Βύρωνος, «Δον Ζουάν. Απόσπασμα εκ του Τρίτου Άσματος»

Α΄.
Χώρα θεία κυκλουμένη υπό νήσων μυροβόλων,
Όπου η Σαπφώ ηγάπα κ' εμελώδει φλογερά,
Ανεπήδησεν η Δήλος, εγεννήθη ο Απόλλων…
Δοξασθείσα εις τας τέχνας και τας μάχας φοβερά!
Ακατάπαυστα το έαρ σε στολίζει, σε θερμαίνει,
Ναι! απώλεσας τα πάντα αλλ' ο ήλιός σου μένει.

Β΄.
Και η μούσα η της Χίου και η μούσα η της Τέω,
Των ηρώων η κιθάρα των ερώτων ο αυλός,
Έφυγον εις ξένους τόπους κ' εγκατέλιπον την έω
Επειδή δεν τας ετίμα ο εδώ αιγιαλός.
Εις αυτάς σιγούν τας νήσους, νήσους πάλαι των Μακάρων
Κ' εξ αυτών ηχεί η δύσις, χώρα τότε των βαρβάρων.

Γ΄.
Τα βουνά την πεδιάδα βλέπουσι του Μαραθώνος,
Και ο Μαραθών τον πόντον της θαλάσσης θεωρεί·
Ων εκεί μίαν ημέραν εσυλλογιζόμην μόνος
Ότι η Ελλάς να γίνη ελευθέρα ημπορεί!
Επειδή, εφρόνουν, όστις των Περσών πατεί τους τάφους
Δεν ηδύνατο να ζήση επί δουλικού εδάφους.

Δ΄.
Ύπερθεν της Σαλαμίνος εις πετρηρεφείς ραχάδας
Βασιλεύς τις εθρονίσθη προς αυτήν παρατηρών.
Έβλεπε δε εις τα κάτω πολλάς πλοίων μυριάδας,
Αναρίθμητα τα πλήθη των στρατών των κρατερών·
Τας δυνάμεις ούτος είχεν αριθμήσει αφ' ημέρας·
Δεν μοι λέγετε πού ήσαν αυταί όλαι το εσπέρας;

Ε΄.
Και πού είναι;… Και πού είσαι συ αυτή πατρίς γλυκεία;
Εις την έρημον ακτήν σου τώρα πλέον δεν ηχεί
Των ηρώων σου το έπος, επειδή τώρα καμμία
Των ηρώων δεν υπάρχει εις τα τέκνα σου ψυχή.
Έπρεπεν αυτή η λύρα, απ' αιώνων θεία λύρα,
Εις εμού να καταντήση του βεβήλου φευ! την χείρα;

ΣΤ΄.
Καλόν ότι επί τούτου του ενδόξου τώρα τόπου
Όπου τον λαόν πιέζει των τυράννων ο ζυγός,
Την αιδώ του πατριώτου όλην επί του προσώπου
Καν αισθάνεται ο φίλος της πατρίδος αοιδός·
Αν φανή τοιούτος τώρα εις την χώραν των Ελλήνων,
Διά τούτους κοκκινίζει δι' εκείνην χύνει θρήνον.

Ζ΄.
Αλλ' αρκεί να κοκκινίζη, να θρηνή το μεγαλείον,
Ενώ έπιπτον εις μάχας οι προπάτορες ημών;
Άνοιξον, ω γη, τα σπλάγχνα κ' εκ του βάθους των μνημείων
Ολιγίστους των αρχαίων στείλ' εδώ Σπαρτιατών·
Τρεις εκ των Τριακοσίων στρατιώτας μόνον στείλε
Και με νέαν δόξαν θέλουν λαμπρυνθή αι Θερμοπύλαι.

Η΄.
Πώς! απόκρισις καμμία; σιγή άκρα των θανόντων;
Όχι, όχι, να ακούω φθόγγους κάτωθεν φωνών,
Ως μακράς βροντάς χειμάρρων ερχομένων και βοώντων,
Κεφαλήν ας ανυψώση μόνο ει των ζωντανών,
Και ερχόμεθα δρομαίοι, και ερχόμεθ' ωπλισμένοι.
Φευ! οι ζώντες σιωπώσιν. Αυτοί είν' αποθαμμένοι.

Θ΄.
Όλα μάταια! — Ας ψαύσω χορδάς πλέον ευφροσύνους·
Φέρετε της Σάμου οίνον, χύνετε αυτόν πολύν,
Οι Αγαρηνοί ας θέλουν τους πολέμους, τους κινδύνους,
Ημείς θέλομεν το αίμα από χίαν σταφυλήν.
Ίδε, ίδε, πώς ορθούται η αγέλη των αχρείων,
Και πώς τρέχει απαντώσα εις το βακχικόν σημείον.

Ι΄.
Υμείς έχετε του Πύρρου και νυν έτι τας ορχήσεις
Και δεν έχετε του Πύρρου φάλαγγα πολεμικήν·
Διατί από τας δύο υμείς ταύτας τας ασκήσεις
Δεν εσώζατε την πλέον ευγενή και ανδρικήν;
Έχετε του Κάδμου έτι την γραφήν σεις την ιδίαν,
Σας την έδωκε φρονείτε, ως καλήν διά δουλείαν;

ΙΑ΄.
Πλήρες θέλω οίνου Σάμου το ποτήριον και πάλιν
Και δεν θέλω αναμνήσεις, λύπην φέρουσι πολλήν.
Δι' αυτού ο Ανακρέων δόξαν έλαβε μεγάλην,
Ναι μεν, του τυράννου ούτος εθεράπευε εν αυλήν,
Αλλ' ο Πολυκράτης Έλλην. Τότε καν ημείς τυράννους
Είχομεν συμπατριώτας, όχι ξένους — Μουσουλμάνους.

ΙΒ΄.
Ήτο και ο Μιλτιάδης τύραννος της Χερσοννήσου,
Της ελευθερίας όμως μέγας υπερασπιστής·
Ας εφαίνετο τοιούτος άλλος τύραννος εξίσου,
Ίσως ήθελε του γένους γίνει ελευθερωτής.
Άλυσις ενός τοιούτου ίσως ήθελ' ημπορέσει
Ως εν σώμ' αδιαρρήκτως ημάς όλους να συνδέση.

ΙΓ΄.
Πλήρες πλήρες οίνου Σάμου το ποτήριον εκ νέου.
Εις τους βράχους του Σουλίου, εις της Πάργας την ακτήν
Λείψανα τινά του γένους ζώσιν έτι του γενναίου,
Όπερ Δωρικαί μητέρες έφερον εις την ζωήν!
Εξ αυτής της φυλής ίσως των Ηρακλειδών αξίας
Θα φανούν μίαν ημέραν πρόμαχοι ελευθερίας.

ΙΔ΄.
Εις των Φράγκων υποσχέσεις μη στηρίζητε ελπίδας·
Έμπορος ο βασιλεύς των αγοράζει και πωλεί·
Εις των τέκνων σας τας λόγχας και ασπίδας και κοπίδας
Εις αυτά αυτά και μόνο η ελπίς ας στηριχθή.
Από τους αχρείους Τούρκους και τους πονηρούς λατίνους
Όσον δυνατοί κι' αν ήσθε δεινούς τρέχετε κινδύνους.

ΙΕ΄.
Πλήρη πάλιν οίνου Σάμου πλήρη θέλω την φιάλην.
Βλέπω νέας εις τα δένδρα χορευούσας εν σκιά
Και τους μαύρους οφθαλμούς των λάμψιν χύνοντας μεγάλην.
Αλλ' οι ιδικοί μου κλαίουν, χύνουν δάκρυα πικρά,
Επειδή ενώ τας βλέπω, συλλογίζομαι φρυάττων,
Ότι δούλους θα θηλάσουν με τα στήθη τα λευκά των.

ΙΣΤ΄.
Φέρετέ με εις τους στύλους του Σουνίου τους λυγδίνους,
Όπου έρημον το κύμα εις την όχθην θρηνωδεί·
Εκεί θέλω να υψώσω μετ' αυτού κ' εγώ τους θρήνους
Και ως κύκνος ν' αποθάνω, όστις θνήσκων κελαδεί.
Ως πατρίδα μου δεν θέλω δούλην γην, μα ελευθέραν.
Χύσε εις την γην τον οίνον, την φιάλην ρίψε πέραν.

μτφ. Κωνσταντίνος Δόσιος

[πηγή: περ. Χρυσαλλίς, τ. 1, τχ. 5 (1 Μαρτ. 1863) 155-156]

εικόνα