«Η αρπαγή της γυναικός του Ακρίτη»

[Το έπος του Διγενή Ακρίτου, διά μακρών αφηγούμενον το επεισόδιον της αρπαγής υπό τούτου της θυγατρός του στρατηγού Δούκα Ευδοκίας, ουδαμώς μνημονεύει άλλην αρπαγήν ταύτης, γενομένης συζύγου του ήρωος, υπό εχθρών αυτού Απελατών ή Σαρακηνών. Αλλά φαίνεται ότι το επεισόδιον τούτο της αρπαγής της γυναικός του Ακρίτου ανήκει εις τα παλαιότατα στοιχεία της ακριτικής ποιήσεως, διότι είναι το θέμα δημοτικού άσματος, το οποίον εις παμπληθείς παραλλαγάς είναι διαδεδομένον ανά πάσας τας ελληνικάς χώρας. Εις τινας των παραλλαγών τούτων παρατηρείται συμφυρμός προς το άσμα περί της αρπαγής της Ευδοκίας υπό του Διγενή και της διώξεως τούτου υπό του πατρός της κόρης. Αι πλείσται δε τοσαύτας παρουσιάζουν μεταβολάς, απομακρυνόμεναι της αρχικής διατυπώσεως, ώστε αν εκάστη αυτών εξητάζετο καθ' εαυτήν άνευ παρεξετάσεως προς τας άλλας παραλλαγάς, δυσχερέστατη θα ήτο η αναγνώρισις της συνάφειας προς τ’ ακριτικά άσματα.

Το θέμα της επανόδου του ήρωος ανδρός μετά μακράν απουσίαν και της παρακωλύσεως του νέου γάμου, ον εξεβιάζετο να συνάψει η σύζυγός του, διά της αρπαγής αυτής ή της αποπομπής ή του φόνου του μνηστήρος, είναι κοινότατον εις άσματα, μύθους και παραδόσεις πολλών λαών της Ανατολής και της Δύσεως, επαναλαμβανομένου του ομηρικού μύθου περί Οδυσσέως και των μνηστήρων της Πηνελόπης κατά ποικιλωτάτους τρόπους. Προς το θέμα δε τούτο προσηρμόσθη και το επεισόδιον της αρπαγής της γυναικός του Ακρίτου υπό εχθρών αυτού και της λυτρώσεως ταύτης υπό του ήρωος, προσλαβόν πάμπολλα στοιχεία εκ των διαφόρων διασκευών του μύθου.

Των πολυαρίθμων παραλλαγών του άσματος διακρίνονται δύο κύριοι τύποι. Κατά τον ένα την γυναίκα του Ακρίτου απάγουν εχθροί αυτού, ους, μαθών κατά θαυμάσιον τρόπον την αρπαγήν, διώκει και κατανικά ο ήρως, επιβαίνων ίππου κατά το φαινόμενον μεν ευτελούς, αληθώς δ' ωκυποδεστάτου. Οι απαγωγείς κατά τινας παραλλαγάς είναι Σαρακηνοί (ή Τούρκοι), κατ' άλλας ο αντίπαλος ήρως του Διγενή ή του πάππου του Ανδρόνικου Συρόπουλος. Κατά τον έτερον τύπον ο επί μακρόν αποδημών ήρως μανθάνει εκ διαφόρων θαυμασίων σημείων ότι άλλος πρόκειται να νυμφευθή την σύζυγόν του άκουσαν και καταφθάς τη βοηθεία θαυμασίου ίππου ματαιώνει τον γάμον. Αι διαφοραί του τύπου τούτου είναι πολλαί: Ο σύζυγος λείπει εις τον πόλεμον, ή εις μακρινόν ταξίδιον, ή είναι φυλακισμένος, ή είναι σκλάβος εις τα καράβια. Και ματαιώνει τον γάμον ή επιφαινόμενος προ της τελέσεως αυτού και αποπέμπων τον μνηστήρα, ή αρπάζων την σύζυγόν του, ή φονεύων τον μνηστήρα, ή αναγνωριζόμενος υπό της γυναικός εκ του δακτυλίου του, το οποίον ρίπτει εις το προσφερόμενον αυτώ ποτήριον οίνου.

Πολλαχού το άσμα τούτο είναι γαμήλιον. Εν Κύπρω τραγουδείται την πρωίαν της δευτέρας ημέρας του γάμου έξωθεν του νυμφικού θαλάμου (έπιθαλάμιον).]

Ως έτρωγα κι’ ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου εράη,
κ’ εμένα ο νους μου το βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ’ εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ’ εμένα μ’ αστοχούνε.
Περνώ και πάω στους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
«Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος είν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη στην ανατολή και να βρεθή στη δύση»;

Οι μαύροι μου όσοι τ’ άκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι’ όσες φοράδες τάκουσαν έριξαν τα πουλάρια·
κ’ ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει:
«Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι’ αν είναι.
Όπου είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια,
όπου είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι’ άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της,
κι’ οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου σ’ εννιά μοδιώ χωράφι».

Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει:
«Θε μου, να βρω τον κύρη μου στ’ αμπέλι να κλαδεύη».
Σα χριστιανός που το λεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι’ απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε στ’ αμπέλι.
«Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' τ’ αμπέλι;
— Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
— Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω στη χαρά, θα φτάσω και στο γάμο;
— Αν έχης μαύρο γλήγορο στο σπίτι τούς προφτάνεις,
κι’ αν είν’ οκνός ο μαύρος σου στην εκκλησιά τους βρίσκεις».
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει:
«Θε μου, να βρω τη μάννα μου στον κήπο να ποτίζη!»
Σα χριστιανός που το λεγε, σαν άγιος εξακούστη,
και βρήκε τη μαννούλα του, που πότιζε τον κήπο.
«Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος είν' ο κήπος;
— Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου,
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
— Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ’ εγώ στο γάμο;
— Αν έχης μαύρο γλήγορο, στο σπίτι τούς προφτάνεις,
κι’ αν είν’ οκνός ο μαύρος σου, στην εκκλησιά τους βρίσκεις».

Δίνει του μαύρου του βιτσιά, στη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά στο σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ’ η κόρη αναστενάζει.
«Τι έχεις, κόρη μ’, και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν’ καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
— Φωτιά να κάψ’ τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
— Αν είν’ ο πρώτος άντρας σου, να βγω να τον σκοτώσω.
— Δεν είν’ ο πρώτος άντρας μου, να βγεις να τον σκοτώσης,
μόν’ είν’ ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
— Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης».
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγη να τον κεράση.
«Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου κέρνα, κόρη».
Το μαύρο του χαμήλωσε κ’ η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και τ’ αργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ’ επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Ο που είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι’ ο που είχε μαύρο κ’ είν’ οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του.

[πηγή: Ν.Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού υπό Ν.Γ. Πολίτου, Βιβλιοπωλείον Ε.Γ. Βαγιονάκη & Τ. Γρηγορόπουλου, Αθήνα 1958 (4η έκδ.), σ. 98-101]

εικόνα