Heinrich Böll, «Ομολογία ενός φορομπήχτη»

Μόνο ύστερα από δισταγμούς ομολογώ ότι έχω ένα επάγγελμα, που με τρέφει αλλά και με σπρώχνει σε χειρισμούς, που δεν μπορώ να τους κάνω πάντα με καθαρή συνείδηση: Είμαι υπάλληλος της εφορίας σκύλων και τριγυρίζω στους ελεύθερους χώρους της πόλης μας για να ξετρυπώνω αδήλωτα τετράποδα που γαβγίζουν. Καμουφλαρισμένος σε ειρηνικό περιπατητή, στρογγυλός και κοντός, μ' ένα πούρο μέτριας τιμής στο στόμα, βαδίζω μέσα σε πάρκα και ήσυχους δρόμους, πιάνω κουβέντα με ανθρώπους που πάνε περίπατο τα σκυλιά τους, μαθαίνω τ' όνομά τους, τη διεύθυνσή τους, χαϊδεύω φιλικά τα σκυλιά στο λαιμό ξέροντας ότι σύντομα θ' αποδώσουν φόρο πενήντα μάρκων.

Ξέρω τα δηλωμένα σκυλιά. Τα καταλαβαίνω με το πρώτο. Το μυρίζομαι αμέσως τότε που ένα άγριο μαντρόσκυλο με καθαρή συνείδηση στέκεται πλάι στον κορμό ενός δέντρου και ξαλαφρώνει. Το ενδιαφέρον μου στρέφεται ιδιαίτερα στις γκαστρωμένες σκύλες, που με την ευτυχισμένη τους γέννα θα δημιουργήσουν αντικείμενα μελλοντικής φορολογίας. Τις παρατηρώ, σημειώνω με ακρίβεια την ημέρα της γέννας και φυλάω να δω πού τα πήγαν τα κουτάβια, τ' αφήνω, χωρίς να 'χουν ιδέα, να μεγαλώσουν ίσαμε ένα στάδιο, που δεν αποφασίζει πια κανένας να τα πνίξει, και τότε τα παραδίδω στο νόμο.

Ίσως θα 'πρεπε να είχα διαλέξει άλλο επάγγελμα, γιατί αγαπάω τα σκυλιά και βρίσκομαι αδιάκοπα σε μια κατάσταση που μου φέρνει τύψεις: το καθήκον κι η αγάπη συγκρούονται μέσα στην καρδιά μου κι ομολογώ ξεκάθαρα ότι καμιά φορά κερδίζει η αγάπη. Είναι σκυλιά, που, όπως και να το κάνω, δεν μπορώ να τα αναφέρω, που κάνω δηλαδή γι' αυτά, όπως λένε, στραβά μάτια. Τώρα μ' έχει πιάσει τέτοια πονοψυχιά, που δεν δηλώνω ούτε τον δικό μου σκύλο: ένα μπάσταρδο, που τον ταΐζει στοργικά η γυναίκα μου. Αυτός είναι τ' αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών μου, που δεν βάζουν με το νου τους σε τί παράνομο πλάσμα χαρίζουν την αγάπη τους.

Η ζωή έχει στ' αλήθεια κινδύνους. Ίσως θα 'πρεπε να 'μουνα πιο προσεχτικός. Αλλά το ότι είμαι ώς ένα σημείο προστάτης του νόμου μού ενισχύει τη βεβαιότητα ότι μου επιτρέπεται αδιάκοπα να τον παραβαίνω. Η δουλειά μου είναι σκληρή: κάθομαι ώρες μέσα σε αγκαθωτούς θάμνους στα περίχωρα της πόλης περιμένοντας ν' ακούσω να βγαίνει κανένα γάβγισμα από κανά παράσπιτο ή κανένα άγριο γρύλισμα από καμιά παράγκα, που λογαριάζω ότι κρύβει κάποιον ύποπτο σκύλο. Ή σκύβω πίσω από κάποιον μισογκρεμισμένο τοίχο και παραφυλάω κάποιον Φοξ, που ξέρω γι' αυτόν ότι δεν έχει καρτέλα και δεν του πέρασαν αριθμό λογαριασμού. Κατάκοπος, λερωμένος γυρίζω κατόπιν σπίτι, καπνίζω το πούρο μου κοντά στη σόμπα και χαϊδεύω το τρίχωμα του Πλούτωνα, που κουνάει την ουρά του και μου θυμίζει τα παράδοξα της ζωής.

Τώρα θα με καταλάβετε γιατί την Κυριακή ξέρω ν' απολαμβάνω ένα χορταστικόν περίπατο με τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τον Πλούτωνα, έναν περίπατο, που σ' αυτόν την ίδια ώρα μόνο πλατωνικά χρειάζεται να νοιάζομαι για σκύλους, γιατί τ' αδήλωτα σκυλιά δεν τα βγάζουν έξω Κυριακή.

Μόνο που μελλοντικά πρέπει να διαλέγω άλλον δρόμο για τον περίπατό μας, γιατί δυο Κυριακές συνέχεια αντάμωσα τον προϊστάμενό μου, που στάθηκε και τις δυο φορές, χαιρέτησε τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου και χάιδεψε τον Πλούτωνα. Αλλά —τί περίεργο!— ο Πλούτωνας δεν τον συμπάθησε. Γρυλίζει, ετοιμάζεται να τον αρπάξει, πράμα που με κάνει ανήσυχο σε πολύ μεγάλο βαθμό και με αναγκάζει κάθε φορά να καταφεύγω σ' ένα βιαστικό αποχαιρετισμό. Κι αυτό αρχίζει να ξυπνάει τη δυσπιστία του προϊσταμένου μου, που παρατηρεί ζαρώνοντας το μέτωπό του τους κόμπους του ιδρώτα που μαζεύονται στο κούτελό μου.

Ίσως έπρεπε να είχα δηλώσει τον Πλούτωνα, μα είναι λιγοστά τα εισοδήματά μου. Ίσως έπρεπε να έπιανα άλλη δουλειά, αλλά έχω πενηνταρίσει και στην ηλικία μου δεν αλλάζεις πια εύκολα. Οπωσδήποτε οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζω παραέγιναν αδιάκοποι και θα τον δήλωνα τον Πλούτωνα, αν γινότανε, έστω και τώρα. Αλλά δεν γίνεται πια: η γυναίκα μου είπε στον προϊστάμενό μου σ' ένα τόνο ελαφρόμυαλης φλυαρίας, ότι έχουμε κιόλα τρία χρόνια το ζωντανό και δέθηκε πια με τη φαμίλια μας, έγινε αχώριστος με τα παιδιά και παρόμοια κουραφέξαλα, που κάνουν αδύνατο να δηλώσω πια τον Πλούτωνα.

Μάταια πασκίζω να κυριαρχήσω στις τύψεις μου, ενώ απ' την άλλη μεριά διπλασιάζω τον υπηρεσιακό μου ζήλο. Δεν ωφελεί σε τίποτα. Βρίσκομαι σε τέτοια θέση, που δε φαίνεται να υπάρχει πια καμιά διέξοδος. Μάλιστα «ου φιμώσεις βουν αλοώντα»*. Αλλά δεν ξέρω αν ο προϊστάμενός μου έχει αρκετά ευρύ πνεύμα, που να του επιτρέπει να εφαρμόζει ρήματα της Αγίας Γραφής. Είμαι χαμένος και κάποιοι θα με πάρουν για κυνικό. Αλλά πώς να μη γίνω, αφού αδιάκοπα έχω να κάνω με σκύλους….


*Χωρίο της Παλ. Διαθήκης. Σημαίνει: Δεν βάζεις φίμωτρο σε βόιδι που αλωνίζει (Σημ. του Μεταφρ.).

μτφ. Λεωνίδας Ρήγας

[πηγή: περ. Νέα Εστία, τχ. 1232 (1 Νοεμ. 1978) 1400-1401]

εικόνα