έμφυλος λόγος

[απόσπασμα]

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού και, πλέον, διεθνώς καθιερωμένου όρου «gender studies», που περιγράφει καταχρηστικά όχι μόνο ένα αντικείμενο (τις εκφάνσεις του συγκεκριμένου λόγου), αλλά και τους επιστημονικούς τομείς που ασχολούνται με την ανάλυσή του. Πρόκειται για τάση στη λογοτεχνική κριτική και γενικότερα στις πανεπιστημιακές σπουδές, η οποία εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα υπό το πρίσμα των έμφυλων κατηγοριών αρρενωπότητα - θηλυκότητα, δίνοντας συχνά έμφαση και σε ζητήματα σεξουαλικότητας. Θεωρητική αφετηρία της ανάλυσης του έμφυλου λόγου αποτελεί η διάκριση ανάμεσα σε «βιολογικό φύλο» (sex) και σε «κοινωνικό φύλο» (gender), η οποία κερδίζει έδαφος κατά τη δεκαετία του 1970. Στα ελληνικά ο όρος gender αποδίδεται και ως «γένος». Κεντρική παραδοχή αυτής της κατεύθυνσης είναι ότι οι ιδιότητες, οι λειτουργίες και οι ρόλοι που αποδίδονται στα δύο φύλα δεν είναι απόρροια κάποιας απόλυτης βιολογικής διαφοράς μεταξύ τους, αλλά αποτελούν προϊόντα κοινωνικής κατασκευής και συνεπώς είναι δυνατόν να υπόκεινται σε αλλαγές. [...]

[πηγή: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007]

info