Δημήτρη Γκιώνη, «Τώρα θα δεις…» (απόσπασμα)

[…]

Το σχολείο μόνιμος βραχνάς αλλά και καταφύγιο. Γιατί όταν δεν είχε σχολείο, είχε δουλειά στο μαγαζί, θελήματα στο σπίτι. Μόνο που στο σχολείο έπρεπε να είσαι πάντα διαβασμένος και προσεχτικός, γιατί διαφορετικά έπεφτε ραβδί.

Αυτά τα αναθεματισμένα μέρη του λόγου.

— Πόσα είναι, Κούκο; Ρώτησε την ημέρα εκείνη ο Τζαναβάρας και ήμουν βέβαιος ότι ευχόταν να μην τα ξέρω για να με λιανίσει.

— Δέκα.

— Για πες τα…

— Άρθρο, όνομα ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, ρήμα, πρόθεση…

— Αυτά είναι έξι, δεν είναι δέκα. Τί τά ’κανες τ’ άλλα;

Φτου κι απ’ την αρχή:

— Άρθρο, όνομα ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, ρήμα…

— Τώρα τά ’βγαλες πέντε! Είσαι με τα καλά σου;

— ……

— Όρθιος, εκεί με τους άλλους!

Ευτυχώς που υπήρχε παρέα, η οποία έφτασε στο τέλος να είναι αριθμητικά μεγαλύτερη από τα μέρη του λόγου.

— Γιατί δε διαβάσατε, ρε; Τσίριξε.

Τσιμουδιά.

Από ένα αστραφτερό χαστούκι στον καθένα. Και καθώς το δεχτήκαμε όλοι περίπου ατάραχοι, μας περνάει και δεύτερο χέρι από το άλλο μάγουλο. Και κάποια στιγμή βγάζει αφηνιασμένος τη λουρίδα και μας λιανίζει τα πόδια.

— Αύριο να μου τό ’χετε γράψει είκοσι φορές στο τετράδιο και να το ξέρετε φαρσί!

[…]

[πηγή: Δημήτρης Γκιώνης, Τώρα θα δεις…, Καστανιώτης, Αθήνα 1994, σ. 50-51]

info