Δημήτρη Δούκαρη, «Εξορία»
Γνώρισα τη γεύση του νησιού,
τη σκληρή του όψη· τ' άγρια,
τ' απότομα βράχια,
τους πονεμένους γλάρους να πετούν,
κρώζοντας το πένθιμο εμβατήριο
της τελευταίας προσπάθειας,
που χάθηκε αναπάντεχα,
στο ελπιδοφόρο της πέταγμα,
μες στους συννεφιασμένους κυματισμούς·
της μίλησα σιγανά όταν
τα κύματα έπνιγαν το λαιμό της
και άπληστα οι αφροί ετοιμάζονταν να καταπιούν
τα σοβαρά μάτια της·
την όρκισα στο μεγάλο Θεό,
στη φλογερή μου πίστη·
γιατί το χέρι που δεν έζησε τραυματισμό,
που γονάτισε μονάχα τις ώρες της Προσευχής,
χαραγμένο ξεχώριζε καθαρά
στα σοβαρά μάτια της —
στη θαμπή λάμψη τους,
στην πικρή ομορφιά τους.
[πηγή: Δημήτρης Δούκαρης, Τα ποιήματα. Τόμος πρώτος. Παραγραφή (1944-1964), Θέμα / Έλληνες ποιητές, Αθήνα 1988, σ. 15]
|