Τάσου Λειβαδίτη, «Απλή κουβέντα» (απόσπασμα)
Θα 'θελα να μιλήσω
απλά
όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
και δείχνει ένα παλιό σημάδι
όπως κρυώνει ο αγκώνας σου
γυρίζεις
και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενητειά
κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
να μιλήσω
απλά —
μονάχα μια στιγμή ν' ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.
Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπάει η καρδιά
σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.
Εκεί που άλλοτε λέγαμε: ουρανός, τώρα λέμε: κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.
Ο άνεμος που φωνάζει έξω απ' τ' αντίσκηνο
το συρματόπλεγμα καρφωμένο στην κοιλιά της νύχτας
μια λάμπα σπασμένη
το πετρέλαιο στάζει
το μούτρο του Θωμά κάτω απ' τις γάζες
θα 'ναι κόκκινο και πρισμένο απ' τις κοντακιές
[...]
Μακρόνησος 1950
[πηγή: Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, Αθήναι 21979, σ. 105-106]
|