Guillaume Apollinaire, «Το αυτοκινητάκι»

Στις 31 του μηνός Αυγούστου 1914
Αναχώρησα από το Ντωβίλ πριν απ' τα μεσάνυχτα
Μέσα στο αυτοκινητάκι του Ρουβέυρ

Μαζί με τον οδηγό του ήμασταν τρεις

Αποχαιρετήσαμε μια ολόκληρη εποχή
Μαινόμενοι γίγαντες ορθώνονταν πάνω από την Ευρώπη
Οι αετοί εγκαταλείπαν τη φωλιά τους καρτερώντας τον ήλιο
Τ' αδηφάγα ψάρια ανέρχονταν απ' τις αβύσσους
Οι λαοί έσπευδαν να γνωρισθούν ώς τα μύχια τους
Οι νεκροί έτρεμαν από φόβο μέσα στις σκοτεινές τους κατοικίες

Τα σκυλιά γάβγιζαν προς τα εκεί κάτω όπου ήταν τα σύνορα
Έφευγα παίρνοντας μέσα μου όλους αυτούς τους στρατούς που πολεμούσαν
Τους ένιωθα να με κατακλύζουν και ν' απλώνονται οι περιοχές όπου ελίσσονταν
Μαζί με τα δάση τα ευτυχισμένα χωριά του Βελγίου
Το Φρανκορσάμ με το Ω Ρουζ και τα Φουρόν
Μια περιοχή απ' όπου πάντα γίνονται οι εισβολές
Αρτηρίες σιδηροδρομικές όπου εκείνοι που πηγαίνουν να πεθάνουν
Χαιρετούσαν ακόμη μια φορά την πολύχρωμη ζωή
Βαθείς ωκεανοί όπου ανασάλευαν τα τέρατα
Μέσα σε παλιούς ναυαγισμένους σκελετούς καραβιών
Αφάνταστα ύψη όπου μάχεται ο άνθρωπος
Πιο ψηλά κι από το πέταγμα του αετού
Εκεί ο άνθρωπος μάχεται ενάντια στον άνθρωπο
Και πέφτει ξάφνου σαν το πεφταστέρι
Ένιωθα μέσα μου καινούρια όταν γεμάτα επιδεξιότητα
Να χτίζουν και να συγυρίζουν μια νέα οικουμένη
Ένας έμπορος με ανήκουστα πλούτη κι υπερβολικό ανάστημα
Επέδειχνε μια εξαιρετική πραμάτεια
Και γιγάντιοι βοσκοί οδηγούσαν
Μεγάλα βουβά κοπάδια που βοσκούσαν τις λέξεις
Και τα γάβγιζαν πίσω τους όλα τα σκυλιά στο δρόμο

Δε θα ξεχάσω ποτέ το νυχτερινό τούτο ταξίδι όπου κανείς μας δεν έβγαλε λέξη
Ω σκοτεινή αναχώρηση όπου σβήναν τα 3 φανάρια μας
Ω νύχτα τρυφερή πριν από τον πόλεμο
ω χωριά όπου ………..
πεταλωτήδες που τους καλούσαν
μεταξύ δωδεκάτης και πρώτης πρωινής
προς το Λιζιέ το καταγάλανο ή ακόμη στις χρυσές Βερσαλίες
και 3 φορές σταματήσαμε ν' αλλάξουμε ένα κλαταρισμένο λάστιχο
Κι αφού περάσαμε τ' απόγευμα
Από το Φονταινεμπλώ

Φτάσαμε στο Παρίσι
Την ώρα που τοιχοκολλούσαν την επιστράτευση
Καταλάβαμε ο φίλος μου κι εγώ
Πως τ' αυτοκινητάκι μάς είχε μεταφέρει σε μια καινούρια Εποχή
Και μολονότι κι οι δυο μας ήμασταν ήδη ώριμοι άντρες
Ήταν ωστόσο σα να είχαμε μόλις γεννηθεί

[πηγή: Ξένες φωνές (ανθολογία), μτφ. Κλείτος Κύρου, Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 201-202]

εικόνα