Νέαρχου Γεωργιάδη, «Ο Κυνοκέφαλος»

Τί ήτανε; Μια σύναξη πιστών στο προαύλιο ενός ναού για να λατρέψουνε τον Θεό τους ή μια ομάδα υπαλλήλων έξω από το Διευθυντήριο για να υποβάλουν τα σέβη στον Προϊστάμενό τους; Δε μπορεί κανείς να πει με σιγουριά. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο καθένας χωριστά κι όλοι μαζί αντάμα, γυναίκες και άντρες, πλέκαν εγκώμια και ύμνους που σε πολύ λίγους Θεούς ταιριάζουνε και σε θνητόν κανένα.

— Σπουδαίος που είναι ο Κύριος και Θεός μας! Δοξασμένο το όνομά του και θαυμαστά τα έργα του.

— Είναι παντοδύναμος. Εξουσιάζει την ευτυχία και τη δυστυχία μας κι εμάς και των παιδιών μας. Ό,τι ζητά ας το εκπληρώνουμε κι ας του ψάλλουμε ύμνους υποταγής.

— Μας κοιτάζει από ψηλά κι ό,τι κάνουμε το γνωρίζει. Δεν τον εμποδίζουν τοίχοι και κλειστές πόρτες.

— Είναι πανταχού παρών. Ό,τι πούμε αμέσως το μαθαίνει, για να τιμωρεί τους υβριστές και να αμοίβει τους υμνητές του.

— Του τα ψιθυρίζουν όλα οι αγγέλοι του στ' αυτί. Γι' αυτό τον ονομάζουμε Παντογνώστη κι αδιάκοπα ευλογούμε το όνομά του.

— Ανάλογα με τα έργα μας, δίκαια μοιράζει τιμωρίες και αμοιβές.

— Κάνουμε το θέλημά του;

— Μας εξυψώνει.

— Τον αντιστρατευόμαστε;

— Μας ρίχνει κάτω και μας τσαλαπατά.

— Γι' αυτό, είτε έτσι είτε αλλοιώς, αναγνωρίζουμε πως είναι σωστός και δίκαιος.

— Κι αν καμμιά φορά μας συντρίβει χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το γιατί…

— … σίγουρα κάπου θα σφάλαμε κι ας μην το έχομε συνειδητοποιήσει.

— Όμως ο Παντοδύναμος το γνωρίζει καλύτερα από μας, το αμάρτημά μας.

— Κι αν ακόμα χωρίς αιτία μας ταπεινώσει το κάνει για να δοκιμάσει τη μακροθυμία και την πίστη μας σ' Αυτόν.

— Αν αγόγγυστα υπομείνουμε, σίγουρα ο δίκαιος αυτός κριτής (μπορεί σε δέκα, μπορεί σε είκοσι χρόνια) θα μας υψώσει ξανά στην ίδια και πολύ καλύτερη, ακόμα, θέση.

— Στα μάτια το πρόσωπο και το κεφάλι, αχτινοβολεί η μεγαλωσύνη του και δεν τολμάς να τον κοιτάξεις καταπρόσωπο, γιατί κινδυνεύεις να τυφλωθείς.

— Τόσο πολύ αστράφτει σαν ήλιος. Και μερικοί που αποτολμούν να τον αντικρύσουν, λένε πως στην κάθε ρυτίδα του προσώπου του, είναι αποτυπωμένη σοφία αιώνων σε μια μυστηριώδη σημειογραφία. Ευτυχισμένος όποιος την αποκρυπτογραφήσει.

— Κι αν πεις για τη φωνή του, βροντερή σαν χίλια ορμητικά ποτάμια μαζί κι αρμονική σαν ουράνια μελωδία, μας υπαγορεύει τις καινούργιες του επιθυμίες, που άμποτε να εκπληρώνονται πάντα ώς την τελευταία τους κεραία.

Ανάμεσα στην ομάδα, ήταν κι ένας νέος μη μυημένος ακόμη στα τόσα και τόσα που κατέχαν και λαλούσαν οι άλλοι· ή μάλλον για ν' ακριβολογούμε περισσότερο, σήμερα θα αντίκρυζε τον Κύριο για πρώτη φορά. Φύλαγε λοιπόν όλα τα αποθέματα του τεράστιου θαυμασμού του που ξεπήγαζε από τα όσα άκουγε, για να τα καταθέσει σαν θυμίαμα στον βωμό του Ενσαρκωμένου Θεού, με πρώτη ευκαιρία.

Όταν επιτέλους η μορφή του Κυρίου βγήκε από τα άδυτα των αδύτων της και κάθησε στον θρόνο, νεκρική επικράτησε σιγή, που διακοπτόταν μόνο από συριστικούς ήχους θαυμασμού και θαυμαστικά επιφωνήματα.

— Σίγουρα ο δικός μας, είναι ο ανώτερος Θεός της περιοχής κι ένας από τους σπουδαιότερους στον κόσμο! Ψιθύρισε κάποιος.

— Δοξασμένη η κάθε λέξη της ομιλίας του, που υλοποιεί ηχητικά τις αιώνιες και άφθαρτες αλήθειες, ψιθύρισε δεύτερος.

— Ευτυχισμένοι εμείς που ζούμε κάτω από την εξουσία του και τον υπηρετούμε.

Ο Νέος ο μη μυημένος, στη βιάση του να μυηθεί μιαν ώρα αρχίτερα κι όσο καλύτερα μπορούσε, μισοσήκωσε λίγο το κεφάλι και λοξοκοίταξε το πρόσωπο του Θεού. Αυτό που είδε ήταν κάτι το αναπάντεχο, κάτι που τον έκανε ν' αρχίσει ν' αμφιβάλλει για την αξία της μαρτυρίας των αισθητηρίων οργάνων της όρασής του.

— Χαμήλωσε το κεφάλι σου, του σφυρίξανε επιτακτικά οι διπλανοί του.

Αναγκάστηκε να κατεβάσει το ασεβές βλέμμα του στο δάπεδο. Όμως τέντωσε τώρα την ακοή και περίμενε ν' ακούσει τους πρώτους ήχους που θα βγαίναν απ' το θείο εκείνο στόμα. Ο «Θεός», πήρε ανάσα και άρχισε να μιλάει… Έ τώρα πια, ο Νέος βεβαιώθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία. Οι ήχοι που βγαίναν από κείνο το λαρύγγι δεν είχανε τίποτα το θεϊκό ή τουλάχιστον το ανθρώπινο. Δεν ήταν τίποτ' άλλο, παρά γαυγίσματα. Τα γαυγίσματα ενός σκυλιού!

— Μα αυτός έχει κεφάλι σκύλου, αποτόλμησε να ψελλίσει κοιτάζοντας καταπρόσωπο την πελώρια πτυχωτή και τριχωτή μουσούδα, με τη σφυριχτή ασθματική αναπνοή, τα σάλια που τρέχαν απ' την κρεμασμένη γλώσσα, τα τσιμπλιάρικα μάτια, τους μυτερούς κυνόδοντες, τα μεγάλα πέτσινα αυτιά.

Οι συνάδελφοί του, άντρες και γυναίκες, γυρίσανε και κοιτάξανε τον βέβηλο με ύφος εσχάτης αποστροφής, απέχθειας και περιφρόνησης. Σαν από κάποιο σύνθημα λες κι ήταν μολυσμένος από καμμιά επικίνδυνη και μεταδοτική αρρώστεια, όλοι τραβήχτηκαν από κοντά του σε απόσταση τουλάχιστον δυο μέτρων. Κι ένας κύκλος από κενό δημιουργήθηκε γύρω του: Ο κύκλος της απομόνωσης.

Την ίδια κιόλας μέρα, ο Κύριος κάλεσε τον ιερόσυλο στο Διευθυντήριο και τον παρακάλεσε να κλείσει πίσω του την πόρτα. Η γραμματεύς όσο κι αν έστησε το εξ επαγγέλματος εξασκημένο αυτί της, δεν μπόρεσε ν' ακούσει παρά μόνον άγρια γαυγίσματα, ήχους από καρέκλες κι άλλα έπιπλα που αναποδογυρίζονταν με πάταγο και τζάμια που σπάγανε με ορμή. Κραυγές πόνου και βογγητά.

Τελικά, ο Νέος ο μη μυημένος, βγήκε έξω: Το πουκάμισο και το πανταλόνι του καταξεσχισμένα. Ένα κομμάτι κρέας από τον μηρό του έλειπε. Νυχιές και δοντιές αφήσανε τα ίχνη τους στο υπόλοιπο σώμα και το πρόσωπο.

Δεν έγινε, δυστυχώς, γνωστό το τί ειπώθηκε και τί διαδραματίστηκε μέσα στο άδυτο, γιατί δεν κρατήθηκαν πρακτικά. Όμως από κείνη τη μέρα (κι αφού γύρισε από την αναρρωτική του άδεια) ο πρώην αμύητος άρχισε να μυήται με ένα ζήλο πραγματικά αξιοθαύμαστο. Και σε λίγους μήνες η όραση και η ακοή του τόσο πολύ διορθώθηκαν και λυτρώθηκαν από τις παραισθήσεις, ώστε έφθασε στο σημείο όχι να συμφωνεί, απλώς, με τους άλλους, αλλά και να υπερθεματίζει σε ύμνους και εγκώμια για τον Θεό τους. Μάλιστα σε αγώνες γονυκλισίας και κάμψης της σπονδυλικής στήλης, ο Νέος ο μυημένος τώρα πια, έσπασε το κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Και σε διαγωνισμό «Ψαλμού Υποταγής» πήρε το πρώτο χρηματικό βραβείο, συνοδευόμενο κι από τιμητικό χρυσογραμμένο δίπλωμα.

Τώρα πια η κεφαλή του Θεού του δεν του φαινόταν διόλου αποκρουστική. Αντίθετα, τον θαύμαζε. Κι έβαλε σκοπό και προορισμό της ζωής του να εξομοιωθεί μαζί του. Και με τα χρόνια με μια σειρά από σταδιακές μεταμορφώσεις, δοκιμές μπροστά στον καθρέφτη και κοπιαστικές προσαρμογές, το κατάφερε απόλυτα. Έγινε εικόνα και ομοίωση του Κυρίου. Έγινε ο κορυφαίος του λατρευτικού χορού.

Πολύ τα εχτίμησε όλ' αυτά ο Κύριος κι όταν ήρθε ο καιρός που έπρεπε Εκείνος, ο Παλαιός Θεός, να αποχωρήσει και να αναπαυθεί για πάντα, μεγαλόψυχα παραχώρησε τη θέση του σ' αυτόν τον Νέο, που αγωνίστηκε σκληρά κι αδιάκοπα όσο κανένας άλλος, να του μοιάσει.

Κι όλα τα μέλη της ομάδας των πιστών, άντρες και γυναίκες, αναγνώρισαν και διακήρυξαν πως ο «Νέος Θεός» ήταν αντάξιος και παράξιος του παλαιού. Κι ο Νέος Θεός με τα σύμβολα της εξουσίας και την ακολουθία του (ευνούχους και παλλακίδες, γραμματείς και ποιητές, ψαλμωδούς και προσωπογράφους, κόλακες, αυλικούς και υπηρέτες, σωματοφύλακες και γελωτοποιούς και πλήθος άλλων πιστών), αποθανατίστηκε απ' τον ευνοούμενό του ζωγράφο σε μια θαυμαστή τοιχογραφία, με ωραία σχήματα και πλουσιότατους χρωματισμούς.

Κι όσον αφορά την εμφάνιση και τις βασικές ιδιότητες αυτού του «Θεού» και τις λατρευτικές συνήθειες των πιστών του, όλα αυτά παραμείνανε σχεδόν ανάλλαγα για αρκετές δεκαετίες ενός ταχύρρυθμου σε αλλαγές αιώνα, που καθεμιά του δεκαετία, ισοδυναμούσε με αιώνες του παρελθόντος. Επί Αποικιοκρατίας, επί Δημοκρατίας, επί Δικτατορίας, επί ξένης Κατοχής… Μόνον όσον αφορά τις λατρευτικές συνήθειες, πρέπει οπωσδήποτε να σημειωθεί ότι από καιρό σε καιρό παρατηριόταν μια έξαρση σε τελετές ανθρωποθυσίας.

Τέλος αν θέλετε και τη δική μου προσωπική μαρτυρία για τον «Νέο Θεό», εκείνην ενός απλού υπηρέτη, αρκεί να σας πω ότι μια μέρα που τον συνάντησα τυχαία σε κάποιον δαιδαλώδη διάδρομο, γαύγισε τόσο πολύ άγρια, ώστε παρ' όλη την ευσέβεια και τον θαυμασμό που του είχα, αναγκάστηκα να πηδήξω να κρυφτώ πίσω απ' την πρώτη πόρτα που βρέθηκε κοντά μου και να την κλείσω ερμητικά με φόρα. Κι από κείνη την ώρα, για καλό και για κακό κουβαλάω πάντα μαζί μου μια σύριγγα και μερικά φιαλίδια αντιλυσσικού ορρού, ώσπου να φτάσει με το πέρασμα των εποχών, το τέλος της κυνοκέφαλης δυναστείας.

[πηγή: Νέαρχος Γεωργιάδης, Διηγήματα πολιτικής και επιστημονικής φαντασίας, χ.ε.ο., Κύπρος 1980, σ. 28-32]

εικόνα