σεξισμός

σεξισμός ο [seksizmós] Ο17 : διάκριση με βάση το φύλο, όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από το φεμινιστικό κίνημα για να δηλώσει την εξουσιαστική τάση των ανδρών πάνω στις γυναίκες και τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ως απόρροια της ανδροκρατικής νοοτροπίας.

[λόγ. < αγγλ. sexism (-ism = -ισμός)]

[πηγή: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, ηλεκτρονική έκδοση στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα <www.greek-language.gr>]

 

σεξισμός (ο) η συμπεριφορά που βασίζεται στην πεποίθηση, ότι ένα από τα δύο φύλα είναι κατώτερο από το άλλο· (ειδικότ.) η υποτιμητική μεταχείριση γυναικών από άνδρες (πβ. ανδρικός σοβινισμός, λ. σοβινισμός).

[ΕΤΥΜ. Μεταφορά στην Ελλην. ξέν. όρου, πβ αγγλ. sexism].

[πηγή: Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998]

σεξισμός (ο) ουσ. [ <γαλλ. sexisme < sexe ( = φύλο)] αντίληψη, νοοτροπία διακρίσεων εις βάρος κάποιου, με βάση το φύλο του || (ειδ.) νοοτροπία, αντίληψη, συμπεριφορά που επιβάλλει διακρίσεις εις βάρος του γυναικείου φύλου || συμπεριφορά, συνθήκες ή πρακτικές που καλλιεργούν στερεότυπα κοινωνικών ρόλων, με βάση το φύλο.

[πηγή: Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης, Αθήνα 1997]

 

σεξισμός: (από τις αγγλ. λ. sex= φύλο, sexy= ελκυστικός και τον όρο sexism). Η ιδέα ή η αντίληψη, ότι τα άτομα ενός φύλου είναι λιγότερο έξυπνα ή λιγότερο ικανά από αυτά του άλλου φύλου και ότι συγκεκριμένες εργασίες ή δραστηριότητες είναι κατάλληλες για τις γυναίκες, ενώ άλλες για τους άνδρες. Συχνά χρησιμοποιείται από τις γυναίκες ως έκφραση αποδοκιμασίας για τις σε βάρος τους διακρίσεις. / / Η λέξη σεξισμός χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το ιδιαίτερο είδος καταπίεσης που ασκείται σε βάρος των γυναικών. Ο όρος περικλείει δύο έννοιες. Η πρώτη είναι, ότι οι άνδρες είναι πιο σημαντικοί από τις γυναίκες (...) και η δεύτερη, ότι ο ρόλος των γυναικών είναι να προσφέρουν ευχαρίστηση στους άνδρες και να τους βοηθούν. / / Η αναζήτηση ελκυστικού και ικανού συντρόφου, για να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο και να υπάρχει αρμονική συμβίωση.

Βιβλιογραφία: Cellins Cobuild English Language Dictionary - London and Glasgow, 1987.

[πηγή: Γιώργου Χασιάκου, Ερμηνευτικό Λεξικό των -ισμών, Επικαιρότητα, Αθήνα 1992]

info