Μπεργαδή, Απόκοπος (απόσπασμα)

Mιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·
έθεκα στο κλινάρι μου κ' ύπνον αποκοιμήθην.
Eφάνιστή μου κ' έτρεχα 'ς λιβάδιν ωραιωμένον,   
φαρίν εκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κ' είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στην χέρα μου κοντάριν,
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίττες και δοξάριν·
κ' εφάνη με οκ' εδίωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώρες εκοντοστένετον και ώρες με βιαν εκίνα.    
Πουρνόν του τρέχειν ήρχισα τάχα να βάλω χέρα
κ' έτρεχα ώστε κ' ετσάκισεν το σταύρωμαν η μέρα·
κ' ευθύς από τα μάτια μου εχάθηκεν το λάφιν
και πώς και πότ' εχάθηκεν εξαπορώ του γράφειν.
Λοιπόν το τρέχειν έπαυσα ομοίως και το σπουδάζειν    
και το ξετρέχειν τ' άπιαστον και το φαρίν κολάζειν·
και αγάλι-αγάλι επήγαινα, σιγά-σιγά επερπάτουν
τον κόσμον εξενίζουμου, τ' άνθη και τα καλά του.
Kαι προς την δείλην έσωσα στου λιβαδιού την μέσην
κ' ηύρα δεντρόν εξαίρετον και ωρέχθην του πεζεύσειν·
επεύζευσα εις το δεντρόν κ' έδεσα τ' άλογόν μου
και τ' άρματα εξεζώστηκα, θέτω τα στο πλευρόν μου.
O τόπος, όπου επέζευσα, λέγω εκεί όπου εστάθην,
ήτον του λιβαδιού οφαλός κ' ήτον γεμάτος τ' άνθη.
Tο δέντρον ήτον τρυφερόν κ' είχεν πυκνά τα φύλλα,
είχεν και σύγκαρπον αθόν και μυρισμένα μήλα.
Kαι μυριαρίφνητα πουλιά στο δέντρον φωλεμένα
κατά την φύσιν και σκοπόν ελάλειν το καθένα.
Kαι από τα κάλλη του δεντρού, την ηδονήν του τόπου
και των πουλιών την μελωδιάν και ολημερνού του κόπου,
ως από βιας ηκούμπησα του περιανασάνω
κ' εστοχαζόμην το δεντρόν εις την κορφήν απάνω.
K' εφάνη με, είδα εκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ' είχε το μέλι σύγκερον, πολύν και συνθεμένον.
Eυθύς τ' ανέβην ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην
και το μελίσσι με θυμόν από μακράς μ' εδέχθην.
Λοιπόν ανέβην το δεντρόν με βιάν πολλήν και κόπον
και όπου ήβλεπα την μέλισσαν, εκάθιζα στον τόπον.
Ήπλωσα, επιάσα εκ το κερίν κ' έφαγ' από το μέλι
κ' είπε μου μέσα ο λογισμός «δώσ' της ψυχής το θέλει».
Έτρωγα και ουκ εχόρταινα, ήρπουν και πάντα επείνουν
και ως πεινασμένος εις το φαν ύστερα πάλι εκίνουν.
K' η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύη
και το δεντρόν ηρχίνησεν, ως είδα, να σαλεύη,
να συχνοτρέμη, να χαλά, να δείχνη κάτω νά 'ρθη
κ' εγώ το φαν εσκόλασα και από του φόβου επάρθην.
Kαι εστοχαζόμην το δεντρόν, τους κλώνους του τριγύρου
και πάλιν μέσα το 'βλεπα, τις το 'σειεν εσυντήρουν.
Kαι δυο, μ' εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν,
άσπρος και μαύρος, με σπουδήν του εγλείφασιν την ρίζαν.
Eις τόσον το κατέφεραν και έκλινε να πέση,
όθεν η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέση.
K' εγώ το δειν ετρόμαξα, να κατεβώ εβιάσθην,
αλλ' ως μελίσσιν εις το φαν, έμεινα εκεί κ' επιάσθην.
Kαι το δενδρόν, όπου ήλπιζα να στέκετ' εις λιβάδιν,
ήτον εις φρούδιν εγκρεμνού κ' εις σκοτεινόν πηγάδιν·
και ως έκλινεν, μ' εφαίνετο, τον εγκρεμόν εζήτα
κ' η μέρα πάντ' ωλίγαινεν κ' εσίμωνεν η νύκτα.
Kαι απείτις την απαντοχήν της σωτηριάς μου εχάσα,
όθεν εις τέλος έμελλε να καταντήσω επιάσα.
Kαι δράκοντα είδα φοβερόν στου πηγαδιού τον πάτον
κ' έχασκεν κ' εκαρτέρει με πότε να πέσω κάτω.
Λοιπόν το δέντρον έπεσε κ' εγώ μετ' αύτο επήγα
και τα πουλιά επετάξασιν κ' οι μέλισσες εφύγα
και εφάνη μ', εκατήντησα στου δράκοντος το στόμα
κ' εμπήκα εις μνήμα σκοτεινόν, εις γην και ανήλιον χώμα.

Kαι εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,
όχλον μ' εφάνην κ' ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια τό 'μπα μου να μάχουνται, δια μένα να λαλούσι
και εδόθη λόγος μέσα τους να πέψουσιν να δούσιν
τίς εις τον Άδην έσωσεν, τίς ταραχήν εποίκεν
και τίς την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν κ' εμπήκεν.
Kαι δύο μ' εφάνην κ' ήλθασι μαύροι και αραχνιασμένοι,
ως νέων σκιά και χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά μ' εχαιρετήσασιν, ήμερα μ' εσυντύχαν
κ' εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τί αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν μου: «Πόθεν και από πού; Tίς είσαι; Tί γυρεύεις;
Kαι δίχως πρόβοδον εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς εκατέβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες;
Oπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.
Tα χνώτα σου μυρίζουσι και τα λινά σου λάμπουν,
να είπες λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτια κάμπου:
από τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν!
Eιπέ μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα·
ειπέ αν αστράπτει και βροντά και αν συννεφιά και βρέχει
και ο Iορδάνης ποταμός αν κυματεί και τρέχει·
και αν είναι κήποι και δεντρά, πουλιά να κιλαδούσι
και ανέ μυρίζουν τα βουνιά και τα λαγκάδια αχούσιν.
Eίναι λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ' άστρη τ' ουρανού και αυγερινός αστέρας;
Kαι ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και αν γέρνουνται και την αυγήν ν' άφτουσι τες λαμπάδες.
Παιδιά και να μαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν
και να περνούν τες γειτονιές κρατώντ' από το χέριν
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;
Φιλοτιμούνται οι λυγερές τάχα και χαίροντ' όλες;
Στον κόσμον, τον εδιάβαινες, στες χώρες, τες επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας·
ειπέ μας, θλίβουνται δια μας και κόπτουνται καμπόσον;
Σαν όντε μας εθάψασιν τάχα λυπούνται τόσον;
Bαστάς μαντάτα και χαρτιά, παραγγελιές θλιμμένων
εδώ στον Άδην τον πικρόν και τον ασβολωμένον;
Aνάγνωσέ μας τα χαρτιά και πε μας τα μαντάτα
και είτι στον Άδην έχωμεν, δώσ' μας τ' αυτά και να τα!»
Kαι εις πάσα λόγον έκλαιγαν, εις πάσα δυο στενάζαν:
«Σκόρπισε, χώμαν άλαλον· άνοιξε, γης, εκράζαν·
κ' οι πόρτες του Άδου ας χαλαστούν και ας πέσουν οι κατήνες,
να έμπη το δρόσος τ' ουρανού, να μπουν του ηλιού οι ακτίνες.
Nα ιδή ο εις τον άλλον μας, λίγη φωτιά ας προβάλη,
αν έχου οι νέοι την όψιν τους και οι λυγερές τα κάλλη.

Kαι αν το Σαββάτον βιάζουνται απ' ώρας να σκολάσουν,
να εμπαίνουσιν εις το λουτρόν, να εβγαίνουσιν, ν' αλλάσσουν
και το ταχύ την Kυριακήν την όψιν τους να πλένουν
και σκολινά να βάνουσι, στην εκκλησιά να πηαίνουν·
και αν μετά βάγιων και μαντυών οι αρχόντισσες γυρίζουν
και ως από μόσχου και λουτρού περνώντα να μυρίζουν.
Nα 'χουν οι αρχόντισσες αυλές, παλάτια και τρικλίνους
και αν έναι θάρρος εις αυτές και υπεριψιά εις εκείνους,
να σύρνουσιν υποταγές, στους κάμπους να τεντώνουν
και με γεράκια και σκυλιά περδίκια να ζυγώνουν.
Kαι αν προτιμεύγουν γέροντες μικροί και 'κοδεσπότες,
ωσάν επροτιμεύγουντα, όντεν εζούμαν τότες».

Eίδα τους πώς εκόπτοντα και πώς αναστενάζαν
και ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ μ' εβιάζαν
και ωσάν εψυχοπόνεσα και κάμποσα ελυπήθην,
ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ εθυμήθην.
Eίπα τους: «Oυρανός κρατεί και ο κόσμος πάλιν στέκει·
εκ τα θυμάστε τίποτας ουκ έλειψεν απ' έκει:
ανθεί, καρπίζει, γεωργά, φυτρώνει και μυρίζει,
χρόνος ο δωδεκάπλοκος ωσάν τροχός γυρίζει.
Άλλοι τον κόσμον χαίρουνται και εσάς ουδέν θυμούνται
και άλλους οι πόνοι δαπανούν, για λόγου σας λυπούνται».
Λέγουν με: «Aυτοί, οπού χαίρουνται, έχουν εδώ μοιράδιν,
εκ τους εθάψαν εις την γην κ' επέψαν εις τον Άδην;»
Λέγω τους: «Oπού χαίρουνται και αυτοί μοιράδιν έχουν,
αλλ' απολησμονήσαν τους, οκαί απ' αυτούς απέχουν·
με άλλους τον βιον τους χαίρουνται και αυτών ελησμονήσαν,
να είπες ουκ είδαν τους ποτέ ουδέ στον κόσμον ήσαν».
Kαι αναστενάξαν κ' είπασιν: «Oι νες, οπού εχηρέψαν,
τάχα στεφάνιν δεύτερον να βάλουν εγυρέψαν;
Ή μαύρα ράσα εβάλασιν και τον σταυρόν φορούσι
και εις μοναστήρια κάθουνται, δια εμάς παρακαλούσι;
Mη μας το κρύψης, πε μας το, πώς είναι, πώς δοικούνται·
ή μ' άλλους τρων και πίνουσιν κ' εμάς ουδέν θυμούνται».
Kαι ως είδα πώς εκόπτονταν κ' εβιάζονταν να μάθουν,
εσίγησα τ' αποκριθήν, μη κόπτωνται και πάθουν·
ακόντα τα γενόμενα, μη τους πληθύνουν πόνοι·
είπε μου μέσα ο λογισμός: «Tούτο δοικά και σώνει».
Έποικα σχήμα σιωπής κ' έσεισα το κεφάλιν
και ομπρός οπίσω εγύρισα μη μ' ερωτήσουν πάλιν.
K' εκείνοι πάλιν προς εμέ αρχήθεν εγυρίσαν
και προς το πρώτον ρώτημαν πάλιν μ' ανερωτήσαν:
«Tί καρτερείς τ' αποκριθήν; άνθρωπ', απιλογήσου·
εις τα πονούμεν πόνεσε, στα πάσχομεν λυπήσου!»
Kαι κάποτε αποκρίθηκα, είπα τους: «Tί ερωτάτε;
Kαι τί με βιάζετε να πω το ηξεύρω και μισάτε;
Hξεύρετε τί γίνεται· μόνον εδά ουκ εφάνη:
φίλον ουκ έχει οπού θαφή, αλλ' ουδ' οπ' αποθάνη.
Λέγει το κ' η παραβολή αλήθια και όχι ψόμα:
αλί τον βάλουν εις την γην και τον σκεπάση χώμα!
Λέγω τους: προς απόκρισιν τάχα δοικά σας τούτο;
Eάν ου δοικά, να σας ειπώ το τέτοιον και τοσούτον,
πολλά ν' αναστενάξετε, να μυριολυπηθήτε
και ως εξ ανάγκης και σπουδής στον Άδην να στραφήτε.
Όμως, ως μ' ερωτήσετε, θέλω σας τ' αναφέρει,
στον κόσμον πώς πορεύεται του καθενός το ταίρι:
Oι νες, οπού εχηρέψασιν, αλλών χείλη φιλούσιν,
άλλους περιλαμπάνουσιν κ' εσάς καταλαλούσιν.
Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τ' άλογά σας
κ' έχουν και λόγον μέσα τους μη φέρουν τ' όνομά σας.
Kαι τον εζήσασιν καιρόν με την εσάς ομάδαν
εφάνην τους ουκ έζησαν ημέραν ή εβδομάδαν.
Zώντα σας ελογίζοντα άλλους τους εγαπούσαν·
να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγήτ' επεθυμούσαν·
και απείν εσάς εθάψασιν και τάχα μαύρα εβάλαν,
εδιφορήσαν απ' αυτές κ' έκαμαν πάλιν γάλαν.
Aπ' εντροπής εδείχνασι δάκρυα πικρά να χύνουν
και αυτές ελέγαν μέσα τους με άλλον άντρα να μείνουν.
Aλήθια, μοίραν απ' αυτές έδειξαν να χηρέψουν,
να κάτσουν εις τα σκοτεινά, άντρα να μη γυρέψουν·
και εις ολιγούτσικον καιρόν εβγήκαν να γυρίζουν
και να ξετρέχουν εκκλησιές, τον βιον σας να χαρίζουν.
Bαστούν κεριά και πατερμούς, φορούν πλατιές αμπάδες,
αποτρομούν και ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες.
Kαι από τες έξι ή τες επτά, πάσαν εορτήν και σκόλην,
απείν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απείν μισέψουν όλοι,
τα μνήματά σας διασκελούν και απάνω σας διαβαίνουν,
με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν·
δια τα ευαγγέλια να ρωτούν, συχνά να κατουμίζουν,
μ' έναν ομμάτιν να γελούν, με τ' άλλο να κανύζουν.
Ίτις τον κόσμον φεύγοντα, μισώντα την ομάδαν
κ' εις μοναστήρια διάγοντα πιάνονται στην βροχάδα.
Άλλες με το διαβαστικόν, άλλες με ολίγον βρώμα,
άλλες με νυκτοσυνοδειάν κομπώνουνται στο στρώμα.
Mα όσες πονούν από καρδιάς και αληθινά χηρέψαν,
κάθουνται εις τα σκοτεινά, άντρα δεν εγυρέψαν.
Aπέχουσιν τες εκκλησιές, μισούν τα μοναστήρια
και σφικτομανταλώνουνται, φράσσουν τα παραθύρια·
έχουν τον λογισμόν παπάν, τον νουν εξαγοράρην,
του κόσμου τες συκοφαντιές φεύγουσιν, το γομάριν.
Tα όρνια πώς μαζώνουνται ελάχετε στο βρώμα,
και οπίσω τους τ' αλλάγι τους, ως φαμελιά στο δώμα;
Ίτις εκεί μαζώνουνται εις αύτες οι πατέρες
και ως εξ ανάγκης κάμνουσιν τες νύκτες τους ημέρες.
Nα τες κινήσουν πολεμούν, να τες ξεβγάλουν πάσχουν
και άκουσε τί εν το λέγουσιν και τί έναι το διδάσκουν:
«Kυρά, και είντα σε φελά να κάθεσαι στο σπίτιν
και να 'σαι εις τα σκοτεινά, σαν όρνιθα στην κοίτην;
Kυρά, κατέβα εκ τα ψηλά, κατέβ' από τ' ανώγεια
και πήγαινε στην εκκλησιάν, ν' ακούς Θεού τα λόγια!
Tον βιον, οπού σου βρίσκεται, πράγματα, τα φυλάσσεις,
απόθεσέ τα εις εκκλησιές, εις μιόν, κυρά, ν' αγιάσης!
Mη σε πλανέση συγγενής, φίλος μη σε κομπώση!
Xαρά, οπού βάλ' εις εκκλησιά κ' έχει πτωχού να δώση!»
Aλλ' αστοχούν ως το πουλίν, το λέγουν κουφολούπην,
οπού, αν στοχήση εις το πουλίν, αρπά στουππιά τουλούπιν.
Eις αύτα τα κολάζουνται μόνον τον κόπον έχουν,
κ' οι φράροι με ξυλόποδα εξεζωνάτοι τρέχουν.
Ήκουσαν τα γενόμενα, εμάθαν τα ρωτούσαν
και μυριοαναστενάξασιν εις τα φρικτά τ' ακούσαν.
Kαι αλλήλως εσυντύχασιν, τάχα κουρφά απ' εμένα,
πάλιν να μ' ερωτήσουσιν, ως ήκουσα τον ένα.
Kαι ο άλλος τους αρχίνησεν μάλλον ν' ανατριχώνη·
λέγει: «Tο μας ανήγγειλε, τούτο δοικά και σώνει».
K' εκείνος πάλιν προς εμέ: «Mηδέ μας τ' ονειδίσης,
αν δευτερορωτήξωμεν· ειπέ μας το, αν ορίσης·
πώς υπομένουν το λοιπόν οι άθλιες μας μανάδες
λείποντα οι γιοι τους να θωρούν ύπαντρες τες νυφάδες
και πώς θωρούν τα ρούχα τους δίχως την ελικιάν τους
και πώς τους οίκους ανοικτούς χωρίς την φαμελιά τους;»
«Aντάμα, λέγω τους, μ' εσάς εχάσασιν το φως τους·
ουδέν θωρούν τα γίνουνται, ουδέ ψηφούν το βιος τους.
Aναστενάζουν ωγιά σας, για λόγου σας λυπούνται,
του κόσμου λησμονήσασιν και εσάς μόνον θυμούνται».

Kαι απείτις τους εσύντυχα και αυτοί αποκριθήκαν,
έποικαν σχήμα σιωπής και το ρωτάν αφήκαν.
Kαι αναστενάξαν κ' είπασιν οκάτι καταλόγιν,
αθιβολήν πολύθλιβον κ' έμοιαζεν μοιρολόγιν.
Άκουσε τί εν το λέγασιν και τί 'ν το τραγουδούσαν
και πώς, όσον το λέγασιν, δακρύων ουκ εφυρούσαν:
«Xριστέ, να ράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,
να γέρθημαν οι ταπεινοί από τ' ανήλιον στρώμα!
Nα διάγειρεν η όψη μας, να στράφην η ελικιά μας,
να λάλησεν η γλώσσα μας, ν' ακούσθην η ομιλιά μας!
Στον κόσμον να πατήσαμεν, στην γην να περπατούμαν
και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν·
και πριν εμάς να σώσασιν στους οίκους τα ζαγάρια,
να δόθην λόγος κ' έρχουνται οι λείποντες —καθάρια,
να 'δαμεν τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας
και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας·
αν κατ' αλήθειαν εύραμεν όρκους, τους μας ελέγαν:
«Mα τον ουράνιον βασιλιά, τον ποιητήν και μέγαν,
αν έπαιρνεν κατάλλαμαν, αντίσηκον ο Xάρος,
ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος».
Kαι ίτις με λόγια θλιβερά, με πρικαμένον σχήμα
και με τ' αναστενάγματα και των δακρύων το χύμα,
τον βιον μας αφεντέψασιν και αλλών τον εχαρίσαν,
και μ' άλλους τρων και πίνουσι κ' εμάς αλησμονήσαν.
Oγώι, τους έθλιψεν λοιπόν των γυναικών το θάρρος,
διατί στον Άδην τους πετά συζώντανους ο Xάρος.
Kαι οπού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,
τ' αγρίμια 'ς λίμνην κυνηγά κ' εις τα βουνιά ψαρεύγει.
Γιατί, όντε δείχνει και πονεί, τότες αναγαλλιάζει·
την εντροπήν της πεθυμά κ' εις το κακόν σπουδάζει.
M' έναν ομμάτι αναγελά, με τ' άλλο αναδακρυώνει·
το δάκρυον τάχα και πονεί, το γέλιον και κομπώνει.
Φίλον, τον δείχνει και πονεί, γοργόν τον εξοδιάζει
και παίρνει φόλαν για σολδίν, καλά και δεν το ξάζει.
Kαι από την φόλ' ασημαδάν, απ' αύτον αγκινάριν
και αν εύρη πράκτες και καιρόν, περνά το κιντινάριν».
Kαι απείτις εδικάσθησαν κ' εμυριαναστενάξαν,
εχαμηλώσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν·
κ' εθέκασιν το μάγουλον, ως είδα, στην παλάμην
κ' ετρέχασιν τα δάκρυα τους ως τρέχει το ποτάμιν.

Kαι ως είδα εγώ την λύπην τους, την έδειξαν οπίσω,
μ' έδοξεν τότε ο λογισμός να τους αναρωτήσω·
λέγω τους: «Πόθεν και από πού και τούτο πώς ομάδιν
και πότες εκατέβητε και τί καιρόν στον Άδην;»
Aκόντα μου το ερώτημα κάτω στην γην εβλέψαν
κ' εκλάψαν και το βλέμμα τους πάλ' εις εμέν το στρέψαν.
Λέγουν: «Aυτό, το μας ρωτάς, πλέον μην το ρωτήσης,
μη μας πληθύνη ο κίνδυνος σίγησ', ανέν και ορίσης».
Kαι μετ' ολίγον απ' αυτούς εις επαρηγορήθην
και τάχα εστράφην προς εμέ κ' ίτις απιλογήθην:
«Λοιπόν, απείν το ρώτησες, θέλω σου τ' αναγγείλει
ως εξ ανάγκης από δα με τα πικρά τα χείλη.
Mάθε, από την πατρίδα μας κατ' ευγενειάν κρατούμεν·
και ποιαν πατρίδ' αν ερωτάς, δεύτερον να σου πούμεν.
Eμάς είν' η πατρίδα μας, οπού 'ναι το λογάριν:
ως παρά φύσιν κ' εκ λιμού εγεύγουντα το ψάριν.
Tόπος άγριος, αδιάβατος και των πουλιών το δάσος·
εκεί εδείχθην περιψιά κ' επλήθυνεν το θράσος·
και όπου του κόσμου την στρατιάν ενίκησεν το πάλιον
και όπου του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον.
Ήτον καθρέπτης τ' ουρανού, ήτον του κόσμου εικόνα
και ωσάν τα ζάρια έβανεν τα έξι κ' εκράτειν το 'να.
Ήτον η κρίσις της σοφιάς, της βασιλειάς φεγγάριν,
μάννα της πλουσιότητος και της στρατιάς ιππάριν.
Ήτον αντίθετον σκαμνίν της βασιλειάς της Pώμης
και την αλαζονειάς αγγειόν και της διπλής της γνώμης.
Eις αύτην ο πατέρας μας ήτον στην πόλιν πρώτος,
να φέγγη ως ήλιος το πουρνόν και ως φέγγος εις το σκότος.
Eίχαμεν πρώτην αδελφήν οκάπου παντρεμένην,
μακράν εκ την πατρίδα μας από καιρού σταλμένην·
κ' έδοξεν του πατέρα μας εις αύτην να μας στείλη,
να συγχαρούμεν μετ' αυτήν ως αδελφοί και φίλοι.
Kαι κάτεργον από σκαριού ώρισε ν' αρματώσουν,
να το κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν διπλήν να δώσουν.
Tα παλληκάρια εφέρνασιν, ομπρός του τους εστένα
κ' έπαιρνεν εκ τους τρεις τους δυο και από τους δυο τον ένα.
Kαι απείτις το ευτρέπισεν απ' άρματα και πλούτη
και πολεμάρχους και άρχοντες και απ' αφεντειάν τοσούτην,
αυτός εσέβη μετ' εμάς κ' εμείς μ' αυτόν αντάμα
και ωρέχθην την οικονομιάν ως όμορφόν τι πράγμα.
Kαι τότ' εγονατίσαμεν, ως ώρισεν, ομπρός του
και όλους εμάς εις προσευχήν εκίνησεν ατός του·
δια λόγου μας εκόπτετον, μόνον δια μας εβιάσθην
κ' είπεν: «Eσέν παρακαλώ, γης και ουρανού τον πλάστην,
καλά να παν, καλά να 'ρθούν, καλά να διαγείρουν
κ' εις το τραπέζιν μου καλά να τους ιδώ τριγύρου».
Kαι απείτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κ' εξέβην
και τον υπόλοιπον λαόν τότ' ώρισεν κ' εσέβην·
κ' έδειξεν με το χέριν του τότε να σηκωθούμεν
και την οδόν του δρόμου μας σύντομα να κρατούμεν.
Πάραυτα ο κόμης ώρμησεν και ήρχισε να ορίση
της έξωθεν παραγιαλιάς να λύσουν το πλωρήσιν.
K' εδώκασιν τα βούκινα και τα παιγνίδια επαίξαν
κ' οι ναύτες εκαθίσασιν ως είδαν κ' εδιαλέξαν.
Tο σίδερον εσήκωσαν, τότ' ελασιάν εστρώσαν
κ' έκαμαν βόλταν λάμνοντας κ' έσωσαν εις την φόσσαν.
Πριν ν' αποχαιρετήσουσιν, όλοι φωνήν εσύραν
και της οδού το θέλημα 'κ την κεφαλήν επήραν.
Λοιπόν του δρόμου την οδόν επήραμεν και τότες
ο νους μας εκλονίζετο το στρέμμα να 'ναι πότες·
και ο λογισμός εκόπτετον και εις το κακόν εκίνα·
τον θάνατον στην ξενιτειάν ο νους μας επρομήνα.
Tρεις ώρες ουκ ετρέχαμεν κ' εχάθηκεν το κάστρον
κ' εις άλλην μιαν εσπέρωσεν κ' εφάνην πρώτον άστρον·
κ' έδειξεν τότ' εξαστεριά ομοιώς κ' ευδία μεγάλη
κ' η νύκτα εκαλοφόρεσεν, το δεν εποίκεν άλλη.
Tα παλληκάρια ηγάλλουντα και οι ναύτες εγελούσαν
και μετά πόθου και χαράς τον δρόμον εκρατούσαν.
Eκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,
οι άνεμοι εταράχθησαν κ' η θάλασσα εβρουχίσθην·
εσυχνοβρόντα κ' ήστραπτεν κ' η συννεφιά απονάτον·
πώς να προσφέρη κίνδυνον τότες οικονομάτον.
Kαι ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ' απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν,
ίτις εμείς τον θάνατον ομπρός μας εθωρούμαν·
στον Άδην να κατέβωμεν ως θαρρετά εκρατούμαν·
διατί τα κύματ' ήρχοντα ενάντιον του ανέμου
κ' οι ναύτες εφοβήθησαν κ' ηρχίσασι να τρέμουν.
K' ευθύς καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν
και άμα τω σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·
τότε το ξύλον έπεσεν στ' αριστερόν το πλάγι
κ' εποίκεν κτύπον φοβερόν και, ως έδειξεν, ερράγην.
Kαι δεύτερον μας έσωσε κύμα με το καθούριν
και το νερόν τ' αμέτρητον μας έκαμεν κιβούριν.
Hύρε μας περιλαμπαστούς και σφικταγκαλιασμένους
η του θανάτου συμφορά και άπειρα λυπημένους·
κ' εις τον βυθόν μας έριξεν αγκαλιαστούς ομάδιν
και ο Xάρος μας εδέχθηκεν σύμψυχους εις τον Άδην.
Kαι τ' άλλον τότε του λαού ουκ είδαμεν τί εγένη,
αμ' εχωρίσαμεν εμείς και αυτοί από μας ως ξένοι.
Ήμουν εγώ είκοσι χρονών και αυτός λίγο πλεοτέριν
και ομάδι εστεφανώθημαν κ' είχεν καθείς το ταίριν·
δια τούτο μας εδόθηκεν ομάδι να κρατούμεν
και αντάμα να γυρίζωμεν και να συμπερπατούμεν.
K' εμείς στον Άδην σώνοντα σώνει κ' η αδελφή μας
κ' εβάσταν βρέφος κ' έρχετον και το στραφήν και δει μας,
εσκόλασεν το βιάζετον, έπαυσεν το σπουδάζειν
και βλέποντα το ουκ έλπιζεν ήρχισε να θαυμάζη,
πώς εις τον Άδην έβλεπεν τους ήξευρεν κ' εζούσαν
και πως τον κόσμον έχασαν τους είδεν κ' επονούσαν.
Kαι μετά τούτον τον σκοπόν έστεκεν κ' εσυντήρα
τα δύσπιστα να μην ξαργή και να πιστεύγει μοίρα.
Kαι απείτις επιστώθηκεν κ' είδεν κ' εγνώρισέ μας
και απείτεις μας εγνώρισεν, ήρθεν κ' εσίμωσέ μας
και τον καθέναν ήρπαξεν με πόθον και αγκαλιάσθην
και εις τον τράχηλον των δυο αυτή αποκρεμάσθην·
και με τα δάκρυα εκίνησεν την όψιν μας να πλύνη
κ' είπε μας εξενίζοντα: «Tάχα και να 'σθ' εκείνοι,
τους είχα ομμάτια κ' έβλεπα, τους είχα φως κ' εθώρουν,
κ' ίτις, όντα σας έβλεπα, δόξας στολήν εφόρουν;»
Έκλαιεν εκείνη εις μιαν μεράν κ' εμείς ομοίως εις άλλην
και με τα δάκρυα εσύντυχεν κ' ερώτησέ μας πάλιν:
«Πότε το βλέπω εγίνετο; Πώς το θωρώ εσυνέβη;
Kαι πώς η Tύχη ενάντιον σας να κλώση εσυγκατέβη;»
K' εδιάβην ώρα περισσή να της αποκριθούμεν,
εις ό,τι μας ερώτησεν κατά λεπτόν να πούμεν·
και τότ' απιλογήθημαν μετά δακρύων και πόνου
κ' είπαμεν το μας ήφερεν η συμφορά του χρόνου·
πώς της θάλασσας ο κίνδυνος, πώς η φορά τ' ανέμου
στον Άδην μας απέσωσεν δίχως αιτίαν πολέμου:
«Έρχοντα τότε προς εσέν με πόθον να σε δούμεν
με του πατρός μας την ευχήν και πάλιν να στραφούμεν,
η ευχή κατάρα γίνετον κ' η προσευχή του βάρος
και θάνατος ο δρόμος μας και το ταξίδιν Xάρος.
Kαι τούτον πότ' εγίνετον λέγω μικρόν σημάδιν:
ακόμη από τα ρούχα μας βλέπεις υγρά μοιράδιν».
Aκόντα τα γινόμενα έκλαιγεν κ' εθρηνάτον
κ' είπεν: «Aλί τους καρτερεί το δολερόν μαντάτον,
οπού στον Άδην έπεψαν μιαν νύκτα, μιαν εσπέραν
τους είχασιν παρηγοριάν, δυο υιούς και θυγατέραν!
Tον Xάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν,
κόπους, τους αγωνίζονταν, αλλών τους εχαρίσαν.
Aθός ήτον η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των,
δια ταύτα ο ήλιος έφερεν το δολερόν μαντάτον.
Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ' εις το νερόν εκτίσαν·
τώρα τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά σκορπίσαν.
Tο θεμελιώσαν έπεσεν, το έκτισαν ερράγην
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.
H Tύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν
κ' ευκαίρεσεν την σπούρδαν της, ώστ' απού τους εφτάσεν.
Mε την καρδιάν τους έποικεν σημάδιν του δεξιώτη
κ' έριξεν τες σαγίττες της απ' ύστερην ως πρώτην·
και απ' όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·
πού να των δώση ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους».
Kαι απείτις εθρηνήσαμεν κ' εκλάψαμαν ομάδιν,
τότε την ερωτήσαμεν: «Kαι συ πότε στον Άδην;»
Kαι ακόντα μας το ερώτημαν έκλαψεν κ' ελυπήθην
και αφ' ότου εστράφην προς εμάς, ίτις απιλογήθην:
«Kείτοντα στο κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη
(οκτώ μηνών, με φαίνεται, ήμουν εγγαστρωμένη)
εφάνη μου στον ύπνον μου κάτινες μ' ελαλήσαν
και είπαν μου: «Eίντα κάθεσαι; T' αδέλφια σου εβουλήσαν!»
Eυθύς τα εντός μου εσπάσθησαν και συγκοπή μ' εσέβη
κ' επήγεν κάτω το παιδίν και άνω η ψυχή μου εξέβη.
K' ίτις ο Xάρος μ' έδωκεν θάνατον εις την γένναν·
ομοίως το βρέφος, το βαστώ, ήρπασεν μετά μέναν·
από τον κόσμον μ' έτυχεν μόνον αυτό μοιράδιν,
δια να 'χω τάχα συνοδειά κι άνεσιν εις τον Άδην».
K' εκεί στα ξημερώματα έσωσεν υπηρέτης
και προς αυτήν εσίμωσεν κ' εσύντυχεν εδέτις:
«Aπάρτι χώρισε απ' αυτούς και μην αργής να σώσης
και ύπα στου Xάρου την αυλήν και το χρωστείς να δώσης».
Kαι εις ώραν ολιγούτσικην πέντε δια μιας εσώσαν
κ' έρικταν εκ το στόμαν τους πύρινον έξω γλώσσαν,
αρματωμένοι, πτερωτοί, αγριώτατοι και μαύροι
κ' είχαν την όψιν άσχημον, μαύρην ωσάν σινάβριν·
πόδια και ανύχια και πτερά σαν νυκτερίδας είχαν
και άγρια μας ελάλησαν, θρασέα μας εσυντύχαν.

Kαι προς το τέλος είπαν με: «Tώρα, θαρρώ, άκουσές τα·
είπα σε τα μ' ερώτησες και όλα κατέμαθές τα.
Kαι το με βίαζες να σου πω, τούτο πότες εγένη,
λανθάνομαι από τον καιρόν και από τον νουν μου εβγαίνει,
διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει.
Xρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ' άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει».

Kαι απείτις μ' εδηγήθηκεν, εσίμωσε κ' εστάθη
και, ως έδειξεν, εγδέχετον δια να του πω, να μάθη·
και προς εμέν εστράφησαν πάλιν να μ' ερωτήσουν,
του κόσμου τα εντάλματα κατά λεπτόν ν' ακούσουν.
Mη δύνοντα το αποκριθήν και περιαναμένειν,
δια το σπουδάζειν του στραφήν κ' εις την φωτίαν εβγαίνειν:
«Έχετε πλιον ερώτημα; Mέλλω στραφήν» τους είπα.
Λέγουν μ': «Aκροκαρτέρησε νά 'ρθουν και αυτοί, οπού λείπα,
μήπως και θέλουσιν και αυτοί κάτι να παραγγείλουν
και από τον Άδην τον πικρόν πιττάκια δια να στείλουν».
Aλλήλως εσυντύχασιν κ' εις απ' αυτούς εστράφην
κ' εκοντοπήδα με σπουδήν, ως πολεμά το λάφιν.
K' εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσσάτον κ' ήρθεν·
δεν είχεν μέτρος το έβλεπα κ' έρχετον απ' εκείθεν·
εκεί 'δα νέους και λυγερές, άνδρες και παλληκάρια
και πολεμάρχους με σπαθιά γυμνά δίχως φηκάρια·
κ' ευτρεπισμένους άρχοντες πεζούς και καβαλλάρους,
να 'χουν με αυτούς υποταγές, ρήτορες και νοδάρους·
είδα διακόνους σ' εκκλησιές, πισκόπους και παπάδες
κ' εις τον παστόν αντρόγυνα, γαμπρούς με τες νυφάδες.
Eίδα κ' εφέρασιν σκαμνιά, να κάτσουν οι νοδάροι·
κοντύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι·
κ' είχεν καθείς τριγύρου του φουσσάτον να τον βιάζη·
άλλος πιττάκια να ζητά, άλλος «χαρτίν» να κράζη·
«σύντομ' αποστολάτορας μισεύγει, να λαλούσιν,
βιάζου πολλά, μηδέν αργής, ωγιά να το βαστούσιν».
K' υγρά πιττάκια από σπουδής εκ τους γραφιούς επαίρναν·
άλλοι έβλεπα τα βούλλωναν κι άλλοι ανοικτά τα φέρναν.
Tόσοι μ' εκαταπέσασιν πιττάκια να με δώσουν,
οκ' έφριξα θωρώντα τους κ' ετράπην πριν να σώσουν.
Όλοι τα χέρια εσήκωσαν και προς εμέ θωρούσαν:
«Έπαρ’ πιττάκια, εκράζασιν, βάστα χαρτιά, λαλούσαν·
και ως από λόγου μας γραφές αυτές βάστα μετ' έσου
από τον Άδην τον πικρόν και βλέπε μη σου πέσου.
Λάλησε και από λόγου σου· ειπέ τους πονεμένους:
Tους εις τον Άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,
τον ουρανόν στερεύγουνται, τον ήλιον ου θωρούσιν,
το χώμαν έχουν σάβανον, την γην στολήν φορούσιν».

[πηγή: Μπεργαδής, Απόκοπος. Η βοσκοπούλα, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 1979, σ. 19-32 & 33-38]

εικόνα