Μαξ φον ντερ Γκρυν, «Όταν αρχίζει να βραδιάζει»

«Άργησες», του λέει η γυναίκα του καθώς ανεβαίνει στο αυτοκίνητο. «Πάγωσαν τα πόδια μου πια».

Μπροστά στην πύλη του εργοστασίου πολλές ακόμα γυναίκες περιμένουν πάνω στο παγωμένο χιόνι, χοροπηδάνε πέρα δώθε, το χνότο τους βγαίνει τούφες τούφες απ' το στόμα τους, πάγωσε η αναμονή πάνω στα πρόσωπά τους.

Ο άντρας ξεκίνησε χωρίς ν' απαντήσει. Τα φώτα απ' τ' αντίθετο ρεύμα μπροστά του λαμπύριζαν τούτη τη στιγμή, ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα, σαν πελώρια μάτια φοβερών θηρίων πάνω στην άσφαλτο. Τα φώτα τον τύφλωναν, η άσφαλτος ίδιος καθρέφτης, κι απ' τη μεριά που ήξερε πως ήταν το Ντόρτμουντ ανέβαινε μια κίτρινη δέσμη φως, η τελευταία της μέρας, η πρώτη της νύχτας.

«Πού ήσουν, τέλος πάντων, κι άργησες τόσο; Μ' έστησες και περιμένω σα τον βλάκα τόση ώρα», γκρινιάζει η γυναίκα. Τρέμει απ' το κρύο και τη σύγχυση.

«Σταμάτα επιτέλους, δε βλέπεις τί γίνεται εδώ χάμω; Κοίτα κει… κοίτα γλίστρα… εκεί… εκεί…». Ένα αυτοκίνητο γλιστρούσε στο αντίθετο ρεύμα, έπεφτε μες στο λάκκο στην άκρη του δρόμου και τουμπάριζε με τέτοια άνεση, με τέτοια ακρίβεια που λες και ήτανε γραμμένο μέσα στην άδεια κυκλοφορίας του με σφραγίδες και υπογραφές απ' τις αρχές.

«Άσ' τα αυτά, μην αλλάζεις κουβέντα, πού ήσουν κι άργησες τόσο;» επιμένει η γυναίκα κεντρισμένη απ' το θυμό της που ανεβαίνει κατευθείαν απ' τα παγωμένα της πόδια.

Ο άντρας γίνεται έξω φρενών και φωνάζει: «Έτσι και δε βγάλεις τον σκασμό σου, σε πέταξα αυτή τη στιγμή έξω απ' τ' αυτοκίνητο».

Χωρίς να το θέλει πατάει γκάζι, οι πίσω ρόδες γυρίζουν πάνω στον πάγο, το αμάξι γλιστράει προς τα κράσπεδα, ο άντρας γυρνάει το τιμόνι αντίθετα, το συγκρατεί και τελικά σταματάει. Ανάβει τσιγάρο. Η γυναίκα μαρμάρωσε.

«Τόσο ηλίθια είσαι τέλος πάντων», λέει στη γυναίκα του με σφιγμένα δόντια. «Δε βλέπεις τί γίνεται, τί ρωτάς πού ήμουν τόση ώρα. Άι στο διάολο, σκάσε επιτέλους!»

«Με συγχωρείς, αλλά είναι καλύτερα να δουλέψεις ένα οχτάωρο παρά να περιμένεις μια ώρα μες σ' αυτό το κρύο. Μου βγήκε η Παναγία».

«Δεν περιμένεις δα και κάθε μέρα, αυτή είναι η πρώτη φορά φέτος».

Ο άνδρας ένιωθε το μίσος και την ανυπομονησία των πολλών φώτων που μαζεύτηκαν πίσω του, τα 'βλεπε στον καθρέφτη, δε μπορούσαν να τον παρακάμψουν, αδύνατο να προσπεράσουν, τα φώτα απ' το αντίθετο ρεύμα έρχονταν ουρά δίχως τέλος.

«Κι έπειτα έχω να πλύνω σήμερα ένα βουνό άπλυτα», λέει η γυναίκα. Ανάβει κι αυτή τσιγάρο.

O άντρας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει όταν κάποιος χτύπησε το παράθυρο και μια θυμωμένη φωνή λεει: «Άντε λοιπόν, τράβα πιο πέρα με το παλιοσαράβαλό σου, τί στο διάολο, θέλουμε κι εμείς να πάμε στα σπίτια μας».

Ο Ντέτλεφ κατέβασε το παράθυρο αργά αργά και είπε τάχα αδιάφορα στη σκιά δίπλα στο αυτοκίνητό του: «Σου 'στριψε, φίλε. Αν βιάζεσαι τόσο, τράβα ν' αγοράσεις ελικόπτερο».

Ξεκίνησε πάλι σιγά σιγά. Μέσα στο αυτοκίνητο έκανε κρύο. Τα μοχθηρά φώτα πίσω του κινήθηκαν ξαλαφρωμένα ακολουθώντας τον.

«Πρέπει να πας να διορθώσεις επιτέλους το καλοριφέρ», λέει η γυναίκα. «Δεν υποφέρεται το κρύο εδώ μέσα».

«Καλά, καλά», είπε ο άντρας.

Στα σύνορα της περιοχής του Ντόρτμουντ, ο δρόμος γυάλιζε σα διπλός καθρέφτης κι αναρωτιόσουν κι έλεγες: Είναι πάγος; Είναι υγρασία; Ο Ντέτλεφ άφησε τον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της Ρουρ και κατευθύνθηκε προς το Μπάροπ. Στην έξοδο της Ράουμστράσσε, κάτω, προς τον ζωολογικό κήπο, ήταν τρακαρισμένα δυο αυτοκίνητα. Μπλε φώτα αναβόσβηναν και προειδοποιούσαν από μακριά για το δυστύχημα.

«Πάλι κάποιοι θα βιάζονταν», λέει η γυναίκα κι ο άντρας της απάντησε ενώ ταυτόχρονα άνοιγε μια χαραμάδα στο παράθυρο για να πετάξει τη γόπα του έξω στον άνεμο: «Ή θα 'χε ο ένας απ' αυτούς δίπλα του στ' αυτοκίνητο κανένα χαζοθήλυκο όπως εγώ».

Μετά φτάσανε στη συνοικία τους. Σε σχήμα βεντάλιας υψώνονταν πάνω απ' το φαρδύ δρόμο οι πολυκατοικίες, ίδιες με τεράστιους κούφιους μονόλιθους. Ολόιδιες και πληκτικές οι πολυκατοικίες και πίσω απ' την κάθε πλήξη, μια άλλη. Προχώρησαν ώσπου τέλειωσαν αυτές οι πλήξεις κι άρχιζε μια καινούργια, η δική τους η πλήξη. Πίσω όμως απ' τη δικιά τους την πλήξη έφεγγε, γυρίζοντας γύρω γύρω, ένα μεγάλο μπλε φωτεινό αστέρι, το σήμα της Μερσεντές. Πολύ ωραίο ήταν το αστέρι.

Η γυναίκα κατέβηκε, έτρεξε σα να την κυνηγούσαν προς την είσοδο σηκώνοντας πολλές φορές το κεφάλι στα φωτισμένα παράθυρα της πρόσοψης, φάνηκε πως καθησύχασε, προχώρησε όμως ακόμα πιο βιαστικά, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της, άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας δυο δυο τα σκαλοπάτια ξεκουμπώνοντας ταυτόχρονα το παλτό της, το 'βγαλε από το διάδρομο ακόμα, χτύπησε την πόρτα και περίμενε λαχανιασμένη.

Της άνοιξε ο μικρός και είπε: «Αργήσατε πολύ σήμερα, έκανα όλα μου τα μαθήματα, έφαγα κιόλας κάτι και ήρθε κι ο ταχυδρόμος, ήθελε οχτώμισυ μάρκα, εγώ όμως δεν είχα…».

«Καλά, καλά», λέει η γυναίκα. «Έλα».

Ο Ντέτλεφ παρκάρισε το αμάξι σ' έναν στενόμακρο χώρο που έγραφε: Μόνο για τους ενοίκους. Κατέβηκε, πήρε την τσάντα του απ' το πίσω κάθισμα, κλείδωσε κι έκανε ένα γύρο τ' αυτοκίνητο χτυπώντας με τις μύτες των παπουτσιών του τα λάστιχα. Ένα αμάξι ήρθε προς το μέρος του. Ο οδηγός του αμαξιού λέει: «Ήρθα απ' το Μπόχουμ ώς εδώ με τη δεύτερη. Βρωμόκαιρος». «Ναι, σου βγαίνει η Παναγία», απαντάει ο Ντέτλεφ, «κι η γυναίκα μου μ' έπρηξε με τη γκρίνια της που άργησα να πάω να την πάρω. Με τέτοιους δρόμους! Γυναίκες!»

«Γυναίκες!», λέει κι ο άνθρωπος στ' αμάξι, «ας κάτσουν πρώτα στο τιμόνι με τέτοιον καιρό, και τα λέμε. Αλλά αυτές οδηγούν μόνο το καλοκαίρι, και πάλι παν σαν τις χήνες».

Ο Ντέτλεφ ανέβηκε με το πάσο του τα τρία πατώματα. Χτύπησε το κουδούνι. Ο μικρός άνοιξε την πόρτα κι η γυναίκα φώναξε απ' την κουζίνα: «Δεν έχεις κλειδιά; Πρέπει δηλαδή ν' αναστατώσεις όλη την οικογένεια;» Ο άντρας δεν απάντησε, η γυναίκα άλλωστε δε θα τον άκουγε, στεκόταν μπροστά στο πλυντήριο που δούλευε κι έριχνε απορρυπαντικό στις σαπουνοθήκες. Το τραπέζι ήταν κιόλας στρωμένο στη στενόχωρη κουζίνα, ο εντεκάχρονος μικρός έβαζε το ψωμί, η γυναίκα ξετύλιγε πακετάκια με τυρί και σαλάμι.

Ο άντρας ξανακατέβηκε κάτω στο κελλάρι για να φέρει μερικά μπουκάλια μπύρα, τώρα καθώς τρώει παραπονιέται για τα πολλά σκαλοπάτια. Έπειτα τρώνε σιωπηλά, ακούγεται μόνο το πλυντήριο που δουλεύει, πού και πού κάνει έναν κρότο και μετά γυρίζει ο κάδος απ' την αντίθετη μεριά. Μέσα απ' τα κουρτινάκια της κουζίνας φαίνεται το μεγάλο μπλε αστέρι της Μερσεντές που γυρίζει εκεί ψηλά, κοντά στον αυτοκινητόδρομο της Ρουρ, όπου κυλάει η ζωή πάνω στις πίστες του και καμιά σχέση δεν έχει πια με το γαλάζιο αστέρι.

«Τί κάνατε σήμερα στο σχολείο;» ρωτάει η γυναίκα.

«Μας σχόλασαν πάλι δυο ώρες νωρίτερα», λέει ο μικρός. «Η δασκάλα μας είναι άρρωστη. Είχαμε την αντικαταστάτρια. Δεν κάναμε τίποτα, διαβάσαμε, το κομμάτι το ξέρουμε πια απ' έξω…».

«Όλο άρρωστη είναι αυτή», παρατήρησε ο άντρας.

«Εμ, βέβαια, τί ανάγκη έχουνε αυτοί», μουρμούρισε η γυναίκα. «Αυτωνών ο μισθός δεν κόβεται. Δεν είναι σαν εμάς. Εμείς οι φουκαράδες για ν' αρρωστήσουμε πρέπει πρώτα να τρέξουμε από δω κι από κει πριν πάρουμε το χαρτί ασθενείας».

«Αυτοί καλά την έχουνε», λέει ο άντρας με γεμάτο στόμα. «Μακάρι κι εγώ να την είχα έτσι, μόλις δουν τα σκούρα, διώχνουν τα παιδιά στα σπίτια τους».

«Ναι, μακάρι να μπορούσαμε κι εμείς», λέει η γυναίκα. «Αλλά το εργοστάσιο, βλέπεις, δεν κουνιέται», μουρμουρίζει πάλι ο άντρας. «Η διαφορά είναι μόνο πως το σχολείο διώχνει τα παιδιά όταν πέφτει πολλή δουλειά, ενώ το εργοστάσιο όταν λιγοστεύει η δουλειά».

«Μη λες βλακείες», λέει η γυναίκα απότομα. Έκλεισε τα στόρια, το αστέρι της Μερσεντές έσβησε. «Κανένας δε μας έδιωξε ώς σήμερα».

«Δεν είπα εγώ αυτό, που να πάρει και να σηκώσει, μια υπόθεση έκανα μονάχα. Θα μπορούσε να γίνει, θα μπορούσε κάποτε να γίνει… έτσι το είπα». O άντρας έπινε τη μπύρα του απ' το μπουκάλι.

«Μπορεί να γίνει. Πάντα το ίδιο: Θα μπορούσε να γίνει». Η γυναίκα είχε τελειώσει νωρίτερα, άρχισε να σηκώνει το τραπέζι. Ο άντρας κι ο μικρός τρώγανε ακόμα.

«Κάτσε να τελειώσουμε κι εμείς πρώτα», λέει ο άντρας.

«Τί μας λες! Εσείς οι δυο είστε ικανοί να τρώτε ώς αύριο το πρωί αν δεν πάρω το ψωμί από μπροστά σας».

Η γυναίκα πάτησε το κουμπί για γρήγορο πλύσιμο και το κράτησε πατητό ώσπου πήδηξε το πλυντήριο δυο προγράμματα παρακάτω. Ο μικρός σήκωσε τα πιάτα απ' το τραπέζι, τα 'βαλε στον νεροχύτη κι άναψε το ζεστό νερό.

Ο άντρας διάβαζε εφημερίδα. Ο μικρός περίμενε να βράσει το νερό, μετά γέμισε τον νεροχύτη κι άρχισε να πλένει τα πιάτα.

Απ' την κρεβατοκάμαρα ακουγόταν το βουητό της ηλεκτρικής σκούπας, μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας έκλεισε μια πόρτα αυτοκινήτου. Ο Ντέτλεφ πετάχτηκε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω. Από τα πλάγια, δεξιά έπεφτε πάνω στο πρόσωπό του το μπλε φως του αστεριού της Μερσεντές.

«Καλά το 'πα εγώ, πάλι ο Μπαχμάγιερ δεν καταδέχεται να βάλει το αμάξι του στο πάρκινγκ. Νομίζει πως επειδή έχει ένα 20 TS, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Σιχαμένος άνθρωπος… Κλάους… πάνε να μου πάρεις τσιγάρα».

«Τώρα τα θέλεις, μπαμπά;»

«Τελείωσε πρώτα τα πιάτα».

Το πλυντήριο είχε σταματήσει, η γυναίκα μπήκε στην κουζίνα, άνοιξε το καπάκι, έβγαλε ένα ένα τα ρούχα και τα στοίβαξε μέσα στο στρόβιλο για το στράγγισμα.

«Δεν είναι ανάγκη ν' αφήνεις τις βρώμικές σου κάλτσες όπου να 'ναι μες στην κρεβατοκάμαρα, ξέρεις καλά πού είναι η θέση τους. Τρέχω συνέχεια ξοπίσω σας σα να μην είχα τόση δουλειά στην καμπούρα μου».

«Συγνώμη», λέει ο άντρας, «το ξέχασα, συμβαίνουν αυτά. Κι εσύ όμως το παραμικρό το κάνεις ανατολικό ζήτημα».

Η γυναίκα κάτι είπε, αλλά τα λόγια της σκεπάστηκαν απ' τον σφυριχτό θόρυβο του κυλίνδρου που γύριζε, τα γυαλικά κουδούνιζαν μες στα ντουλάπια. Μόλις τελείωσε κι αυτό, λέει: «Θα μπορούσες να πας εσύ για τα ψώνια».

«Ποιος, εγώ;» ρωτάει ο άνδρας.

«Όχι, ο δήμαρχος».

«Ας πάει ο Κλάους».

«Καλά, κατάλαβα, θα πάω μόνη μου μόλις τελειώσω με την πλύση, μόνο άπλωμα θέλει άλλωστε».

«Άπλωμα; Και πού θα απλώσεις; Στη σοφίτα δε μπορείς», λέει ο άνδρας και βάζει κάρβουνα στη σόμπα. Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. «Ο Μπαχμάγιερ, αυτός ο σκατιάρης, βάζει συνέχεια το αμάξι του μπροστά απ' το σπίτι. Αν το κάναμε εμείς αυτό, θα 'βλεπες τί στόμα θ' άνοιγε αυτός».

«Γιατί δε μπορώ ν' απλώσω τα ρούχα στη σοφίτα;» ρωτάει η γυναίκα. «Συμβαίνει τίποτα;»

«Αφού, αυτή τη βδομάδα έχουν σειρά οι Βόλτερς για τη σοφίτα».

«Τί πράμα;»

«Η δικιά σου η σειρά είναι την άλλη εβδομάδα».

«Σκατά! Τώρα πρέπει πάλι να τ' απλώσω στο μπάνιο».

«Άπλωσ' τα λοιπόν στο μπάνιο. Δεν εμποδίζουν».

«Ωραία τα λες! Και τί θα πρωτοκρεμάσω εκεί μέσα; Θέλουν πάλι οχτώ μέρες για να στεγνώσουν. Στο μπάνιο καλά καλά ούτε να γυρίσουμε δε χωράμε».

«Έλα τώρα, ηρέμησε. Δε γίνεται τίποτα. Ο κανονισμός είναι κανονισμός. Εσείς οι ίδιες οι γυναίκες κάτσατε και τον κάνατε».

«Κανονισμός! Και μόνο που ακούω αυτή τη λέξη. Εγώ, στο κάτω κάτω, δεν κάθομαι όλη μέρα στο σπίτι σαν αυτήν την Βόλτερς που δεν ξέρει πώς να σκοτώσει την ώρα της. Πρέπει να δεις τον πισινό της, όλο φαρδαίνει, σαν τα καπούλια ουγγαρέζικου αλόγου είναι, κι έχει το θράσος το παλιοθήλυκο να φοράει τώρα και μίνι φούστες. Απορώ πώς δεν το βλέπει και μόνη της, πόσο πρόστυχα χτυπάει, όμως εμένα το ίδιο μου κάνει. Κι έπειτα, είδες τώρα έβαλε και διχτυωτές κάλτσες, θα 'θελα να 'ξερα, ποιον πάει ακόμα να τυλίξει… με τέτοιον πισινό… βέβαια, αυτή είναι ξεκούραστη, κι εκείνος ο φουκαράς ο άντρας της, φου να τον κάνεις, θα πέσει, αυτός βέβαια, άλλο που δε θέλει, έχει την ησυχία του ο άνθρωπος όταν γυρίζει σπίτι του, αχ, κάτι τέτοιες βρώμες θα μπορούσα να τις πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια».

«Λέγε ό,τι θες εσύ», απαντάει ο άντρας, «όμως ο κανονισμός είναι κανονισμός, τελεία και παύλα».

«Κι ο Μπαχμάγιερ;», ειρωνεύεται η γυναίκα. «Αυτός μήπως σέβεται τον κανονισμό της πολυκατοικίας; Γιατί αφήνει συνέχεια το αυτοκίνητό του μπροστά στην είσοδο κι όχι στο πάρκινγκ; Είναι κάτι παραπάνω αυτός; Νομίζει δηλαδή πως, επειδή έχει ένα είκοσι TS, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει; Μακάρι να θέλαμε κι εμείς… όμως δε θέλουμε, εμάς μας φτάνει το φολκσβάνγκεν. Αλλά εσείς οι άντρες, όλοι εδώ μέσα στο σπίτι, κανένας δε λέει τίποτα, ο Μπαχμάγιερ, βλέπεις, μπορεί να γίνει κάποτε προϊστάμενος… ναι, μάλιστα, έτσι είναι… όμως έννοια σας, και τότε δε θα μένει πια εδώ μαζί μας, τότε θα 'χει δικό του σπίτι, μόνος του».

Η γυναίκα στοίβαξε τη στραγγισμένη μπουγάδα μέσα σ' έναν πλαστικό κουβά κι εξαφανίστηκε στο μπάνιο. Ο άντρας ξανακοίταξε απ' το παράθυρο και κούνησε το κεφάλι. Ο μικρός ήταν όλη αυτή την ώρα σιωπηλός, σκούπισε τα πιάτα και τα 'βαλε στο ντουλάπι. Πού και πού ακουγόταν ένα πλατάγισμα απ' το μπάνιο κάθε φορά που η γυναίκα τίναζε τα ρούχα για να τα ισιώσει.

Ουφ, τί ξέρουν τώρα οι γυναίκες! Και βέβαια θα γίνει ο Μπαχμάγιερ προϊστάμενος, και βέβαια θα φύγει μετά από δω, όμως στο εργοστάσιο θα μείνει όπως και πριν. Κι έτσι θα πάρει τη διεύθυνση του τμήματός μας, τότε να δεις τί μας περιμένει… γιατί να κάτσεις ν' ανοίξεις το στόμα σου λοιπόν, για το αμάξι τώρα, σκέτη βλακεία, αυτός μπορεί να μας βγάλει την πίστη αργότερα. Δε πα' να μείνει το σκατοαμάξι του εκεί που είναι! Μακάρι να πέσει κανείς απάνω του και να σπάσει τα μούτρα του. Πολύ θα μ' άρεζε.

«Θα πάω να πάρω μόνος μου τσιγάρα», λέει στον μικρό.

«Άσε, μπαμπά, έτσι κι αλλιώς θα πάω στον Κουρτ να δω τί βρήκε στην αριθμητική».

«Ε, καλά, αφού θέλεις».

«Πάνε εσύ καλύτερα να ψωνίσεις για τη μαμά».

«Χαζαμάρες, ας πάει η ίδια».

«Η μαμά έχει όμως ακόμα τη μπουγάδα. Μέχρι να τελειώσει θα κλείσουν τα μαγαζιά».

«Ας κλείσουν, δεν είν' ανάγκη να πηγαίνει κάθε μέρα για ψώνια. Θα κατέβω κάτω στ' αμάξι να δω μήπως μπορώ να φτιάξω το καλοριφέρ μόνος μου». Ο άντρας βγήκε σφυρίζοντας απ' το δωμάτιο.

«Κλάους, Κλάους, έλα γρήγορα!»

Ο μικρός έτρεξε στο μπάνιο. Η γυναίκα κατεβαίνοντας απ' το σκαμνί που είχε ανέβει για ν' απλώσει τα ρούχα, χώθηκε με το 'να πόδι μες στον άδειο πλαστικό κουβά. Ο μικρός έβαλε τα γέλια και την ελευθέρωσε.

«Τί θέαμα, μαμά, σαν ελαφαντοπόδαρο».

«Όλο ιδέες είσαι», είπε η γυναίκα και του χάιδεψε τα μαλλιά. Ο μικρός δεν τα 'θελε κάτι τέτοια. Μια φορά είχε πει: «Άσ' τα αυτά, αυτά είναι χαζά».

«Έλα, πάμε για ψώνια», είπε η γυναίκα.

Στο σούπερ μάρκετ η γυναίκα διάβαζε τί χρειαζόταν μέσα από μια λίστα που είχε ετοιμάσει από νωρίς στο εργοστάσιο κι όταν τέλειωσε η λίστα και γέμισε το καρότσι, έκανε μια βόλτα με τον μικρό στο κατάστημα, έτσι, χωρίς λόγο, έτσι μόνο, για να ρίξει μια ματιά, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς να είν' ανάγκη, μόνο έτσι, για να δει τις κονσέρβες με τις ορεκτικές ετικέτες τους, να δει τί έχουν στα κατεψυγμένα, καλοθρεμμένες χήνες και πάπιες, μόνο έτσι, χωρίς ν' αγοράσει τίποτα, τί να τα κάνει άλλωστε αυτά, δεν χρειάζονται, τα Χριστούγεννα κάνουν πάντα γαλοπούλα, έχει ένα σωρό κρέας, γιατί πρέπει να 'ναι χήνα, και μάλιστα Πολωνίας, γιατί ν' αγοράζουμε τις χήνες αυτωνών, θα πρέπει να υποστηρίζουμε πράγματα που δεν είναι σωστά, μόνο έτσι, να περπατάς και να χαζεύεις, όπως τόσοι άλλοι, αυτοί που έχουν ολόκληρη μέρα στη διάθεσή τους, όπως, ας πούμε, αυτή εδώ μπροστά από μένα που, χωρίς να λογαριάζει τον κόσμο που περιμένει πίσω της, κάθεται και κουτσομπολεύει με την ταμία την κοπέλα που έχει ένα παιδί και δεν είναι παντρεμένη. Μόνο έτσι.

Βγήκαν με τον μικρό στο δρόμο, κουβαλούσαν μαζί τη βαριά τσάντα, και το αστέρι της Μερσεντές ήταν ακριβώς πάνω απ' τα κεφάλια τους, κι ας ήταν εκεί πέρα κοντά στον αυτοκινητόδρομο της περιοχής της Ρουρ. Έριχνε γυρίζοντας τις μπλε ανταύγειές του πάνω στις νότιες συνοικίες της πόλης, που οι νότιοι Γερμανοί τη λένε «η βρώμικη».

Ο Κλάους το χρονομέτρησε κάποτε αυτό το αστέρι. Σε επτά δευτερόλεπτα, γυρίζει μια φορά γύρω απ' τον άξονά του, δηλαδή σ' ένα λεπτό, εξήντα διά επτά, σε μια ώρα επί εξήντα… αχ, βλακείες, ο μικρός όλο κάτι τέτοια σκέφτεται.

Ο άντρας είχε ανάψει τη σόμπα στο σαλόνι, ήταν όμορφα ζεστά, κι όλα ξαφνικά μύρισαν νοικοκυριό κι αυτό που λέμε «σπίτι μας».

«Ήταν ανάγκη;» ρωτάει η γυναίκα. «Τα κάρβουνα όλο και λιγοστεύουν στο κελλάρι μας».

«Βέβαια λιγοστεύουν», γέλασε ο άντρας, «αφού δε μπορούν να περισσέψουν».

Ο μικρός κάθεται μπροστά στην τηλεόραση, Ιντερμέτζο, αλλάζει πρόγραμμα, διαφημίσεις, πάλι τίποτα ιδιαίτερο, ένα αστυνομικό, κάτι οικογενειακά μελό στο τίμιο σπίτι, όλα τα ξέρουμε πια, όλα τα 'χουμε ξαναδεί, όλα τα 'χουμε χορτάσει.

«Το καλοριφέρ είναι πάλι εντάξει. Είχε φύγει απ' τη θέση του το σύρμα της βαλβίδας, καθόλου δύσκολο, φώναξα τον Βέμπερ, το 'φτιαξε αμέσως, ξέρει αυτός από αυτοκίνητα».

«Δόξα το Θεό, κι όσο σκεφτόμουνα το αύριο, μ' έπιανε ρίγος. Ντέτλεφ, πρέπει τότε να πας αμέσως στον Βέμπερ ένα μπουκάλι μπύρα».

«Τί μας λες, κι εγώ τις προάλλες έσπασα για τη γυναίκα του κάρβουνα όταν αυτός ήταν νυχτερινός, χωρίς μπουκάλι μπύρα».

Η γυναίκα είχε στερεώσει τη σιδερώστρα πάνω στην άκρη του τραπεζιού και στο περβάζι και σιδέρωνε τα ρούχα που είχαν μείνει απ' την προηγούμενη.

«Δε θα δεις τηλεόραση απόψε;» ρώτησε ο άντρας.

«Δεν ξέρω», λέει η γυναίκα κι αναστέναξε.

«Τί έχεις; Δεν είσαι καλά;»

«Μπα, τίποτα, ένας πόνος μόνο κάπου κάπου στην πλάτη».

«Το 'χεις συχνά αυτό;»

«Από τότε που με βάλανε στην καινούργια μηχανή. Πρέπει να σκύβω στο πλάι κάθε φορά που βάζω κάτω απ' το πιεστήριο τα φύλλα».

«Τότε τράβα πιο κει το κάθισμα».

«To δοκίμασα κι αυτό. Αλλά τότε πρέπει να σκύβω στο πλάι όταν κατεβάζω τον μοχλό, κι αυτό είναι πολύ χειρότερο».

«Τότε να πας να το πεις στον τμηματάρχη σας».

«Πάλι λες ό,τι θέλεις. Σα να μην ξέρεις τί θα μου πουν αυτοί. Η μηχανή είναι εντάξει, εμείς δεν είμαστε, πάντα βρίσκουμε κάτι για να γκρινιάζουμε, δεν υπάρχει δουλειά που να μη βρίσκουμε κάτι που δε μας αρέσει. Η μηχανή είναι εντάξει, όλες οι μηχανές όταν είναι καινούργιες παρουσιάζουν δυσκολίες, σε μισό χρόνο όλα θα 'χουν στρώσει».

«Τότε πάνε κατευθείαν στο γιατρό, ίσως αυτός γράψει να σε βάλουνε σ' άλλη δουλειά».

«Σήμερα όμως μιλάς στ' αλήθεια σα να κατέβηκες απ' το φεγγάρι, σα να μπορούσε τάχα ο γιατρός να μ' αλλάξει δουλειά. Κι αν ακόμα ήταν έτσι, τέτοιες δουλειές που προτείνει ο γιατρός δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα σ' ολόκληρο το εργοστάσιο. Καλύτερα να πας ευθεία να ζητήσεις τα χαρτιά σου».

«Πάντως πρέπει να πας οπωσδήποτε στο γιατρό, ίσως είναι τίποτα πιο σοβαρό».

«Ίσως. Όμως αδύνατο πριν απ' τα Χριστούγεννα. Θ' αρχίσουν πάλι να λένε στο εργοστάσιο πως κάθησα σπίτι γιατί δεν πρόφτασα τις δουλειές μου, αυτά είπαν και την άλλη φορά, έχω, λέει, λόξα με την καθαριότητα, έτσι δεν είπανε; Κι εγώ ήμουν στο κρεβάτι με κείνο το φοβερό κρυολόγημα, εσύ τουλάχιστο το ξέρεις».

«Ναι, ναι», είπε ο άντρας.

«Κλάους, τώρα όμως είναι ώρα να πας πια στο κρεβάτι σου».

«Καλά, πηγαίνω, μαμά».

«Κλάους, άκου, το ψωμί για το σχολείο θα σου το ετοιμάσω εγώ. Μόλις γυρίσεις αύριο το μεσημέρι, το πρώτο που θα κάνεις είναι να κοιτάξεις τη σόμπα στην κουζίνα. Μετά θα πας ν' απλώσεις τα υπόλοιπα ρούχα, μην τα κάνεις κουβάρια και μην κρεμάς πολλά στο σχοινί γιατί μπορεί να βγει ο γάντζος απ' τον τοίχο».

«Εντάξει, έγινε, μαμά».

Ο άντρας καθόταν μπροστά στην τηλεόραση κι έβλεπε τις ειδήσεις, κάπνιζε κι έπινε πού και πού καμιά γουλιά μπύρα με το μπουκάλι.

Η γυναίκα τέλειωσε το σίδερο, κάθισε στο ντιβάνι δίπλα στον άντρα κι άρχισε να ράβει το ξηλωμένο στρίφωμα του πανταλονιού του.

«Κάθε μέρα οι ίδιες βλακείες», λέει ρίχνοντας μια ματιά στην τηλεόραση. Έπειτα σηκώνεται και πάει στο δωμάτιο του μικρού. «Κρίμα», λέει, «κοιμήθηκε κιόλας. Ήθελα να του πω να πάει απ' της θείας Έλλης να μου φέρει τα παπούτσια μου».

«Γράψ' του ένα σημείωμα», λέει ο άντρας.

«Θα βάλεις εσύ το ξυπνητήρι;» ρωτάει η γυναίκα γυρίζοντας απ' το δωμάτιο του παιδιού όπου έβαλε το σημείωμα για τον Κλάους κάτω απ' το γυαλί του κομοδίνου του.

«Θα το βάλω. Πας κιόλας για ύπνο;»

«Ναι, είμαι ψόφια στην κούραση. Ούτ' εγώ ξέρω τί μου συμβαίνει».

«Περίεργο, είσαι συνέχεια έτσι κουρασμένη. Πρέπει να πας οπωσδήποτε στο γιατρό μετά τις γιορτές…».

Ο άντρας καπνίζει, βλέπει τηλεόραση και πίνει πού και πού μια γουλιά απ' το μπουκάλι. Μόλις άρχισαν οι τελευταίες ειδήσεις σηκώθηκε, έκλεισε την τηλεόραση, πήρε το σταχτοδοχείο, το άδειασε στη σόμπα της κουζίνας, το 'πλυνε με τα δυο δάχτυλα κάτω απ' τη βρύση, το σκούπισε και το 'βαλε στο περβάζι του παράθυρου.

Έπειτα άνοιξε το παράθυρο του σαλονιού κι έμπασε στο δωμάτιο, για κάμποση ώρα, τον φρέσκο αέρα και το μπλε φως του αστεριού της Μερσεντές από κει πάνω, απ' τον αυτοκινητόδρομο της Ρουρ. Ο άντρας ήταν ευχαριστημένος.

Όταν πήγε στην κρεβατοκάμαρα, η γυναίκα του κοιμόταν, ανάσαινε βαθιά και ρυθμικά. Πήρε το βιβλίο που κρατούσε ακόμα στα χέρια της, έσβησε το πορτατίφ της, άναψε το δικό του, το σκέπασε μ' ένα μαντίλι, ξεντύθηκε και πήρε το βιβλίο που ήταν πάνω στο δικό του κομοδίνο. Άρχισε να διαβάζει.

«Μπα, σήμερα, βλέπω, είσαι στην ώρα σου», λέει η γυναίκα καθώς ανεβαίνει στ' αυτοκίνητο.

«Σπουδαία τα λάχανα, όλ' οι δρόμοι είναι σήμερα εντάξει».

«Θα χαρεί ο μικρός που θα 'μαστε στην ώρα μας. Α, Ντέτλεφ, μη διαβάζεις, βρε παιδί μου, τόσο αργά στο κρεβάτι. Απόψε ξύπνησα και σε βρήκα με το βιβλίο πεσμένο στα μούτρα και το φως να καίει. Το κάνεις πολύ συχνά αυτό τώρα τελευταία».

«Ναι, ναι», λέει ο άντρας και στρίβει αφήνοντας τον αυτοκινητόδρομο της περιοχής της Ρουρ.

Ο μικρός τούς άνοιξε την πόρτα.

«Έκανα όλα μου τα μαθήματα. Μόλις ετοιμαζόμουν να φάω κάτι. Τί καλά που ήρθατε κιόλας!».

μτφ. Κατερίνα Ψάλτου

[πηγή: περ. Διαγώνιος, τχ. 8 (Μάιος-Αύγ. 1981) 164-173]

εικόνα