Ανδρέα Εμπειρίκου, «Τα κείμενα»

Στον Νίκο Γκάτσο

Πίσω απ' τα τείχη.

Μέσα στο άγχος πόλεως πολιορκουμένης.

Στα σπίτια, οι οικοδέσποινες και οι υπηρέτριες, μετά την περισυλλογήν, τροφοδοτούσαν με μεγάλη φειδώ τις φωτιές με τα έσχατα ξύλα των αποθηκών, προσθέτοντας εις αυτά, παλαιά ράφια, κουτιά, διάφορα σκουπίδια, ακόμη και πλαίσια ζωγραφικών πινάκων. Τα εδωδιμοπωλεία, οι αγορές, τα αρτοπωλεία, ήσαν κατάκλειστα και αντικατεστάθησαν με ολίγα κρατικά πρατήρια, που τα φρουρούσαν αποσπάσματα με πολυβόλα. Τα ελάχιστα τρόφιμα εχορηγούντο στον πεινασμένο πληθυσμό διά δελτίων και σε πολύ μικρές ποσότητες. Πλην ολίγων στρατιωτικών αυτοκινήτων και ακόμη ολιγωτέρων τροχιοδρόμων, δεν κυκλοφορούσαν στους δρόμους, παρά ελάχιστα λεωφορεία, ολίγοι πεζοί ισχνοί και ένας ποδηλάτης.

Ο άνθρωπος αυτός ήτο μεσήλιξ και φορούσε ενδύματα κανονικά πολίτου. Τελείως άγνωστος προ της πολιορκίας, κατέστη πασίγνωστος, αφού συνεπληρώθη ο πρώτος μην. Καίτοι η όψις του εφόβιζε τους κατοίκους, καίτοι δεν έγινε ούτε προς στιγμήν καν δημοφιλής, κατώρθωσε, εν τούτοις, να γίνη απαραίτητος, όχι μόνον στα μάτια του λαού, μα και στην συνείδησι των αρχών, και όλοι τον θεωρούσαν, τρόπον τινά, ως εμψυχωτήν της απεγνωσμένης άμυνας.

Καθισμένος στην σέλα του, περιήρχετο την πόλι, ποδηλατών νυχθημερόν, με απαράμιλλη ψυχραιμία, και κατά τις σφοδρότερες ακόμη στιγμές του βομβαρδισμού. Κανείς δεν εγνώριζε από πού ήρχετο. Κανείς δεν εγνώριζε ποιος ήτο. Κανείς δεν μπορούσε να καυχηθή ότι είχε εισδύσει, έστω και σε μια πτυχή του μυστηρίου, που τον περιέβαλε και τον ακολουθούσε παντού. Μόνον αυτός έμοιαζε να γνωρίζη τα πάντα. Εισδύων με απόλυτη άνεσι σε όλες τις συνοικίες (όπως διεισδύει το χέρι ενός βιαστικού ανθρώπου που θέλει να πληρώση, ή το χέρι επιτηδείου λωποδύτου, στην τζέπη του πορτοφολιού), ετρόμαζε τους κατοίκους. Ωστόσο εμφυσούσε συνάμα νέας δυνάμεις στις ψυχές των, και πίστι στον καθένα, για την αγαθή έκβασι του πολέμου. Όχι με λόγια, μα έτσι, με το σεμνό και ατάραχο ύφος του, με την σταθερή περιστροφή της αναπτύξεως του ποδηλάτου του, με την σθεναρά σιωπή του, κατά τις απειράριθμες διελεύσεις του. Καμία επίδειξις εύκολης δεξιοτεχνίας, κανένα τσαλίμι ακροβάτου ή δημεγέρτου, δεν συντελούσε στην δημιουργία της βαθειάς εντυπώσεως που ενεποίει στους κατοίκους, κάθε φορά που τους αντίκρυζε.

Κάποτε, κατά τις πρώτες ημέρες της εμφανίσεώς του, τότε που ήρχιζε να υποθρώσκη ό,τι κατήντησε μέσα σε λίγες εβδομάδες θρύλος, ένας μανάβης εξεσφενδόνησε κατά της κεφαλής του ένα καλάθι. Πάραυτα το μεγαλείτερο πιστωτικόν ίδρυμα της πόλεως κατέρρευσε. Ολίγες ημέρες αργότερα, μια γραία επεχείρησε να τον σπαθίση με την ομπρέλλα της. Την ίδια στιγμή, εξερράγη πυρκαϊά εις τον μητροπολιτικόν ναόν και τον αποτέφρωσε.

Έκτοτε κανείς δεν εσκέφθη πλέον να επιτεθή κατά του ποδηλατιστού, ή να του εναντιωθή στο πέρασμά του. Η αλήθεια είναι πως ουδέποτε ηγαπήθη από τους κατοίκους. Αλλ' ενώ, κατ' αρχάς, όλοι τον θεωρούσαν ως κακόν δαίμονα, ολίγον κατ' ολίγον και χωρίς να ξέρη κανείς γιατί, όλοι ανεξαιρέτως, ήρχισαν να τον θεωρούν ως σύμβολο της νίκης, και, αναγκαστικά, ως πνεύμα αγαθόν. Κατά την τελευταία μάλιστα εβδομάδα, ο πληθυσμός είχε συνταυτίσει τελείως την τύχη του με την τύχη του ποδηλατιστού. Άλλοι του προσέφεραν άνθη, άλλοι ολίγα τρόφιμα και άλλοι αεροθαλάμους, ή άλλα εξαρτήματα για το πεπαλαιωμένο ποδήλατό του. Αυτός όμως απεποιείτο τα πάντα και εξακολουθούσε τον δρόμο του νυχθημερόν, αναπαυόμενος δύο περίπου ώρες κατά εικοσιτετράωρον, επί ενός πάγκου, σε μιαν ήσυχη γωνιά του δημοσίου κήπου.

Τον τρίτον όμως μήνα της πολιορκίας, ο άνθρωπος αυτός διετύπωσε όλως αιφνιδίως, διά πρώτην φοράν, μίαν επιθυμίαν που ήτο και αξίωσις. Ο δήμαρχος τον είχε καλέσει ένα πρωί, για να του προσφέρη, εκ μέρους των κατοίκων, ένα ποδήλατο καινούργιο. Ο ποδηλατιστής δεν εδέχθη το δώρον, αλλά εζήτησε να λάβη την νεαρά και ωραία γυναίκα του δημάρχου εις γάμον.

Ο δήμαρχος, προσβληθείς, εκτύπησε τον άνδρα. Ο ποδηλατιστής κατέπεσε και πίπτων ετραυματίσθη σοβαρά. Μετ' ολίγον, ο πληθυσμός της πόλεως εμάνθανε πως ο άνθρωπος αυτός έπνεε τα λοίσθια εις το νοσοκομείον, παρά την περίθαλψιν των ιατρών.

Την ίδια ημέρα, ο δήμαρχος εδολοφονήθη. Οι κάτοικοι, έντρομοι, εδέοντο στα σπίτια, στις εκκλησίες και εις τον προ του νοσοκομείου χώρον, και παρεκάλουν να σωθή ο ετοιμοθάνατος.

Αλλά καμιά ελπίς δεν εφαίνετο να ροδίζη πουθενά. Τουναντίον, νέφη πυκνά συνεσωρεύθησαν επάνω από την πόλι, και το βράδυ της ιδίας ημέρας, ο εχθρός, καταρρίπτων τα τείχη, εισέδυε σε μια μακρυνή συνοικία, μεταφέρων την μάχη από τα περίχωρα εις τα οδούς της πόλεως.

Την επομένη απέθανε ο ποδηλατιστής. Ολίγοι μόνον διέφυγαν. Οι άνδρες εσφάγησαν, τα γυναικόπαιδα εζωγρήθησαν, η πόλις εκάη και επί των ερειπίων της, οι κατακτηταί ίδρυσαν το ποδηλατοδρόμιον, όπου διεξάγονται σήμερον οι μεγαλείτεροι και στιλπνότεροι αγώνες ποδηλάτων.

[πηγή: Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936-1946), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 52004, σ. 47-51 (γ΄ έκδοση: 1980)]

εικόνα