Δημήτρη Χατζή, «Ανυπεράσπιστοι»Επεισόδιο από τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1947-1949 στην Ελλάδα. Η κύρια δύναμη των ανταρτών είχε συντριβεί στη Ρούμελη. Κυκλώνοντας τα βουνά, ο κυβερνητικός στρατός τραβούσε τώρα σιγά και μεθοδικά την εκκαθάριση, χτενίζοντας όλη την περιοχή κ’ εξοντώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις τους, τσακισμένες και σκορπισμένες. Παραπάνω, στη Μακεδονία και την Ήπειρο, ο πόλεμος δεν είχε κριθεί, συνεχιζόταν μ’ όλο το πείσμα μιας τελικής αναμέτρησης που θα γινόταν σε λίγο. Η μικρή ομάδα των ανταρτών, δεκατισμένη και ξεκομμένη, ένιωθε πια τον κλοιό και την έσφιγγε — έκλεινε, μίκραινε γύρω της με θανάσιμη σταθερότητα. Η ξαφνική παγωνιά στο τέλος του Απρίλη — ακόμα ένας θάνατος πάνω σε κείνα τ’ αγριοβούνια. Μια τελευταία δυνατότητα εκλογής, να πάνε να χτυπηθούνε — πάλι θάνατος. Να μείνουν εκεί όσο να ’ρθουν να τους πιάσουν —αργά και γι’ αυτό— τους σκοτώνανε πια τους αιχμαλώτους, τους τραυματίες που πέφταν στα χέρια τους. Οι προθεσμίες για την παράδοση είχαν περάσει — τους σκοτώναν και τους αυτόμολους. Είχανε κάνει και την τελευταία προσπάθεια που μπορούσαν να κάνουν. Τραβήξανε δεξιά, μέσ’ απ’ το δάσος, να τον σπάζανε τον κλοιό, μπορεί να βρίσκαν δικά τους τμήματα. Πέσαν πάνω σε φυλάκια με πολυβόλα, τους δεχτήκαν με πυκνά πυρά. Ένας τους έπεσε πιάνοντας την κοιλιά του — θερισμένη από ριπή. Δεν μπορούσαν να τον πάρουν, να τον βοηθήσουν, τίποτα δε μπορούσανε να του κάνουν. Τον σκοτώσανε να μη βασανίζεται — έμεινε εκεί. Οι άλλοι γυρίσανε πίσω και ξαναμπήκανε στην τρύπα που τους απόμεινε. Τρεις μέρες βρισκόνταν εκεί και δεν κάνανε τίποτα — μονάχα τρέμαν από το κρύο. Φωτιά δεν ανάβανε, φοβόντανε τον καπνό. Ξαναμετρήσανε τα τελευταία τους εφόδια, τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα. Δεν είτανε πολλά, δεν είτανε για πολύ. Αναμετρήσανε και τις δυνάμεις που τους απόμειναν — δεν είταν κι αυτές για πολύ. Από τη μέρα που δοκίμασαν να περάσουν, πρέπει να τους ξέραν πως κρυβόντανε σε κείνο το μέρος του δάσους, να τους είχαν επισημάνει. Αύριο, μεθαύριο το πολύ, θ’ αρχίζανε να τους ψάχνουν, ορισμένα, σημαδεμένα γι’ αυτούς. Να μείνουν εκεί, να μείνουν ακόμα — πάλι θάνατος. Μονάχα θάνατος. Ολούθε. Απ’ ολούθε. Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει. Χιόνιζε συνέχεια. — Το πρωί θα ’ρθουνε πια, είπε κάποιος. Κανένας δε μίλησε. — Τί δε σκοτωνόμαστε, βρε παιδιά, μεταξύ μας; είπε σε λίγο ο Σατέλης. Ο τελευταίος κρατάει μια σφαίρα… Και πεθαίνουμε λεύτεροι… Ο Σατέλης είτανε κομουνιστής από την Αθήνα. Φοιτητής. Έγραφε και ποιήματα, λέγαν. — Άσε τα αυτά τα δικά σου, να ζήσεις, είπε ήσυχα ο διμοιρίτης ο Γρίβας. Στα βιβλία γίνονται, Σατέλη. Ο διμοιρίτης είτανε λοχίας στην Αλβανία. Πολέμησε ύστερα στον ΕΛΑΣ. Και πολεμούσε και τώρα — κάπου δέκα χρόνια. Χωρίς έξαρση και χωρίς φρίκη για τον πόλεμο. — Φοβάσαι τώρα, Σατέλη; είπε κάποιος μέσα στο σκοτάδι. — Ντρέπομαι, είπε αυτός. — Δεν αυτοκτονούν οι επαναστάτες, Σατέλη, είπε επίσημα ο Λίλης. Ούτε ντρέπονται για τις δυσκολίες. Ο Λίλης είταν ο πολιτικός επίτροπος του λόχου τους. Στις μάχες βρέθηκε να ’ναι στη διμοιρία τους, ξεκοπήκαν από τους άλλους — έμεινε μαζί τους. Τα λόγια του είταν πάντα παρμένα από κομματικές αποφάσεις και μαθήματα πολυγραφημένα. — Μα προς τί; ακούστηκε πάλι ο Σατέλης. Επανάσταση το λες ακόμα; Να μας κυνηγούνε πάνω στον πάγο; Σα λύκους; Σώπασαν όλοι — κι ο Λίλης. Σκεφτόταν τα λόγια του — την επανάσταση, τη ντροπή. Και σκεφτότανε και τους λύκους. Τις τελευταίες μέρες, καθώς αραίωσαν τα πυρά, αρχίσαν να ουρλιάζουνε γύρω τους — ακόμα ένας θάνατος. — Να πάμε εμείς να τους βρούμε, είπε ο Στρίμος. Ελπίδα δεν έχει, δεν έχει, επίτροπε, κατάλαβέ το… Πεθαίνεις όμως ορθός… Και ζωντανός, σαν άντρας. Ο Στρίμος δεν είτανε κομουνιστής, τίποτα δεν είταν. Βρέθηκε να ’ναι μαζί τους μόνο γιατί ’ταν αντάρτες. Και δεν έφυγε όταν το μετάνιωσε — να μην πούνε πως δείλιασε. — Εγώ δεν πάω πουθενά, είπε ο Φαρμάκης. Ούτε αυτά που λέει ο Σατέλης — παλαβομάρες δικές του. Καθίστε εδώ, να παραδοθούμε. Ο Φαρμάκης ήθελε να παραδοθεί. Το ’θελε από καιρό, μα φοβήθηκε να το κάνει. Κρατούσε ακόμα μια ελπίδα, δε θα τους σκότωναν, τουλάχιστο αυτόν. — Πάμε που σας λέω γω, ξανάπε ο Στρίμος. Ο Σατέλης σκοτώνεται κει μοναχός του, εσύ παραδίνεσαι… ευχαριστημένος κι ο επίτροπος — δεν αυτοκτονήσαμε, είπε ο Βερβέρης. Σηκώθηκε, χτυπούσε τα πόδια του κάτω, χοροπηδούσε. — Τρελάθηκες; είπε ήσυχα ο διμοιρίτης. — Κρυώνω, είπε αυτός. Μονάχα κρυώνω… Ο Βερβέρης τα μοίραζε όλα: φανέλες, τα τσιγάρα, τις σφαίρες του. Τώρα είχε μείνει ο γυμνότερος απ’ όλους. — Να μην πεθάνουμε ακόμα, παιδιά, ακούστηκε σε λίγο σέρνοντας τα λόγια του ο Βασίλης ο Μουλαράς. Ο Βασίλης ο Μουλαράς είταν άνθρωπος του βουνού κι από κείνα τα μέρη. Μια φορά το χρόνο μιλούσε. Γύρισαν όλοι τα μάτια τους καταπάνω του — να μπορούσαν να τον βλέπαν κείνη την ώρα. — Την κορφή του βουνού, τους είπε, σέρνοντας πάλι κάθε του λέξη, δε μπορεί να την έχουν πιασμένη. Πάμε από κει, να φύγουμε. Κανένας δε μίλησε. Όλοι τους είχαν σκεφτεί γι’ αυτή την κορφή να φύγουν και μόνο γι’ αυτή δεν είπανε τίποτα. Η διαταγή τους όταν άρχισε η επίθεση είταν αυστηρή, να μη φύγουν, να μην αφήσουνε το βουνό, να κρατηθούν ώς την τελευταία τους σφαίρα, όσο νά ’ρθουν ενισχύσεις κ’ είχανε δώσει στις συνελεύσεις που γίνανε, το λόγο της επαναστατικής τους τιμής. Τώρα πια δεν ξέρανε τίποτα για το λόχο τους, για τις άλλες δυνάμεις, για όλον τον πόλεμο. Τα πυρά είχαν αραιώσει πάρα πολύ, φαινόντανε κάποτε να ’χουν ολότελα σταματήσει — η σιωπή του τέλους. Οι φωτοβολίδες που πέφταν είχανε μείνει ο τελευταίος τους δεσμός με τον κόσμο — μετρούσανε μ’ αυτές από νύχτα σε νύχτα πόσο κοντύτερα φτάσανε τα φυλάκια του στρατού που τους ζώναν. — Μπροστά μας βρίσκονται ωστόσο, είπε κάποιος σε λίγο. Έχουνε φυλάκια ψηλότερα από μας. — Δυο μάλιστα, είπε ένας άλλος. — Έχουν, είπε ο διμοιρίτης. Το ’να βρίσκεται δω, χαμηλά, πολύ κοντά μας. Το μαρκάρισα εγώ — σας περνάω από δίπλα. — Τ’ άλλο βρίσκεται ψηλότερα, στα μισά του βουνού, είπε ο Βασίλης. Είναι καναδυό καλύβια, αυτά θα ’χουν πιάσει. Σας περνάω εγώ μέσα απ’ το δάσος. — Η διαταγή μας είναι να μείνουμε δώ, είπε ο Λίλης. — Είτανε, σύντροφε επίτροπε, είπε ο διμοιρίτης. — Οι κομουνιστές δεν αυτοκτονούν, σύντροφε επίτροπε, είπε ένας άλλος. Εσύ δεν το ’πες; — Μα πού θέλετε να πάτε; ξανάπε ο Λίλης. Σωπάσαν. Στ’ αλήθεια, δεν ξέραν πού θέλουν να πάνε. — Καλά, είπε σε λίγο ο Φαρμάκης, το περάσαμε αυτό το φυλάκιο το κάτω. Και περάσαμε, ας πούμε, και τ’ άλλο. Ύστερα; — Ύστερα, είπε ο Βασίλης, ξέρω το μονοπάτι του γκρεμού, που περνάει στην κορφή. Δεν το ’χουν ακόμα πιασμένο, δε γίνεται να το πιάσαν. Μήτε το ξέρουν. Και να το ξέρανε, δεν προφταίνανε να το πιάσουν — κ’ είναι και αυτός ο καιρός… — Σα να λέμε, δηλαδή, να φύγουμε πια, είπε ο Λίλης. Πώς το μπορείτε; — Πόσος δρόμος είναι ώς εκεί; ρώτησε ο διμοιρίτης σα να μην τον άκουσε. — Ώς το γκρεμό; — Ναι, ώς το γκρεμό. — Από τώρα ώς το βράδυ, χωρίς στάση. — Κι από κει στην κορφή; ρώτησε κάποιος. — Η κορφή είναι στην άλλη άκρη απ’ το πέρασμα του γκρεμού. Φτάσαμε στο γκρεμό, φτάσαμε πια στην κορφή, τους εξήγησε ο Βασίλης. — Δηλαδή, σα να λέμε, δώδεκα-δεκατέσσερις ώρες… — Τόσο. — Καλά… Πες εσύ τις κάναμε αυτές τις δεκατέσσερις ώρες. Και τα περάσαμε τα φυλάκια. Και πες πως βγήκαμε στην κορφή. Ύστερα; — Ύστερα πέφτουμε πίσω… — Και πίσω; Τί λες εσύ, δεν το ’χουν πιάσει; — Απ’ την άλλη μεριά του βουνού; Δεν πιστεύω να πρόφτασαν. Είναι μεγάλα τα δάση, τί να φυλάξουν; Δε μπορεί να τα πιάσαν ακόμα, μήτε πιάνονται αυτά, τέτοια δάση, τα περάσματα θα ’χουνε πιάσει. — Και λοιπόν, τα μεγάλα τα δάση, είπε κάποιος. Δηλαδή πάλι κλεισμένοι. — Όχι, είπε ο Βασίλης. Από κει περνούμε στον Πίνδο. Γλυτώσαμε. — Γλυτώσαμε, είπε ο Φαρμάκης. Και ποιος σου λέει πως δεν τον πήρανε και τον Πίνδο; — Όχι, όχι, είπε ο Λίλης. Οι δικοί μας είναι κει. Τον κρατάνε τον Πίνδο. — Τότε τί μας λες εσύ να κάτσουμε δω; ρώτησε κάποιος. — Να κρατήσουμε και μεις εδώ. Αυτό. — Και γω σου λέω πως τον πήρανε και τον Πίνδο, μουρμούρισε κάποιος. Άκουσέ την αυτή την ησυχία τριγύρω μας… Τέλειωσε ο πόλεμος. Μονάχα εμείς απομείναμε… — Δεν ξέρω, μπορεί κι αυτό, είπε ο Βασίλης. Μ’ αν την περάσουμε μεις αυτή την κορφή και πέσουμε πίσω στα δάση, ύστερα, αν τέλειωσαν όλα, σκορπίζουμε… Είναι και τα χωριά… Τί να σας πω;.. — Και πώς μπορούμε εμείς να την περάσουμε τέτοια κορφή; Με τέτοιο κρύο; Μ’ αυτά τα πόδια; έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Φαρμάκης. Όχι, δεν το μπορούμε… — Όσο μπορούμε, όσοι μπορέσουμε, είπε ο Στρίμος και σηκώθηκε. Τί τα ψιλολογάτε δω πέρα; — Τί έχουμε να χάσουμε; είπε ο Βερβέρης και σηκώθηκε κι αυτός. Αν περάσουμε, αν ζήσουμε, πάμε στον Πίνδο, τους βρίσκουμε… — Και μας περνάνε στρατοδικείο, είπε κάποιος. — Μονάχα εμένα. Εγώ την έδωσα τη διαταγή, είπε ο διμοιρίτης και σηκώθηκε. Ξεκινάμε. Σηκώθηκαν όλοι, κι ο Φαρμάκης. Κι ο Λίλης σηκώθηκε, δεν είπε τίποτα, δεν έκανε τίποτα. Φορτωθήκαν τα όπλα τους, τους άδειους γυλιούς, τα λίγα τρόφιμα που τους έμειναν, συμμάζεψαν πάνω στο σώμα τους τα κουρέλια τους, χτυπούσαν στο χώμα τα πόδια τους, αραίωσαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους μέσα στο σκοτάδι. Ο Βασίλης μπροστά τούς οδηγούσε μέσ’ απ’ το δάσος. Άφησε το μονοπάτι, έκοψε ψηλότερα, έπιασε τον ανήφορο, ευθεία. Κάθε λίγο σταματούσε, κοίταζε γύρω, σα να ’βλεπε μες στο σκοτάδι, έσκυβε κάτω, σα να μυριζόταν τον τόπο — σταματούσαν όλοι. Κινούσε πάλι — κινούσανε πίσω του. Μέσ’ απ’ τα τρύπια ποδήματα που φορούσαν, άλλοι κουρέλια δεμένα με σπάγκους, τα δάχτυλα των ποδιών τους ξυλιάζανε. Ο αγέρας περνούσε μέσ’ απ’ τις τριμμένες τους χλαίνες. Ένας ξεπάγιασε. Σταθήκανε λίγο μπροστά του, του κλείσαν τα μάτια, ύστερα πήρανε το γυλιό του, ξεκίνησαν πάλι. Πάνω απ’ τα δέντρα ξημέρωνε ένα φως σκοτωμένο. Ο Βασίλης σταμάτησε, στάθηκαν όλοι, μαζεύτηκαν γύρω του. — Το φυλάκιο, τους είπε, τ’ αφήσαμε δεξιά. Πάει αυτό… — Δρόμο τώρα για τ’ άλλο, είπε ο διμοιρίτης. — Και πότε λες να το φτάσουμε; ρώτησε κάποιος. — Τα βλέπετε; Τώρα βιάζεστε κιόλας, είπε κάποιος και γέλασαν λίγο. — Μιλάτε σιγά, είπε ο διμοιρίτης. Ή, καλύτερα, μη μιλάτε ακόμα… Ξεκινήσανε πάλι, περπατούσαν αμίλητοι. Όλο το πρωί. Πριν από το μεσημέρι φτάσανε στην άκρα του δάσους. Στάθηκαν εκεί, φάγαν όρθιοι λίγο ψωμί, ξεκίνησαν πάλι. Είχανε τώρα μια πλαγιά ν’ ανεβούνε, γυμνή κι απότομη, πνιγμένη στο χιόνι — κ’ έπεφτε ακόμα, εκείνο το χιόνι το πυκνό, το παχύ, που πέφτει βουβά. Πηγαίνανε με τα χέρια και με τα πόδια. Κάθε βήμα γινόταν βαρύτερο, δυσκολότερο. Κάθε λίγο σταματούσαν, βοηθούσανε, τραβούσανε κάποιον. — Αχ, ας μείνουμε λίγο, είπε η Κατίνα. Είταν η τελευταία γυναίκα της διμοιρίας τους π’ απόμεινε ζωντανή. Βραδυπορούσανε στην ουρά της φάλαγγας με το Σατέλη — πάντα με το Σατέλη. Παλιότερα τους είχανε κατηγορήσει στη συνέλευση του λόχου — ερωτοτροπίες και μικροαστικά υπολείμματα. Τώρα της πήρανε το γυλιό, κάποιος άλλος φορτώθηκε την κουβέρτα της. — Δω μου το όπλο σου, της είπε ο Σατέλης. Εδώ στον ανήφορο λίγο. Στάθηκαν. Σήκωσε τα δυο της τα χέρια και του τράβηξε τη μάλλινη κουκούλα, που του σκέπαζε όλο το πρόσωπο, αργά και την ίσιαζε. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. Του ’δωσε το ντουφέκι της. Πιάστηκαν από το χέρι και κίνησαν να φτάσουν τη φάλαγγα. Δε χρειάστηκε να το κουβαλάει πολύ. Σε λίγο στάθηκε, ακουμπώντας την πλάτη του σ’ ένα βράχο. Ύστερα κάθισε κάτω με την πλάτη, το κεφάλι του ακουμπισμένο στο βράχο. Η Κατίνα έβαλε τις φωνές, σταμάτησαν όλοι. — Σήκω απάνω, θα ξεπαγιάσεις, πρόσταξε ο διμοιρίτης. Ο Σατέλης χαμογελούσε. — Έχω μια ζέστη, είπε. Είναι καλά… Ο Βασίλης ο Μουλαράς έτρεξε κοντά του. Τον άρπαξε από τα χέρια, τον τίναξε. — Φτάνουμε στο φυλάκιο… Στο φυλάκιο… Κώστα… Ο Σατέλης τον κοιτούσε, δεν σηκωνόταν. Χαμογελούσε πάντα, είχε μια ζέστη και τα μάτια του βασιλεύανε μακριά, σα να νύσταζε. Ο Βασίλης την ήξερε αυτή τη ζέστα κι αυτή τη νύστα πριν απ’ το ξεπάγιασμα — όλοι την ξέρανε πια. Τ’ άφησε τα χέρια, του ’δωσε ένα μπάτσο, δεύτερον — μάταια. Ο Σατέλης έγειρε δίπλα. Τον άρπαξε τότε στην αγκαλιά του, κόλλησε τα χείλη του στο στόμα του. Τα χέρια του Σατέλη κρεμαστήκανε κάτω. Τον ακούμπησε στο χώμα σιγά, σα να τον ξάπλωνε, του ’κλεισε τα μάτια, το δικό του το πρόσωπο είταν λουσμένο στα δάκρυα — τραβήχτηκε παραπέρα να μη τον βλέπουν. Η κραυγή της Κατίνας ξέσκισε την ερημία του τόπου. Στάθηκαν όλοι, κάπως περισσότερο, μπροστά σ’ αυτόν το Σατέλη το φοιτητή, με τα βιβλία και τα ποιήματα, την επανάσταση, την Κατίνα και τα μικροαστικά υπολείμματα — τον κοιτούσαν που τον σκέπαζε το χιόνι, κάτω από κείνο τον ολόγυμνο βράχο. Ύστερα, κάποιος έσκυψε, τον γύρισε, του ’βγαλε το πουλόβερ — το δώσανε στο Βερβέρη, το φόρεσε. Ψάξανε στις τσέπες του — τα δώσαν όλα σ’ αυτήν. Κάποιος του ’βγαλε και την κουκούλα, της τη δώσαν αυτηνής, τη φόρεσε με το ζόρι. Πήραν από το γυλιό του το λίγο ψωμί και τις σφαίρες, ο Βασίλης μπήκε μπροστά, ο διμοιρίτης έμεινε πίσω-πίσω, κινήσανε πάλι. Η Κατίνα έκλαιγε και τα δάκρυά της τρέχανε μέσα στην κουκούλα του Σατέλη. Και περπατούσανε πάλι. Όλο το μεσημέρι. Με τα χέρια και με τα πόδια σ’ αυτή την πλαγιά, ώσπου φτάσανε πάλι σε δασωμένο μέρος. Πέσανε τότε ξέπνοοι πάνω στα δέντρα, ακουμπούσανε τις πλάτες τους στους κορμούς, τους αγκάλιαζαν να σταθούνε ορθοί. — Μη στέκεστε δω, είπε ο Βασίλης. Φτάσαμε στο φυλάκιο. — Κουράγιο, παιδιά, είπε κι ο διμοιρίτης. Να το περάσουμε γρήγορα. Αραιωθείτε. Γρήγορα. Αμίλητοι. — Σταθείτε, είπε ο Λίλης και βγήκε μπροστά. Στάθηκε, γύρισε το κεφάλι του, τους κοίταξε όλους. Σύντροφοι… θα το χτυπήσουμε αυτό το φυλάκιο. Είταν έτοιμος να τους θυμίσει το λόγο της επαναστατικής τους τιμής να μην αφήσουνε το βουνό. Είταν έτοιμος γι’ αυτή τη μάχη. Από τα μεσάνυχτα που ξεκίνησαν και δεν ξαναμίλησε, τη σχεδίαζε μέσα στο νου του αυτή τη μάχη, μια νίκη, να στήσουν φυλάκιο εκεί, να σταθούν, να ξαναρχίσουν εκεί, να τον ξαναρχίσουν από κει τον πόλεμο σ’ αυτό το βουνό, με τα εφόδια που θα παίρναν, με τα σκορπισμένα τμήματα που θα μαζεύονταν, με τις ενισχύσεις που θα φτάναν σε λίγο — θα φτάναν σε λίγο. Τα δανεισμένα λόγια είχαν τελειώσει, δεν είχε καθόλου λόγια. Άνοιξε τα χέρια του σα να τους αγκάλιαζε, το πρόσωπό του ακέριο γίνηκε φως. — Θα το χτυπήσουμε, σύντροφοι… Σύντροφοι… Ο μικρός του στρατός στεκόταν μπροστά του, ασάλευτος, απρόθυμος. Τον είχανε κάνει τον περισσότερο δρόμο, κοντεύανε πια στην κορφή της σωτηρίας. Κανένας δε μίλησε, μέναν όλοι με τα μάτια σκυμμένα. Ύστερα, σαν όλοι μαζί, τα σηκώσανε, ζητούσαν του Βασίλη τα μάτια. Σήκωσε το κεφάλι του, γύρισε, κοιτούσε το διμοιρίτη — όλα τα μάτια καρφώθηκαν απάνω του. Στεκότανε δίπλα στο Λίλη και κείνη η βαθιά χαρακιά του στα φρύδια φαινότανε ν’ αυλάκωνε όλο το μέτωπο. Η σιωπή φαινότανε να ’πηξε, σα να πάγωσε γύρω τους. — Ξεκινάμε, είπε ο διμοιρίτης σε λίγο. — Το φυλάκιο, είπε ο Λίλης. Και θα το πάρουμε… Έκανε ένα βήμα μπρος. Ο διμοιρίτης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Γρήγορα, δυνατά, ζυγιασμένα, τον χτύπησε πίσω στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού του. Ο Λίλης έγειρε μπρος, δεύτερο χτύπημα κ’ έπεσε. — Εμπρός… Στη γραμμή… Προχωρείτε, είπε ο διμοιρίτης. Η ομάδα στεκόταν ακόμα, ασάλευτη σα ριζωμένη, με τον επίτροπο μπροστά στα πόδια της. Ο Βασίλης κίνησε πρώτος, μπήκε μπροστά, οι άλλοι πήγανε πίσω του, ο διμοιρίτης έμεινε τελευταίος. Ο Βερβέρης πήγε, στάθηκε δίπλα του. Κοιταχτήκανε στα μάτια. — Πες πως το ’κανα γω, είπε ο Βερβέρης — αυτός που τα ’δινε όλα. Ο διμοιρίτης άπλωσε το χέρι του στον ώμο του, πήγαν έτσι κοντά στους άλλους. Ξεκίνησαν. Περπατούσανε τώρα με το κεφάλι σκυμμένο — ο νεκρός επίτροπος βάραινε πάνω στις πλάτες τους. Μέσα στο μέρος το δασωμένο, που βρισκόνταν ακόμα, είτανε λίγο καλύτερα — δεν είχαν εκείνο το χιόνι που τους κουκούλωνε και τους έπνιγε. Σε λίγο περνούσαν ψηλότερα απ’ το φυλάκιο, έξω απ’ τον κλοιό του στρατού. Το κρύο δυνάμωνε. Σηκώσανε τα κεφάλια τους, πετάξανε τους νεκρούς που τους βάραιναν, να λευτερώσουν τις πλάτες τους, να γρηγορέψουνε το περπάτημα, να φτάσουν. — Ώς το βράδυ θα πεθάνω κ’ εγώ, είπε η Κατίνα και στάθηκε. Σταθήκανε, την αρπάξανε, την τράβηξαν, ξεκίνησαν πάλι. Κάθε λίγο έπρεπε τώρα να σταματούνε, να μαζεύουν τη μικρή τους φάλαγγα που ’σπαζε, να χαστουκίζουν, να σηκώνουν κάποιον που καθότανε κάτω. Όλο τ’ απόγεμα. Κατά την ώρα που πήρε και βράδιαζε, τα δέντρα αρχίσαν κι αραίωναν. — Παιδιά, βγήκαμε πάνω… Μπαίνουμε τώρα στο μονοπάτι, ακούσανε μπρος τη φωνή του Βασίλη. Περπατήσανε λίγο, βγήκαν από τα δέντρα, να το δούνε το μονοπάτι. Κανένα μονοπάτι δεν είτανε, καμιά κορφή της σωτηρίας. Δε χιόνιζε εκεί. Ένας τόπος ολόγυμνος απλωνόταν μπροστά τους, ίσιος πέρα για πέρα και λυσσασμένος αγέρας τον έδερνε, σήκωνε σκόνη το χιόνι και το ’παιζε. Το σύνορό του απ’ την άλλη μεριά χανόταν, δε βλέπανε σύνορο, δε φαινότανε κανένα σύνορο σ’ αυτόν τον τόπο, τίποτα δε φαινότανε, ένα χάος μονάχα μπροστά τους και το χιόνι που σήκωνε ο αγέρας και το ’παιζε. Το τρόμαξαν όλοι αυτό το τίποτα π’ απλωνότανε μπρος τους, κάνανε πίσω, να ξαναμπούνε στα δέντρα. — Προχωρείτε, ακούστηκε πίσω ο διμοιρίτης μ’ όση φωνή του ’χε μείνει. Προχώρησαν. Το δάσος χάθηκε πίσω τους, ξαφνικά, σα να ρουφήχτηκε. Τους τύλιξε η καταχνιά. Βρίσκονταν τώρα πάνω σε κείνη την άπλα, πίσω και μπρος τους δεν είτανε τίποτα και κάθε βήμα που κάναν όλο και βούλιαζαν μέσα στο χάος της. Ξεχυθήκανε μπρος, σαν ένα κοπάδι λαχταρισμένα ζώα. Σέρνονταν όλοι, σέρνοντας ο ένας τον άλλον. Δεν πηγαίνανε πια πουθενά. Ο κόσμος, επανάσταση, διαταγές, πόλεμος, ο στρατός, τα φυλάκια, κορφή, σωτηρία, όλα-όλα είχαν τελειώσει στην άκρη εκείνου του δάσους που βούλιαζε. Ουρλιάζοντας πίσω τους, ένας άσπρος θάνατος τους κυνήγαγε… — Εγώ θα πεθάνω ώς το βράδυ, είπε ο επιλοχίας, ο Κύρκας. Έκαμε λίγο να σηκωθεί, κοίταξε γύρω του με τα σβησμένα του μάτια κ’ έπεσε πάλι. Ο Κύρκας είτανε μόνιμος στο στρατό. Και τον αγαπούσε — όλα του τ’ αγαπούσε, την πειθαρχία, την τάξη, τον κανονισμό, τις γυαλισμένες αρβύλες, τα στρατιωτάκια, τους λοχαγούς, την αναφορά το πρωί. Και τώρα, πως θα πεθάνει ώς το βράδυ, για την τάξη τους το ’πε, σα να ’δινε την αναφορά του. — Όλοι θα ψοφήσουμε δω… Απόψε κ’ εμείς, είπε ο λοχίας, ο Δημάκης. Κι ο Δημάκης μόνιμος είταν. Λωποδύτης, αγαπητικός, τύραννος στο στρατώνα, είχε τώρα δυο παράσημα στον Εμφύλιο Πόλεμο, και τα δυο προκινδυνεύοντας για τους άντρες της διμοιρίας τους. Πήγε κοντά στον Κύρκα, γονάτισε δίπλα του. Είτανε πάλι μούσκεμα στον ιδρώτα, κάτω απ’ τις κουβέρτες του έτρεμε ολόκληρος. Του σκούπισε το μέτωπο με την πετσέτα που ’ταν πεταγμένη δίπλα, του ίσιαξε τις κουβέρτες, έσκυψε πάνω του. — Θέλεις τίποτα; Επιλοχία… Ο Κύρκας δεν αποκρίθηκε. Έπεφτε πάλι σε βύθος. Ο Δημάκης σηκώθηκε, κοίταξε γύρω τους στρατιώτες μέσα στη σκηνή. — Τέλειωσε το κονιάκ; ρώτησε κάποιος. Το κονιάκ το ’χανε τελειώσει με τη διανομή της περασμένης μέρας. Ο Δημάκης έσκυψε, πήρε το δικό του το παγούρι, πήγε πάλι κοντά στον Κύρκα, τ’ αναποδογύρισε στο στόμα του. Σηκώθηκε, τους κοίταξε πάλι, τίναξε το παγούρι του ανάποδα, το πέταξε στην άκρη. — Μην τον αφήνετε μόνο του, τους είπε βγαίνοντας. — Πάει ο Κύρκας… Ο καλός ο Κύρκας, μουρμούρισε ένας και κουλουριάστηκε στις κουβέρτες του. Ο Δημάκης μπήκε στην άλλη σκηνή. Είτανε και κει μερικοί και τουρτούριζαν. — Τί δε δοκιμάζεις πάλι, μωρέ Γιαννούλη, είπε κάποιος. — Τί να δοκιμάσω, μωρέ; Δεν έχω ασύρματο. Από χτες ακόμα. Πάρτε το απόφαση. Ο ασυρματιστής Γιαννούλης είχε περάσει τον Εμφύλιο Πόλεμο σε ζεστούς καταυλισμούς, κοντά σ’ εφοδιασμούς και σε διοικήσεις. Το ’χε σίγουρο πως θα πήγαινε έτσι ίσαμε το τέλος. Η απίστευτη περιπέτεια να βρίσκεται τώρα δω πάνω τον τρέλαινε χειρότερα απ’ το κρύο. — Δε γίνεται τίποτα; τον ρώτησε κι ο Δημάκης. — Δε γίνεται τίποτα, λοχία, είπε ο Γιαννούλης. Έπρεπε να μ’ αφήνατε χτες να κατέβω. Τώρα κλειστήκαμε δω… — Ρίξε μια φωτοβολίδα, είπε ένας στρατιώτης. — Απαγορεύεται φωτοβολίδες, είπε ο Δημάκης. — Θα πεθάνουμε, λοιπόν… Είταν η τρίτη μέρα που το μικρό τμήμα του κυβερνητικού στρατού βρισκότανε πάνω σε κείνο το πέρασμα της κορφής. Δυο στοιχεία πολυβόλου, δυο στοιχεία πεζικού, ένας ασύρματος. Ο λοχαγός τους είτανε κι αυτός από κείνα τα μέρη, όπως ο Βασίλης ο Μουλαράς — και τα ’ξερε. Το ’ξερε κι αυτός πως έχει ένα τέτοιο μονοπάτι στην κορφή του βουνού, πάνω στο γκρεμό — το ’χε ακούσει μικρός μέσα σε παλιές ιστορίες για καραβάνια, αγωγιάτες, κλέφτες και δράκους. Έψαξε, το βρήκε πάνω στο χάρτη, το σημείωσε καλά, πήρε το χάρτη, σηκώθηκε και πήγε στη Διοίκηση του τάγματος — να το πιάσουν αυτό το πέρασμα, πριν ακόμα τελειώσουν οι μάχες στα χαμηλώματα του βουνού. — Μόνο από κει μπορούνε να πάνε… Ο λοχαγός είτανε νέος. Και μισούσε τους κομουνιστές — δικό του μίσος. Έφεδρος, πρώτη φορά πολεμούσε — και πολεμούσε σαν όλος ο πόλεμος να κρινόταν απ’ αυτόν, από το δικό του το μίσος. — Και δεν πάνε; είπε ήσυχα ο ταγματάρχης κι ούτε κοίταξε το χάρτη που του ’δειχνε. Πού θα πάνε; Θα πεθάνουν από το κρύο. Ο ταγματάρχης είτανε μόνιμος. Γερασμένος μέσα στους πολλούς πολέμους της γενιάς του, δεν τους έβρισκε καμιά νοστιμιά — νικητές, νικημένοι, οι νεκροί που πεθαίνουν, οι ζωντανοί που ξεχνάνε και πάλι τα ίδια. Ετούτος ήταν ο τελευταίος του πόλεμος πριν από τη σύνταξη. Το κρύο, μάλιστα, είπε κι ο λοχαγός. Μα δεν είναι βέβαιο πως θα ψοφήσουν όλοι τους απ’ το κρύο… — Κ’ οι δικοί σου που θέλεις να στείλεις; Δεν παγώνουν αυτοί; Ο λοχαγός τράβηξε λίγο τις πλάτες… σωστό κι αυτό, μα τη θέση. — Θα βαστάξουν, είπε. Σήμερα, αύριο, μια-δυο μέρες, όσο που να πάμε και μεις — θα βαστάξουν. — Λογάριασε τις διπλές, τις τριπλές, είπε ο ταγματάρχης. Πάντα τις διπλές λογάριαζε… Ο λοχαγός —πάλι τις πλάτες— κι αυτό σωστό, μα τη θέση. — Θα διαλέξω καλούς, ψωμωμένους, είπε. Και τον ξέρετε, τον επιλοχία τον Κύρκα. — Πάλι τον Κύρκα, μωρέ παιδί μου; — Δεν έχω καλύτερον. — Καλύτερον… Αυτοί οι καλύτεροι χάνονται πάντοτε στον πόλεμο από τον καιρό του Φιλοκτήτη, σ’ όλους τους πολέμους, αυτοί, λοχαγέ… Μα δεν είναι έντιμο να τους σκοτώνουμε μεις, με τα χέρια μας… επειδής είναι καλύτεροι… Ο λοχαγός δεν ήξερε ποιος είταν αυτός ο Φιλοκτήτης. Τράβηξε πάλι τις πλάτες του, άνοιξε λίγο τα χέρια — τη θέση. Σωπάσαν. Ο λοχαγός στεκόταν ορθός με το χάρτη στα χέρια — ήθελε να πιάσουν αυτή τη θέση. Κ’ ήθελε να στείλει τον Κύρκα. Ο ταγματάρχης σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε μια φορά, σα να τον μετρούσε. Ξανάσκυψε το κεφάλι με τ’ άσπρα μαλλιά. Ο λοχαγός είχε δίκιο. Και για τη θέση και για τον Κύρκα — ξανασήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. — Να την πιάσεις τη θέση, είπε. Στείλε τους. Και τον Κύρκα. — Κ’ έναν ασύρματο; είπε ο λοχαγός. — Ασύρματο; — Μάλιστα. Να μη ρίξουν από κει φωτοβολίδες. Ο ταγματάρχης σηκώθηκε. — Σωστά, λοχαγέ. Το Γιαννούλη θα στείλεις. — Νομίζετε; Αυτό το μόμολο; Ο ταγματάρχης ήξερε πως αυτός ο Γιαννούλης είτανε σπιούνος του λοχαγού. Έριξε στο τραπέζι το μολύβι που κρατούσε στα χέρια του. Το χείλι του έτρεμε λίγο. — Δε νομίζω τίποτα, είπε. Διαταγή του Τάγματος — κ’ η φωνή του είταν εχθρική, σάμπως να ’τανε να ξεπληρώσει τον Κύρκα μ’ αυτή την πράξη δικαιοσύνης για το Γιαννούλη. Την ίδια μέρα η μικρή δύναμη του κυβερνητικού στρατού έφυγε για την κορφή. Ο Κύρκας δε θέλησε να το πει πως είταν άρρωστος — κρυωμένος. Ο Δημάκης το ’ξερε, πήγε πάλι μαζί του. — Πάρτε μπόλικο κονιάκ, τους είχε πει ο λοχαγός. Για δυο μέρες, για τρεις. Πήρανε για τέσσερις μέρες, για πέντε, όσο μπορούσαν να κουβαλήσουν. Με την ξαφνική παγωνιά τη δεύτερη μέρα το ’χαν τελειώσει. — Και σπίρτο να πάρετε. Και σπίρτο πήρανε, πολύ. Το ξοδέψαν για τους πρησμένους, τέλειωσε κι αυτό. — Επιμελητεία μην περιμένεις εκεί πάνω, επιλοχία, όσο να ’ρθούμε. Πάρε φαΐ, λιπαρά, σοκολάτα. Πήρε. Δε βοηθήσαν σε τίποτα. — Τα σκαπανικά τα πήρες; Όλα τα ’χε πάρει ο Κύρκας. Περάσανε μια νύχτα στον μικρό καταυλισμό στο τελευταίο φυλάκιο, ζεσταθήκανε στα καλύβια, ξεκουράστηκαν. Την άλλη μέρα έφτασε πάνω με τη μικρή του δύναμη. Έδωσε το σήμα με τον ασύρματο που λειτουργούσε ακόμα, έστησε τα πολυβόλα του ακριβώς απάνω στο πέρασμα, οργάνωσε θέσεις, έβγαλε σκοπιές απάνω στο πλάτωμα ώς εκεί π’ αρχίζαν τα δέντρα. Τα ’κανε όλα σωστά και με τάξη, όπως είναι στον κανονισμό. Τη νύχτα ήρθε το κρύο, του τα χάλασε όλα. Οι στρατιώτες ξυλιάσανε μέσα στις σκηνές, οι μικρές φωτιές μέσα στα κράνη δε βοηθούσαν σε τίποτα, οι περιπολίες δεν ξεμύτισαν πέρα απ’ το μονοπάτι, τρεις σκοποί τού πάθαν κρυοπαγήματα. Το πρωί τα όπλα, τα πολυβόλα βρέθηκαν κοκαλωμένα, τα λάδια πήξανε μέσα, ο πάγος είχε σκεπάσει τα ορύγματα. Χωρίς βλαστήμιες, χωρίς βιασύνη, επίμονα, ήμερα, χωριάτικα, αυτός ξανάρχισε με ψηλό πυρετό. — Πέτρο, είσαι άσχημα, είπε ο Δημάκης. Να σε κατεβάζαμε στο φυλάκιο; — Κάνε τη δουλειά σου, λοχία, είπε αυτός. Το μεσημέρι ο πυρετός του ανέβηκε στα σαράντα, στάθηκε ορθός ώς το βράδυ, έστειλε μια ομάδα, φέρανε ξύλα, ανάψαν φωτιές — δε βοηθούσαν. Επιθεώρησε τις σκηνές, τις σκοπιές, τους πρησμένους, τους έδωσε όλο το σπίρτο. Μοιράσανε το τελευταίο κονιάκ, ήπιε το δικό του μονορούφι, κοιμήθηκε αμέσως, παραμιλούσε όλη τη νύχτα. Το πρωί της τρίτης μέρας έκανε να σηκωθεί, βγήκε ώς τ’ άνοιγμα της σκηνής — έπεσε πια. Φώναξε το Δημάκη. — Πάρε τη διοίκηση, Σωτήρη, μπόρεσε κ’ είπε. Κράτα τη θέση… Όσο να ’ρθουν… Και τα παιδιά… Σωτήρη… Δεν ξανάνοιξε το στόμα του ώς το μεσημέρι που τους είπε πως θα πέθαινε. Η μικρή μονάδα είχε ολότελα παραλύσει. Οι στρατιώτες γυρνούσανε σαν τρελοί, μπαίνανε στις σκηνές, κουκουλωνόνταν με τις κουβέρτες τους, τα κόκαλά τους αρχίζανε και πονούσαν, τότε κάνανε να βγούνε, ξεπάγιαζαν, ξαναμπαίνανε μέσα, πονούσαν πάλι τα κόκαλά τους. — Ας κάνουμε κάτι, είπε ένας στρατιώτης. Να μην πεθάνουμε έτσι. — Τί να κάνουμε, μωρέ παιδί μου, είπε ο Δημάκης. — Να κατεβάζαμε τουλάχιστο τον επιλοχία στο φυλάκιο. Να μη μας πεθάνει εδώ, είπε ο Σαββόπουλος. Ο Σαββόπουλος είτανε τεράστιος, ένας γίγαντας που ’τρεμε τώρα. Μπορούσε να το ’χει για σίγουρο — θα τον βάζανε στη μεταφορά και περνούσε στο φυλάκιο τη νύχτα. — Θα σας μείνει στο δρόμο. Μην κάνετε τέτοια πράματα, είπε ο Κρίκελος. Είτανε ξερακιανός, λειψανάβατος — μπορούσε να το ’χει για σίγουρο, δεν τον βάζανε αυτόν στη μεταφορά. Ο Δημάκης πήγε να χαμογελάσει στραβώνοντας λίγο τα χείλια. — Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει, είπε κάποιος. Εμείς τί κάνουμε, να τη βγάλουμε αυτή τη νύχτα;... — Πάμε κάτω στο φυλάκιο, είπε κάποιος. — Στρατοδικείο. — Στρατοδικείο, ναι... Μα θα λυπηθούνε — δεν μπορεί. Είταν ένα στρατιωτάκι, ο μικρότερος απ' όλους, ένα παιδί. Ο Δημάκης γύρισε και το κοίταξε — το λυπήθηκε πολύ. Ο Βαλάκης ο δεκανέας βγήκε μπροστά. — Ν’ αφήσουμε τη θέση, λοχία. Να κατεβούμε πιο κάτω, απ’ την άλλη μεριά. Το πρωί ξαναρχόμαστε. Ο Βαλάκης είτανε δάσκαλος. Βαρύς άνθρωπος, δύσκολος, ίσιος. Όλοι το ’χανε σκεφτεί — κανένας δεν το ’πε. Η σιωπή φαινότανε να ’πηξε, σα να πάγωσε γύρω τους. — Θα μας μαρτυρήσει αυτός ο Γιαννούλης, είπε σε λίγο ο ανέσωτος, εκείνος ο Κρίκελος. — Κάμε το λοχία, είπε ο Βαλάκης, σα να μην άκουσε. Τόσες ψυχές εδώ στο λαιμό σου... Γύρισε κ’ έφυγε — οι άλλοι σκορπίσαν. Ο Δημάκης έμεινε κει με το κεφάλι σκυμμένο. Ύστερα τυλίχτηκε στη μαντύα του, τον είδαν που πήρε το μονοπάτι. Τράβηξε ώς την άκρη — κατέβαινε. Στάθηκε κει μια στιγμή, κοίταξε γύρω του, πίσω του, σα να τον μέτραγε αυτόν τον κατήφορο — ύστερα άρχισε και κατέβαινε απ’ την άλλη μεριά του βουνού. Κατέβηκε πιο κάτω, προχώρησε ακόμα. Πάνω στην κορφή ακουγόταν ο αγέρας που ’χε αρχίσει και λύσσαζε. Εδώ είταν ένα βαθούλωμα, ο αγέρας κοβόταν, τα βράχια από πάνω το σκέπαζαν. Γύρισε, κοίταξε όλο το μέρος — είταν στ’ αλήθεια ημερότερο λίγο. Ο Βαλάκης μπήκε στη σκηνή του Γιαννούλη. Είτανε πάντα πεσμένος στην άκρη, κουκουλωμένος με τη χλαίνη και τις κουβέρτες του. Κανένας άλλος δεν είτανε μέσα. Ο Βαλάκης πήγε κοντά του, γονάτισε δίπλα του. Ο Γιαννούλης ανασηκώθηκε λίγο, τον κοίταξε — πήγε κάτι να πει. Είδε τον άλλο που γύρισε το κεφάλι του κατά το άνοιγμα της σκηνής, ένας τρόμος πέρασε μέσ’ απ’ τα μάτια του. — Εσύ τον χάλασες τον ασύρματο; είπε ο δάσκαλος. Δεν αρνήθηκε, δεν είπε τίποτα, είχε παραλύσει. Ο Βαλάκης έσκυψε πάνω του, άπλωσε τα χέρια του και του ’πιασε το λαιμό. Τα ’σφιξε, δυνατά, δυνατότερα. Τότε τράβηξε τις κουβέρτες, τον ξανασκέπασε και σηκώθηκε τινάζοντας τα χέρια του σα να ’τανε σκονισμένα. Έξω ακουγόταν η σφυρίχτρα του Δημάκη — οι στρατιώτες μαζευόντανε γύρω του. Πήγε κι αυτός. Ο Δημάκης ξανασφύριξε δυνατότερα, μαζεύτηκαν όλοι. — Μαζεύτε τις σκηνές, τους είπε. Και τα πράματά σας... Οι στρατιώτες τον κοίταζαν, κοιταζόντανε. — Τις σκηνές σας, είπα, μαζεύτε τις. Μαρς. Σκορπίσανε γύρω, ξηλώνανε τις σκηνές, τις διπλώναν, μαζεύαν τα όπλα τους, τους γυλιούς, τις κουβέρτες. Από τη σκηνή του Γιαννούλη τρέξανε κ’ είπαν, τον βρήκανε μέσα ξεπαγιασμένον. — Αφήστε τον εκεί, είπε ο Δημάκης. Το πρωί τον θάβουμε. — Τα πολυβόλα; — Το πρωί. Ετοιμαστήκανε. Ο Δημάκης μπήκε μπροστά, περάσαν το πέρασμα, κατεβήκαν όλοι, προχωρήσαν από την άλλη μεριά του βουνού, φτάσανε σ’ αυτό το βαθούλωμα. Στήσαν εκεί μια σκηνή, στρώσανε κάτω τις άλλες. Ο Σαββόπουλος κι άλλοι δυο κουβαλήσαν τον Κύρκα, τον απιθώσανε κοντά στο βράχο, τον σκεπάσανε καλά, βοηθήσανε και τους άλλους τρεις με τα πρησμένα πόδια να κατεβούνε. Μαζευτήκαν όλοι μέσα στη σκηνή — είτανε λίγο καλύτερα. Βράδιαζε έξω, μέσα σκοτείνιαζε. Ο Δημάκης πήγε και κάθισε δίπλα στον Κύρκα. — Και το ξέρετε, είπε, εγώ τώρα πάω επί εγκαταλείψει... — Όλοι θα πάμε, είπε ο Σαββόπουλος. Μη φοβάσαι, λοχία. Άντρες είμαστε... — Τρίχες, Σαββόπουλε, είπε ο Δημάκης. — Κανένας δεν πάει στρατοδικείο, είπε ο Κρίκελος, ο ξερακιανός. Ο Κύρκας έδωσε τη διαταγή. Τον άκουσα ’γώ με τ’ αυτιά μου... — Ψέματα, ρουφιάνε Κρίκελε, είπε ο Δημάκης. Μην τον βάνεις τον Κύρκα στο δικό σου το στόμα... — Μα γιατί; είπε ο μικρός. Ο Γιαννούλης που θα μαρτυρούσε... Δεν ξαναμίλησαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους, μαζεύτηκαν όλοι, κολλήσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κουκουλωθήκανε με τις κουβέρτες τους. Σκοτείνιασε ολότελα μέσα. Μερικοί βγήκαν έξω, πολεμούσαν ν’ ανάψουν φωτιά — χαμένος κόπος και τα παράτησαν, ξαναγυρίσανε μέσα με δόντια που χτύπαγαν, γόνατα που πονούσαν, ξαναπέσανε δίπλα στους άλλους. Ο Κύρκας κάθε λίγο παραμιλούσε — το Δημάκη φώναζε. Οι άλλοι τρεις με τα κρυοπαγήματα βογκούσαν. Όλοι νιώθανε τους αρμούς του κορμιού τους, ξεκλειδωνόντανε και πονούσαν. Δε σαλεύανε πια. Λίγο αργότερα, την ίδια ώρα που οι αντάρτες χαροπαλεύανε πάνω σε κείνο το πλάτωμα, είτανε κι αυτοί πέρα για πέρα ανίκανοι ν’ αντισταθούν στο ξεπάγιασμα, να το πολεμήσουν. Η θανάσιμη νύστα του είχε αρχίσει και τους κυρίευε… Οι αντάρτες περάσανε τ’ άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Είτανε το πέρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Περάσαν μπροστά στ’ αφημένα πολυβόλα — δεν τα ’δανε. Μ’ όση ζωή τούς απόμεινε αφεθήκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατεβαίναν όπως τους πήγαινε αυτός ο κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα — δεν την είδαν, δε βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσανε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ’ άνοιγμα, μπήκανε μέσα. Για μια στιγμή οι στρατιώτες σα να ξυπνούσανε, κάνανε κάπως να σηκωθούνε. Οι άλλοι στέκαν ασάλευτοι, δε λέγαν, δεν κάνανε τίποτα, δεν προστάξανε τίποτα. Τότε το ’νιωσαν πως είταν αντάρτες, δεν είταν ο λόχος τους που τρομάξαν. Μια φωνή πνιγμένη, σαν μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο και ξαναπέσαν εκεί που βρισκόνταν. — Μη βαράτε εσείς, μπόρεσε κ’ είπε ο Βαλάκης. Για μια στιγμή οι αντάρτες, σα να ξυπνούσανε τώρα, να βγαίναν από το χάος, πήγαν να κάνουνε πίσω. Οι άλλοι δεν είχαν σαλέψει να τους δεχτούνε, να τους χτυπήσουν — τότε ξέρανε πως δεν είχαν πέσει σε δικά τους τμήματα, που τρομάξαν. Άλλη μια φωνή πνιγμένη, πάλι σα μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο. — Αντάρτες είμαστε... Μη βαράτε, μπόρεσε κ’ είπε ο Βασίλης. Ύστερα όλοι μαζί πέσανε δίπλα στους στρατιώτες. Δε βλέπανε τίποτα, δεν κάνανε τίποτα, κανένας δεν είπε τίποτα. Ακουγότανε μόνο το βόγκημα αυτών που πονούσαν, όλοι πονούσαν, όλοι βογκούσαν. Ο αγέρας λύσσαζε στην κορφή. Το κρύο δυνάμωνε. Σε λίγο αρχίσαν και σάλευαν, κάποιοι ζωντάνευαν — όλοι ζωντάνευαν λίγο. Στριμωχνόταν ο ένας κοντά στον άλλον που ’τανε δίπλα του, να χωρέσουν — δε βλέπαν, δεν ξέραν ποιος ήταν στρατιώτης ή αντάρτης. Πέφτανε πλάτη με πλάτη, αγκαλιάζονταν, μπλέκαν τα σκέλια τους, να ζεσταθούνε κοντά του. Ο Βασίλης σκούντησε αυτόν που ’τανε δίπλα του. Δε σάλεψε, έμεινε όπως ήταν, μπρούμυτα πεσμένος. Άπλωσε το χέρι του, το ’νιωσε από τη χλαίνη του πως ήταν στρατιώτης, τον έπιασε από το σβέρκο, τον έσφιγγε όσο μπορούσε, ζεσταινόταν κι αυτός με το σφίξιμο. Ο στρατιώτης σάλεψε λίγο, γύρισε απ’ το πλευρό, άνοιξε την κουβέρτα του, τον πήρε μέσα. Ο μικρός είταν. Κουκουλωθήκαν μαζί, έγινε λίγο ζεστότερα. — Μην κοιμάσαι, του ’πε ο Βασίλης. — Μην κοιμηθείς, είπε κι ο μικρός. Η Κατίνα κρύωνε ακόμα πολύ. Είχε πέσει κοντά στον Κύρκα. Από τ’ άλλο του πλευρό είτανε πεσμένος ο Δημάκης. Αυτή έτρεμε ακόμα, έτρεμε ολόκληρη. Τραβήχτηκε κοντά στον Κύρκα, πολύ κοντά του. Ο ψηλός πυρετός του αναδινότανε γύρω του, τον ένιωθε. Παραμιλούσε ακόμα — πάντα με το Δημάκη. Άπλωσε τα χέρια της στα σκοτεινά και του σκούπισε το μέτωπο, μουσκεμένο στον ίδρωτα. Άφησε κει την παγωμένη παλάμη της και το δρόσιζε, το χέρι της ζεσταινόταν. Το ξαναπήρε, το ’βαλε πάλι και πάλι. Το παραμίλημα σε λίγο σταμάτησε. Η ανάσα του ακουγότανε μέσα, ξεχώριζε, βαριά, κομμένη, δυσκολεμένη. Ύστερα ακούστηκε η φωνή της Κατίνας — σαν εκείνη μες στο δάσος. — Κύρκα μου, ακούστηκε από δίπλα κ’ η φωνή του Δημάκη. Το κρύο δυνάμωσε μονομιάς. Από κείνη τη γωνιά που κείτεται ο Κύρκας ανεβαίνει κι απλώνεται, περνάει τις κουβέρτες, τις χλαίνες και μπαίνει μέσα στα κόκαλα. Σφίγγονται όλοι κοντά στους άλλους, κοντύτερα, να ζεσταθούνε, να τ’ αποδιώξουν. Δε λένε τίποτα, σφίγγονται μόνο κοντά στον άλλον, να ζεσταθούνε, να τον ζεστάνουν, τα χέρια κάποτε τρομαγμένα τον πασπατεύουν — είναι ζεστός ακόμα, αυτός ο δικός τους. Κοντεύουνε τα μεσάνυχτα. Το κορμί τους ζεστάθηκε λίγο μ’ αυτό τ’ αγκάλιασμα — αρχίζει τότε κι ο νους και ξυπνάει. Ξυπνάει λίγο — φοβούνται αμέσως. Οι αντάρτες θέλουνε τότε να σηκωθούνε να φύγουν, να τραβήξουνε το δρόμο τους μέσα στο δάσος, να μην είναι δω το πρωί με το φως. Οι στρατιώτες ζεσταθήκανε λίγο, θέλουνε τώρα να φύγουν, να ξαναγυρίσουν στ’ αφημένα τους πολυβόλα, να την πάρουν από δω τη σκηνή, να μη μείνει τίποτα το πρωί απ’ αυτή τη νύχτα της προδοσίας. Σαλεύουν όλοι, ανασηκώνονται λίγο, να το ξεφύγουν αυτό τ’ αγκάλιασμα, να τελειώσουν. Έτσι που πέσαν ανάκατοι δεν ξέρουνε τους δικούς τους πού βρίσκονται, είναι επικίνδυνο ν’ αρχίσουν τώρα να τους φωνάζουν. Η τάξη χάλασε μέσα, ξεσκεπάστηκαν, κρυώνουνε πάλι. Φοβούνται και σφίγγονται πάλι δίπλα στον άλλον. Λουφάζουν. Το πρωί θα βρεθούν εκεί, θα βρεθούν έτσι. Οι στρατιώτες θα ξαναγίνουν στρατιώτες, αυτοί οι αντάρτες θα γίνουν αντάρτες. Ο λόχος, το πέρασμα, τα πολυβόλα, τα τμήματα, ο σκοτωμένος επίτροπος — τα φοβούνται. Οι περισσότεροι και πιο δυνατοί θα τους σκοτώσουνε το πρωί τους άλλους, τους λιγότερους και λιγότερο δυνατούς — τον φοβούνται αυτόν που βρίσκεται δίπλα τους. Τα χέρια σαλεύουνε μέσα στο σκοτάδι, ψάχνουν τα όπλα τους, να ζεστάνουνε τη σκανδάλη τους, να ξεπαγώσουνε τις θαλάμες με τα χέρια τους που ζεσταθήκανε λίγο, τα πασπατεύουν, τα σιγουρεύουνε δίπλα τους. Ακούγονται που τα σέρνουν κοντά τους — ένα χτύπημα σε κουμπιά, σε ζωστήρα, ένα κρακ μιας ασφάλειας — κάποιος την άνοιξε. Το κορμί κρυώνει ξανά, οι αρμοί τους αρχίζουν ξανά να πονούνε, στην κορφή ακούγεται εκείνος ο αγέρας, από τη γωνιά που κείτεται ο Κύρκας ανεβαίνει εκείνο το κρύο και μπαίνει στα κόκαλα. Και τότε πάλι φοβούνται και σφίγγονται πάλι κοντά στον άλλον που βρίσκεται δίπλα τους. Μικρές γροθιές ακούγονται βιαστικές σε μια πλάτη, μια κουβέρτα που τραβιέται, ένα χέρι που τρίβεται κάπου, ένα βόγκημα — η ένοχη φωνή σέρνεται πάλι μες στη σκηνή, χαμηλή, μητρική: — Μην κοιμάσαι... * * * Το πρωί ο καιρός μαλάκωσε κάπως, ο αγέρας έπεσε, χιόνιζε, πάλι. Μόλις είχε ξημερώσει όταν από το προχωρημένο φυλάκιο δώσαν στη Διοίκηση του λόχου ένα σήμα με τον ασύρματο: Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. Κοντά στο φυλάκιο βρήκαν παγωμένον έναν αξιωματικό των ανταρτών, προφανώς επίτροπος, σκοτωμένος από τους δικούς του και περιμένουν διαταγές. Ο λοχαγός έριξε στην πλάτη τη χλαίνη του κ’ έτρεξε στη Διοίκηση του τάγματος με το πολύτιμο σήμα. Ο ταγματάρχης το πήρε, το διάβασε, του το ’δωσε πίσω. Σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε — λαμποκοπούσε ακέριος. — Είχαμε δίκιο, είπε αυτός, χαρίζοντάς του το μισό του θρίαμβο, που την πιάσαμε αυτή τη θέση. — Ναι, είπε ήσυχα ο ταγματάρχης. Δεν παγώσανε, λοιπόν. Σκοτωθήκαν εκεί πάνω. Είχες δίκιο λοχαγέ... Μονάχα εσύ... εσύ — κι αυτός ο επίτροπος, βέβαια, που τον σκοτώσαν οι δικοί του... Πάρε τσάι... Όσο να μάθουμε τί απόγινε κεί. — Θα μετακινήσω αμέσως το φυλάκιο στην κορφή, είπε ο λοχαγός γεμίζοντας ένα τάσι. — Φυσικά... Ο πόλεμος συνεχίζεται... [πηγή: Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι. Διηγήματα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ. 73-98] |