J.W. Goethe, «Προμηθέας»

Σκέπαζ' ω Δία,
με καταιγίδες σύννεφα τον ουρανό σου
κι αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
παρόμοια με παιδί, που εύκολα
των γαϊδουραγκαθιών θερίζει τα κεφάλια —
το χέρι σου όμως μακριά
από τη γη μου κράτα
κι απ' την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
καθώς κι από το τζάκι μου,
που για τη ζεστασιά του με ζηλεύεις.

Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο
κάτω απ' τον ήλιο από σας, θεοί!
Με ψίχουλα
σεις τη Μεγαλοσύνη σας
από θυσίες θρέφετε
και προσευχές
και θα πεινούσατε, αν δε βρίσκουνταν
ζητιάνοι και παιδιά
κουτοί γεμάτοι ελπίδες.

Σαν ήμουνα παιδί,
να πράξω τί, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν νάταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν' ακούσει,
κάποια καρδιά, σαν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.

Εμένα ποιος με βοήθησε,
Όταν την περηφάνεια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιος απ' το θάνατο με γλίτωσε
κι απ' τη σκλαβιά;
Εσύ δεν ήσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
που τάφερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νια τότε και καλή,
βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;

Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ' έκαναν στ' αμόνι απάνω άντρα
ο παντοδύναμος ο Χρόνος
κι η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;

Μήπως σου πέρασε απ' το νου
πως θα μου 'ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
και θάφευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δεν ωριμάσαν όλα;

Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
απάνω στη δική μου εικόνα,
γενιά, που νάναι σαν κι εμένα,
να κλαίει και νάχει βάσανα,
νάχει χαρές κι απόλαψες
και να σου δείχνει καταφρόνια,
καθώς εγώ!

μτφ. Νίκος Α. Σερεσλής

[πηγή: Aνθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκλογή και επιμέλεια Κλέων Β. Παράσχος, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία, Αθήνα 1999, σ. 197-199]

εικόνα