Νίκου Εγγονόπουλου, «Πρωινό τραγούδι*»

ερώτησα
κάποτες γιατί
τάχατες
η τραγική
και σεμνή παρθένα
που λέγονταν Πουλχερία
την παραμονή του
γάμου της
σφουγγάρισε προσεχτικά όλο
το σπίτι
και την επομένη
απέθανε;

μια
που καθάρισε και νοικοκέρεψε
τα πάντα
γιατί δε χάρηκε
κι' αυτή
τις μακρυές λευκές νταντέλλες
τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
και τα πολύχρωμα
μεγάλα
φτερά
του γάμου;

γιατί
εναπόθεσε έτσι σιωπηλά
χάμω στα
σανίδια
τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα
και τα χάρτινα λουλούδια
που ήτανε μέσα
στο κεφάλι της;
το μπαλσαμωμένο
πουλί
που ήτανε μέσα στο κλουβί
του θώρακά
της;

γιατί;

διότι
—είπε ίσως ο πατέρας μου—

διότι
πρέπει να έχη
ο στρατιώτης το τσιγάρο του
το μικρό παιδί
την κούνια του
κι' ο ποιητής
τα
μανιτάρια
του

διότι πρέπει
να έχη
ο στραδιώτης την
πλεκτάνη του
το μικρό παιδί
τον τάφο του
ο ποιητής τη
ροκάνα
του

διότι πρέπει
να έχη
ο στραθιώτης
το σκεπάρνι του
το μικρό παιδί το
βλέμμα του
ο ποιητής
το
ροκάνι του.


*aubade, σαμπαΐ, εωθινόν


Από τη συλλογή Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939)

[πηγή: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1985, σ. 128-130]

εικόνα