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων
ώρισα καθαρά, ποιά είναι δεξιά σημάδια
και ποιά ζερβά, καθώς και τις συνήθειες πὄχουν,
τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά τους.
Εγώ, και τί λογής τα σπλάχνα πρέπει να ’ναι,
τί χρώμα να ’χουν για ν’ αρέσουν στους θεούς των
και της χολής και του λοβού τις τόσες όψες·
και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας του γόφους
και της ράχης το κόκκαλο, δύσκολης τέχνης
το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια
στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια.
Μα έξω απ’ αυτά και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι,
του ανθρώπου βοηθήματα, ποιός από μένα
πως τά ηυρε πρώτος θε να πει; βέβαια κανένας,
εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου.
Και μ’ ένα λόγο σύντομο σου λέω να ξέρεις·
στον Προμηθέα χρωστούν οι ανθρώποι όλες τις τέχνες.

[πηγή: Ι.Ν.Γρυπάρης, Οι τραγωδίες του Αισχύλου. Ι Ικέτιδες, Πέρσες, Επτά επί Θήβας, Προμηθέας Δεσμώτης, ΙΙ Ορέστεια: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες (μτφ) Εστία, 2001]

Πλάτωνας, Πρωταγόρας 320c-322d: Τα δώρα του Προμηθέα στον άνθρωπο

Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους. Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.

Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.

Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»

[πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]

 

info