Αρχαίοι Χρόνοι

Η εξάπλωση της γεωργίας (1200 π.Χ.)

Παρά τη σημαντική, άμεση και πρακτική χρησιμότητά της στην ικανοποίηση της βασικότερης βιολογικής ανάγκης του ανθρώπου, δηλαδή της διατροφής, η γεωργία διαδόθηκε με σχετική βραδύτητα και ασυνέχεια στα διάφορα μέρη της Γης. Η καθυστέρηση στη διάδοση της συστηματικής καλλιέργειας, οφείλεται αναμφίβολα στη διαφορετική γονιμότητα του εδάφους, στις  κλιματολογικές συνθήκες και στην υδρογραφία κάθε περιοχής. Ο τελευταίος παράγοντας φαίνεται να έπαιξε  κυρίαρχο ρόλο διότι οι πρώτες ενδείξεις - αποδείξεις συστηματικής γεωργικής καλλιέργειας κατά την αρχαιότητα προέρχονται από περιοχές με πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, όπως η Μεσοποταμία, η Αίγυπτος, η Κίνα και άλλες.

Έτσι ενώ το πολιτιστικό επίπεδο παραμένει σχεδόν παντού το ίδιο η χρονική περίοδος εξάπλωσης της γεωργίας προχωρά αργά από τα αρχαία κέντρα προς τις περιφέρειες.

Εκτός από τους γεωμορφολογικούς και κλιματολογικούς παράγοντες, ένα άλλο στοιχείο που επέδρασε στην επέκταση του νέου τρόπου απόκτησης αγαθών, υπήρξε η εξάντληση των εδαφών που ανήκαν στις περιοχές-κοιτίδες της γεωργίας. Οι κάτοικοι των παλαιών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έπρεπε να εγκαταλείπουν περιοδικά τους οικισμούς τους και να εκχερσώνουν νέες εκτάσεις, σε μέρη ακατοίκητα ή κατεχόμενα από κυνηγούς-συλλέκτες τροφής. Έτσι ερμηνεύεται και η υποχώρηση των εκτεταμένων μέχρι τότε δασών, τα οποία μετατρέπονται σταδιακά σε αγρούς και βοσκότοπους, προμηθεύοντας συγχρόνως πρώτες ύλες για θέρμανση και στέγαση.

Με αυτή τη διαδικασία η γεωργία, που είχε εμφανισθεί και διαδοθεί στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας πριν το 5.000 π.Χ., επεκτάθηκε (μέχρι το 3.000 π.Χ.) στη Μικρά Ασία, στην κοιλάδα του Νείλου, στις νότιες ευρωπαϊκές χώρες και στην Κεντρική Ευρώπη. Πριν το 2.000 π.Χ., ολόκληρη η Ευρώπη καθώς και η ανατολική και νότια Ασία είχαν υιοθετήσει το γεωργικό-κτηνοτροφικό τρόπο συστηματικής απόκτησης αγαθών.

Ο ρόλος της μεταλλουργίας και της χρήσης εργαλείων από μέταλλο

Η συστηματική καλλιέργεια και χρήση της γης, όπως το όργωμα, η άρδευση, η συλλογή-επεξεργασία της σοδειάς, απαιτούσε εκτός από τη συμμετοχή της μυϊκής δύναμης του ίδιου του ανθρώπου ή εξημερωμένων ζώων και τη χρησιμοποίηση τεχνικών μέσων. Ο προϊστορικός άνθρωπος χρησιμοποίησε κατ’ αρχάς εργαλεία κατασκευασμένα από υλικά που του παρείχε η ίδια η Φύση, με μικρή ή μεγάλη επεξεργασία (λίθινα, οστέινα ή ξύλινα ).

Τα υλικά αυτά αποτέλεσαν, για πολλές χιλιετίες, τη βάση της τεχνικής στήριξης της γεωργίας μέχρις ότου η ανθρωπότητα να φτάσει σε τέτοιο στάδιο εξέλιξης ώστε να μπορέσει να αντικαταστήσει τα παραπάνω υλικά με άλλα ανθεκτικότερα.

Η αξιοποίηση των μεταλλευμάτων του υπεδάφους, η εξαγωγή των μετάλλων μέσα από  την εκκαμίνευση και η κατασκευή από αυτά μεταλλικών αντικειμένων, δηλαδή η μεταλλουργία, αποτελεί το δεύτερο σημείο - σταθμό, (μετά την ανακάλυψή της), στην εξέλιξη της γεωργίας και γενικότερα της ανθρωπότητας.

Η εποχή των μετάλλων άρχισε περίπου στο 3.000 χρόνια π.Χ. με την ανακάλυψη και χρησιμοποίηση του χαλκού, ενός υλικού που μπορούσε να αποκτηθεί σε σχετικά χαμηλή θερμοκρασία (1000 - 1200 ° C). Γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι η χαμηλή σκληρότητα του μετάλλου αυτού, το έκανε ακατάλληλο για τη συχνή χρησιμοποίησή του και μάλιστα για τις σκληρές συνθήκες που απαιτούσαν οι αγροτικές ασχολίες.

Το πρόβλημα ξεπεράστηκε με τη δημιουργία εργαλείων από κράμα χαλκού και κασσιτέρου, δηλαδή του ορείχαλκου (μπρούντζου). Τα χάλκινα και ιδιαίτερα τα ορειχάλκινα εργαλεία, επεκράτησαν και χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για 2.000 περίπου χρόνια και θεωρείται ότι συνέβαλαν όχι μόνο στη διάδοση της γεωργίας αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Η επόμενη τεχνολογική εξέλιξη σχετίζεται με τη δυνατότητα επεξεργασίας των μεταλλευμάτων του σιδήρου, ενός υλικού που διακρίνεται για τη σκληρότητα και την ανθεκτικότητά του. Η μεταλλουργία του σιδήρου ξεκινά γύρω στο 1400 π.Χ. και περνά από πολλά στάδια που συνδέονται με  τεχνολογικές εξελίξεις.

Το κύριο πρόβλημα αφορά στην υψηλή θερμοκρασία τήξης (1500 ° C) και στη διατήρηση της θερμοκρασίας για σημαντικό χρονικό διάστημα. Απαιτήθηκε λοιπόν η κατασκευή ανθεκτικών καμινιών, η χρησιμοποίηση ξυλανθράκων για καύσιμη ύλη και η ανύψωση της θερμοκρασίας με τη χρήση φυσερών που τροφοδοτούσαν τη φωτιά με οξυγόνο.

Το μέταλλο που παραγόταν μπορούσε είτε να σφυρηλατηθεί είτε να αποκτήσει συγκεκριμένη μορφή σε καλούπι (χύτευση). Σε αντίθεση με τον ορείχαλκο, που ήταν ένα σχετικά ακριβό μέταλλο και η χρήση του στην παραγωγή περιορισμένη, ο σίδηρος έβρισκε πολλές πρακτικές εφαρμογές. Η ανθρώπινη επινοητικότητα οδήγησε στην κατασκευή μιας σειράς εργαλείων, που όχι μόνο διευκόλυναν τις γεωργικές εργασίες αλλά δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες επέκτασής της και σε περιοχές που δεν παρείχαν μέχρι τότε τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Η βελτίωση των  ιδιοτήτων του σιδήρου (σκλήρυνση) και η σφυρηλάτηση του επέτρεψαν την κατασκευή πολλών και  ανθεκτικών  εργαλείων κατάλληλων για οποιαδήποτε χρήση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή του σιδερένιου υνιού, βασικού εξαρτήματος του αρότρου, που έδωσε τη δυνατότητα σε μεγάλο αριθμό αγροτών να ασχοληθούν με τη γεωργία, να πολλαπλασιασθεί η έκταση της καλλιεργούμενης γης και να αυξηθεί η παραγωγή. Παράλληλα η κατασκευή και χρήση σιδερένιων δρεπανιών βελτίωσε σημαντικά τις συνθήκες και την αποτελεσματικότητα του θερίσματος.

Ένας άλλος σημαντικός τομέας που συνδέεται με τη χρήση μεταλλικών (κυρίως σιδερένιων) εργαλείων, είναι ο τρόπος της άρδευσης. Από πολύ νωρίς ο άνθρωπος-γεωργός διαπίστωσε ότι η  απόδοση των φυτών συνδέεται με την  ύπαρξη ικανών ποσοτήτων νερού. Τα σιδερένια εργαλεία βοηθούσαν στην κατασκευή μικρών ή μεγάλων αρδευτικών έργων που εξασφάλιζαν  νερό και σε δυσμενείς περιόδους. Είναι προφανές ότι με την άρδευση βελτιώθηκε κατά πολύ η απόδοση των καλλιεργειών.
 

Επιστροφή στην αρχή της σελίδας