Κτηνοτροφία
Η κτηνοτροφία ήταν η κύρια απασχόληση των κατοίκων έως το 15ο αιώνα. Τον αιώνα αυτόν και τον επόμενο , αρχίζουν και οι πρώτες συνεργασίες μεταξύ κάποιων ιδιοκτητών ζώων. Ενώνουν τα κοπάδια τους κι έτσι πετυχαίνουν μεγαλύτερη παραγωγή, γρηγορότερη και καλύτερη αναπαραγωγή και φυσικά μεγαλύτερα κέρδη.

Το 17ο αιώνα η κτηνοτροφία παρακμάζει εξαιτίας της έλλειψης ζωοτροφών, της συγκέντρωσης των ζώων στα χέρια των πλουσίων και κυρίως των ασθενειών που πλήττουν τα ζώα και αναγκάζουν ακόμα και τους πλούσιους κτηνοτρόφους σιγά-σιγά να τα εγκαταλείψουν.

Αξιοσημείωτο είναι το ιδιαίτερο είδος προβάτων της Γλώσσας για την ποσότητα του γάλακτος που παρήγαν την ποιότητα του μαλλιού και την γονιμότητα (3-4 αρνιά το έτος). Το είδος αυτό ωστόσο απειλείται άμεσα να εξαφανισθεί.

Σήμερα με την κτηνοτροφία ασχολούνται πλέον ελάχιστοι. Η κτηνοτροφία στο νησί ασκείται αποκλειστικά σχεδόν σε γίδια τα οποία ανήκουν σε ιδιαίτερο τύπο και προστατεύονται από επιμιξίες με κρατική μέριμνα.


Υπερβόσκηση και κτηνοτροφικά προϊόντα

Θα ανάμενε κάποιος ότι εφόσον υπήρξε εγκατάλειψη της γεωργικής γης, η οποία αποδόθηκε στην κτηνοτροφία θα υπήρχε, τουλάχιστον, αύξηση των κτηνοτροφικών προϊόντων και αποδόσεων. Όμως, προκύπτει ακριβώς το αντίθετο.

Στη Λέσβο η υπερβόσκηση οδηγεί σε ερημοποίηση η οποία προχωρεί με ταχύτατους ρυθμούς και το ίδιο συμβαίνει στη Χίο, τη Λήμνο, την Ικαρία και σε όλα σχεδόν τα νησιά.

Περιοχές όπως οι Ράχες της Ικαρίας στις οποίες πριν μερικά χρόνια υπήρχαν ωραιότατα πευκοδάση, σήμερα θυμίζουν "κρανίου τόπο". Στην περιοχή "Ρετσινάδες" της Χίου που το όνομά της, προφανώς, προέρχεται από τη συλλογή της ρητίνης των πεύκων σήμερα υπάρχει έρημος. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η σημερινή επιβίωση των γιδοπροβάτων των νησιών του Αιγαίου στηρίζεται στις εισαγωγές κτηνοτροφών που φτάνουν το 60% τουλάχιστον των διατροφικών αναγκών. Ήταν αδιανόητο, φυσικά, στο παρελθόν να περιμένεις στη Χίο να έρθει καλαμπόκι ή βαμβακόπιτα από τη Θεσσαλία για να ταΐσεις τα γιδοπρόβατά σου.

Διασκευασμένα αποσπάσματα από κείμενο του Καθ. Ν. Σ. Μάργαρη