Αργύρη Εφταλιώτη, «Ωδή στο Σολωμό»
Απ' την ώρα τη μαύρη που απλώθηκε
καταχνιά φοβερή και μεγάλη,
στην Ελλάδα η σκλαβιά η ψυχρή,
που ο ήλιος της θάρειες και σώθηκε
κι η ζωή της τρεμόσβυνε αγάλι,
σαν κερί σ' εκκλησιά πενιχρή.
Τα παιδιά της, πια, τέχνη δε νοιώθανε
γιατί τά 'πνιγαν άπειροι θρήνοι,
γιατί δάκρια ζητούσε η καρδιά.
Κι όσο οι μοίρες τα βάσανα κλώθανε,
τόσο γύρευε η Μούσα να γίνει
μοιρολόγα στα δόλια παιδιά.
Μα την ώρα που οι θεοί τα λυπήθηκαν
κι απ' τα Σούλι προβάλανε αχτίδες,
που τη δεύτερη φέραν ζωή,
και σα μάγια παντού κρυφοχύθηκαν
φλογερές οι λαχτάρες κι ελπίδες,
που τις πρόσμενε δόξας βοή.
[πηγή: Εφταλιώτης, Άπαντα, τόμος πρώτος, επιμ. Γ. Βαλέτας, Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1952, σ. 41]