Τζέημς Τζόυς, «Πανσιόν δι' οικογενείας»

Η κυρία Μώνεϋ ήταν κόρη χασάπη. Ήταν μια γυναίκα απολύτως ικανή να κρατάει τις σκέψεις της για τον εαυτό της, και να μη μιλάει. Ήταν μια αποφασιστική γυναίκα. Είχε παντρευτεί τον πρώτο παραγιό του πατέρα της και άνοιξαν ένα χασάπικο κοντά στους «Κήπους της άνοιξης». Όταν όμως ο πατέρας της έκλεισε τα μάτια του, ο κύριος Μώνεϋ τα 'στειλε όλα στο διάολο. Άρχισε να πίνει, έγδυσε το ταμείο και χρεώθηκε και ώς το λαιμό. Ήταν εντελώς ανώφελο να τον βάλει να υποσχεθεί πως δε θα πιει· ύστερα από λίγες μέρες ξανάρχιζε. Έδερνε τη γυναίκα του μπροστά στους πελάτες και αγόραζε πολύ κακό κρέας. Έτσι κατέστρεψε και τη δουλειά του. Μια νύχτα κυνήγησε τη γυναίκα του με το χασαπομάχαιρο, και η δύστυχη έντρομη πήγε και κοιμήθηκε στους γείτονες.

Ύστερα απ' αυτό χώρισαν. Πήγε μόνη της στον παπά, ζήτησε το χωρισμό, ανέλαβε τη φροντίδα των παιδιών και βέβαια αρνήθηκε να δώσει στον άντρα της λεφτά ή τροφή ή κατοικία. Ήταν ένας άθλιος τιποτένιος φτωχομεθύστακας, με άσπρη φάτσα, άσπρο μουστάκι και άσπρα φρύδια γραμμωτά πάνω απ' τα μάτια του που 'τανε κατακόκκινα απ' το κρασί. Όλη μέρα καθόταν στο γραφείο του αρχικλητήρα, περιμένοντας να του δώσουνε καμιά δουλειά. Η κυρία Μώνεϋ αφού πήρε ό,τι είχε απομείνει από τα λεφτά της που είχε βάλει στο χασάπικο, άνοιξε μια «Πανσιόν δι' οικογενείας» στην οδό Χάρντγουικ. Ήταν μια μεγαλόσωμη, επιβλητική γυναίκα η κυρία Μώνεϋ. Η τακτική πελατεία της πανσιόν ήταν υπάλληλοι κατά κύριο λόγο· όμως δεχόταν και περαστικούς, τουρίστες απ' το Λίβερπουλ και το νησί Μαν, και καμιά φορά αρτίστες του μιούζικ-χωλ. Η ίδια διηύθυνε την πανσιόν [αποτελεσματικά ήξερε πότε να] κάνει πίστωση, πότε να απαιτήσει, και πότε να κλείσει τα μάτια. Οι νεαροί οικότροφοι, όταν μίλαγαν γι' αυτήν, την έλεγαν: Η μαντάμ.

Οι οικότροφοι, λοιπόν, πλήρωναν δεκαπέντε σελίνια την εβδομάδα για κατοικία και τροφή (μπύρα ή στάουτ δεν περιλαμβάνονταν σ' αυτή την τιμή) και είχαν σχεδόν τα ίδια γούστα και ασχολίες· αυτό δημιουργούσε μεταξύ τους κάποιους δεσμούς. Κουβέντιαζαν για τις πιθανότητες που είχε αυτό το φαβορί ή το άλλο αουτσάιντερ. Ο Ζακ Μώνεϋ, γιος της Μαντάμ που δούλευε σε παραγγελιοδοχικό γραφείο στην οδό Φλήτ, είχε τη φήμη σκληρού άνδρα. Του άρεσε να λέει αισχρολογίες και γύριζε στο σπίτι τις μικρές ώρες. Στους φίλους του έκαμε πάντα μικρές εξυπηρετήσεις, μια καλή πληροφορία, ποιο άλογο να ποντάρουν ή ποια αρτίστα ήταν εύκολη και άλλα. Ήταν έτοιμος για καβγά κάθε στιγμή, και πάντα έτοιμος για γλέντι. Τα βράδια της Κυριακής μαζεύονταν όλοι στο σαλόνι της κυρίας Μώνεϋ. Οι αρτίστες του μιούζικ-χωλ πρόσφεραν τη συνδρομή τους. Ο Σέρινταν έπαιζε στο πιάνο βαλς και πόλκες και αυτοσχεδίαζε ακομπανιαμέντα, και η Πόλλυ Μώνεϋ, η κόρη της μαντάμ, τραγουδούσε.

Είμαι ένα… πονηρό κορίτσι
κακό κορίτσι
γλυκό κορίτσι.

Η Πόλλυ ήταν ένα αδύνατο κορίτσι στα δεκαεννιά. Είχε λεπτά και μαλακά μαλλιά κι ένα μικρό σαρκώδες σώμα. Τα μάτια της που ήταν γκρίζα με πράσινες σκιές, είχαν έναν τρόπο να κοιτούν προς τ' απάνω όταν μιλούσε με κάποιον, που την έκανε να μοιάζει με μια μικρή διεφθαρμένη Παναγία. Η κυρία Μώνεϋ είχε στείλει την κόρη της να δουλέψει δακτυλογράφος στο γραφείο ενός παραγγελιοδόχου δημητριακών· επειδή όμως αυτός ο αχαΐρευτος ο βοηθός κλητήρα συχνοπερνούσε από το γραφείο, με πρόφαση να πει δυο κουβέντες στην κόρη του, η κυρία Μώνεϋ την τράβηξε απ' την δακτυλογραφία και την έριξε στο νοικοκυριό. Καθώς η Πόλλυ ήταν χαρούμενη και νόστιμη, αποφάσισαν να την βάλουν να φροντίζει τους νεαρούς. Εξάλλου στους νεαρούς αρέσει πολύ να αισθάνονται γύρω τους την παρουσία νέας και όμορφης κοπέλας. Η Πόλλυ, βέβαια, φλερτάριζε με τους οικότροφους· η κυρία Μώνεϋ όμως, παμπόνηρη όπως ήταν, ήξερε πως οι νεαροί περνούσαν μόνο τον καιρό τους και κανένας τους δεν είχε σοβαρούς σκοπούς. Έτσι πήγαιναν τα πράγματα για κάμποσο καιρό, και η κυρία Μώνεϋ είχε αρχίσει να σκέφτεται να στείλει την Πόλλυ πίσω στη γραφομηχανή, όταν πρόσεξε πως κάτι έτρεχε ανάμεσα στην Πόλλυ και σ' έναν απ' τους νεαρούς οικότροφους. Παρακολούθησε το ζευγάρι και κατάλαβε.

Η Πόλλυ κατάλαβε πως την παρακολουθούσαν. Βέβαια, έπρεπε να προσέξει την επίμονη σιωπή της μητέρας της. Δεν υπήρξε ποτέ ανοιχτή συμφωνία ανάμεσα στη μάνα και την κόρη, ούτε ακριβώς ανοιχτή κατανόηση. Αλλά ενώ όλοι οι ένοικοι στο σπίτι άρχισαν να μιλούν για την υπόθεση, η κυρία Μώνεϋ εξακολουθούσε να μην επεμβαίνει. Η Πόλλυ άρχισε να έχει παράξενα φερσίματα και ο νεαρός ήταν αρκετά ταραγμένος. Τέλος η κυρία Μώνεϋ κατάλαβε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή και επενέβη, γιατί ρύθμιζε τα προβλήματα της ηθικής, όπως το χασαπομάχαιρο κόβει το κρέας. Και σ' αυτή την περίπτωση πήρε πάλι μόνη της την απόφαση.

Ήταν ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό στις αρχές του καλοκαιριού, που υποσχόταν μια ζεστή μέρα· φυσούσε ένας δροσερός αέρας· όλα τα παράθυρα της πανσιόν ήταν ανοιχτά και οι νταντελένιες κουρτίνες φούσκωναν ελαφρά προς τη μεριά του δρόμου πάνω απ' τα περβάζια των παραθύρων. Απ' το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου ακούγονταν κωδωνοκρουσίες και οι πιστοί, μόνοι ή σε ομάδες, διέσχιζαν τη μικρή στρογγυλή πλατεία μπρος στην εκκλησία, συγκρατημένοι και άψογοι, μην επιτρέποντας να φανερωθεί τίποτα απ' τη συμπεριφορά τους, έτσι όπως κρατούσαν σφιχτά στα γαντοφορεμένα χέρια τους το βιβλίο των προσευχών. Στην πανσιόν είχε μόλις τελειώσει το πρωινό και τα τραπέζια στην τραπεζαρία ήταν γεμάτα με πιάτα, που μέσα τους υπήρχαν υπολείμματα από κίτρινο αβγού, ανακατωμένα με κομμάτια από λαρδί και πέτσες από χοιρινό. Η κυρία Μώνεϋ, καθισμένη στην ψάθινη πολυθρόνα της, επέβλεπε τη Μαίρη, την υπηρέτρια που σήκωνε τα τραπέζια. Έβαλε τη Μαίρη να μαζέψει τα ψίχουλα προσεκτικά, για να τα μεταχειριστούν για την πουτίγγα της Tρίτης, μάζεψε και κλείδωσε τη ζάχαρη και το βούτυρο και ξαναθυμήθηκε την κουβέντα που είχε το προηγούμενο βράδυ με την Πόλλυ. Τα πράγματα ήταν όπως τα είχε υποψιαστεί. Η κυρία Μώνεϋ ήταν ειλικρινής στις ερωτήσεις της και η Πόλλυ ειλικρινής στις απαντήσεις της. Φυσικά και οι δύο είχαν αισθανθεί κάπως στενάχωρα· η μητέρα γιατί δεν ήθελε να δείξει πως δεχόταν την κατάσταση με πολλή ανοχή και ένοχη συναίνεση, και η Πόλλυ, όχι τόσο γιατί παρόμοιοι υπαινιγμοί την στενοχωρούσαν, αλλά γιατί προ παντός δεν ήθελε να σκεφτούν οι άλλοι, πως μέσα στη σοφή της αθωότητα είχε μαντέψει τις προθέσεις της μητέρας της, πίσω απ' αυτή την πολύ διαφανή επιείκεια.

Η κυρία Μώνεϋ κοίταξε ενστικτωδώς το μικρό επίχρυσο εκκρεμές του τζακιού, μόλις αντελήφθη, μέσα απ' το ονειροπόλημά της, πως οι καμπάνες του Αγίου Γεωργίου είχαν σταματήσει. Ήταν έντεκα και δεκαεφτά. Θα είχε αρκετόν καιρό να ξεδιαλύνει το ζήτημα με τον κύριο Ντόραν και να 'ναι εγκαίρως στις δώδεκα ακριβώς στην οδό Μάρλμπορω. Ήταν βέβαιη πως θα κέρδιζε την υπόθεση. Πρώτον, είχε όλο το βάρος της κοινής γνώμης με το μέρος της. Ήταν μια προσβεβλημένη μητέρα. Του είχε επιτρέψει να ζει κάτω από τη στέγη της, υποθέτοντας πως είχε απέναντί της έναν άνθρωπο με τιμή και συνείδηση, κι αυτός είχε απλούστατα καταχραστεί της φιλοξενίας. Ήταν τριάντα τεσσάρων, τριάντα πέντε χρονών, και η Πόλλυ ένα μωρό. Ούτε η νεότητα, ούτε η άγνοια μπορούσαν να παρθούν για δικαιολογίες, γιατί βέβαια, στην ηλικία του, έπρεπε να έχει κάποια πείρα του κόσμου. Λοιπόν είχε μόνον εκμεταλλευτεί την αθωότητα και την απειρία της Πόλλυ· αυτό ήταν βέβαιο. Το ζήτημα τώρα ήταν πώς θα έκανε μια έντιμη επανόρθωση.

Μόνο επανόρθωση χωράει σ' αυτές τις περιπτώσεις. Γιατί βέβαια για τον άνδρα είναι πολύ εύκολο· αυτός τραβάει το δρόμο του, σαν να μην έγινε τίποτα, αφού βέβαια πρώτα ευχαριστήθηκε! Όμως το κορίτσι; Αυτό πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Υπάρχουν βέβαια μητέρες που ικανοποιούνται μ' ένα ποσό χρηματικό και μπαλώνουν κάτι τέτοιες υποθέσεις. Ήξερε αυτή πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Όμως η κυρία Μώνεϋ αυτό δεν θα το καταδεχόταν. Γι' αυτήν μόνο μια επανόρθωση μπορούσε να υπάρξει για το χάσιμο της τιμής της Πόλλυ: ο γάμος.

Ξανασκέφτηκε τα επιχειρήματα που είχε, πριν στείλει τη Μαίρη στο δωμάτιο του κυρίου Ντόραν να του πει πως η κυρία Μώνεϋ επιθυμούσε να του μιλήσει. Το αισθάνθηκε βαθιά πως θα κέρδιζε. Ο νεαρός ήταν σοβαρός και ήσυχος, όχι κανένας διεφθαρμένος φωνακλάς όπως οι άλλοι. Με τον κύριο Σέρινταν και τον κύριο Μήντ ή εκείνον τον Μπάνταμ Λάιονς η υπόθεση θα ήταν πολύ δύσκολη. Όμως ο κύριος Ντόραν δεν θα μπορούσε να αντέξει το σκάνδαλο. Όλοι οι οικότροφοι του σπιτιού της λίγο-πολύ κάτι ήξεραν για την υπόθεση, μερικοί μάλιστα πρόσθεταν και λεπτομέρειες, που τις έβγαζαν απ' το κεφάλι τους. Εκτός αυτού ο κύριος Ντόραν που ήταν υπάλληλος εδώ και δεκατρία χρόνια σ' ένα μεγάλο καθολικό κρασέμπορο, δε θα άντεχε το σκάνδαλο που θα του στοίχιζε ίσως και τη θέση του. Ενώ αν δεχόταν, όλα μπορούσαν να διορθωθούν θαυμάσια. Αμ, δε θα την είχε καλά ο νεαρός αν τα μάθαινε ο προϊστάμενος. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του που λένε.

Κοντά έντεκα και μισή σηκώθηκε. Στάθηκε όρθια και εξέτασε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η αποφασιστική έκφραση που απλώθηκε στο στρογγυλό ανθηρό της πρόσωπο την ικανοποίησε, και σκέφτηκε κάποιες ανίκανες μανάδες που δε θα μπορούσαν να ξεφορτωθούν τις κόρες τους.

Ο κύριος Ντόραν ήταν πολύ ανήσυχος εκείνο το πρωινό της Κυριακής. Δύο φορές δοκίμασε να ξυριστεί, όμως τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που στο τέλος τα παράτησε. Μια κοκκινωπή γενειάδα τριών ημερών στόλιζε τα σαγόνια του, και κάθε λίγο τα γυαλιά του θάμπωναν τόσο, που υποχρεωνόταν να τα βγάζει και να σκουπίζει με το μαντήλι του. Η ανάμνηση της εξομολογήσεως της χθεσινής βραδιάς, ήταν η αφορμή αυτού του πόνου που αισθανόταν. Εκείνος ο παπάς τα 'χε καταφέρει να του αποσπάσει και την πιο γελοία λεπτομέρεια αυτής της υποθέσεως. Μεγαλοποίησε τόσο πολύ την αμαρτία του, που στο τέλος αισθάνθηκε μεγάλη ευγνωμοσύνη που του δόθηκε άφεση αμαρτιών. Το κακό τώρα είχε γίνει. Εκτός από το να την παντρευτεί ή να το σκάσει, δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Δεν τολμούσε να γίνει και αδιάντροπος και να κάνει πως δεν τον ένοιαζε. Ήταν σίγουρος πως η υπόθεση θα κουβεντιαζόταν πολύ, και το αφεντικό του θα τα μάθαινε όλα. Το Δουβλίνο ήταν μια τόση δα πολιτεία κι ο καθένας ξέρει τις δουλειές του γείτονα. Αισθάνθηκε να πνίγεται καθώς μες την έξαλλη φαντασία του, άκουσε το γερο-Λεονάρδο να φωνάζει με την ένρινη φωνή του: «Για στείλτε, παρακαλώ, αυτόν τον κύριο Ντόραν».

Τόσα χρόνια υπηρεσίας χαμένα για το τίποτα. Ο ζήλος του, η προθυμία που έδειξε, όλα θα πάνε χαμένα; Βέβαια σα νέος έκανε κι αυτός τις τρέλες του· περηφανευόταν για τις φιλελεύθερες ιδέες του και μέσα στα μπαρ τουλάχιστον φώναζε πως ήταν άθεος. «Όμως όλα αυτά τώρα ήταν περασμένα ή περίπου. Εξακολουθούσε βέβαια να αγοράζει την «Εφημερίδα του Ρέυνολντς», κάθε βδομάδα όμως δεν παράλειπε και τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Τα εννιά δέκατα του χρόνου έκανε μια ζωή κανονική. Και δεν ήταν τα χρήματα που του λείπανε για να παντρευτεί· όχι δεν ήταν αυτό, όμως η οικογένεια η δική του θα της φερόταν πολύ αφ' υψηλού. Πρώτα-πρώτα, ήταν αυτός ο ανομολόγητος πατέρας της, έπειτα η πανσιόν της μητέρας της είχε αρχίσει να αποκτάει πολύ κακή φήμη τελευταία. Είχε την εντύπωση πως πήγαιναν να τον τυλίξουν. Φαντάστηκε τους φίλους του να κουτσομπολεύουν και να γελάνε. Ήτανε βλέπεις και λιγάκι χυδαία. Καμιά φορά έλεγε «την οδός» και «καλέ δεν το έχω ιδωμένο»· όμως τί θα τον ένοιαζε η γραμματική, αν αγαπούσε την Πόλλυ; Αλλά δεν μπορούσε ν' αποφασίσει αν την αγαπούσε! Μήπως κιόλας την είχε σιχαθεί γι' αυτό που είχε κάνει. Βέβαια έφταιγε κι αυτός. Το ένστικτό του του έλεγε να μείνει ελεύθερος και να μην παντρευτεί. Έτσι και παντρεύτηκες, πάει τελείωσε.

Ενώ καθόταν έτσι στην άκρη του κρεβατιού, σε πλήρη αμηχανία, μόνο με το πουκάμισο και το παντελόνι, η πόρτα χτύπησε ελαφρά και μπήκε η Πόλλυ. Του είπε τα πάντα, πως τα 'χε εξομολογηθεί όλα στη μητέρα της και πως η μητέρα της θα του μίλαγε σήμερα το πρωί. Έκλαιγε και τύλιγε τα μπράτσα της γύρω απ' το λαιμό του λέγοντας:

«Ω! Μπομπ, Μπομπ. Τί να κάνω; Τί να κάνω;» Θα 'δινε τέλος στη ζωή της, είπε.

Ο Μπομπ Ντόραν μουρμούρισε κάτι αδύνατες παρηγοριές, της είπε να μην κλαίει, πως όλα θα πάνε καλά και να μην φοβάται. Αισθάνθηκε πάνω στο πουκάμισό του την ταραχή του στήθους της.

Δεν ήταν και μόνο δικό του σφάλμα, ό,τι είχε γίνει. Το θυμόταν καλά μ' αυτή την περίεργη και υπομονετική μνήμη των εργένηδων· τα πρώτα τυχαία χάδια πάνω απ' το φουστάνι της, την ανάσα της, τα δάχτυλά της. Έπειτα αργά μια νύχτα, όπως ξεντυνόταν να κοιμηθεί, αυτή του χτύπησε την πόρτα. Ήθελε ν' ανάψει το κερί της, που 'χε σβήσει απ' τον αέρα, από το δικό του. Ήταν η βραδιά που είχε κάνει μπάνιο. Φορούσε μια φαρδιά φανελένια νυχτικιά, ανοιχτή στα πλάγια και λουλουδάτη. Το πόδι της έλαμπε ολόασπρο μέσα απ' τη γούνινη παντόφλα και το αίμα της πύρωνε κάτω απ' το μυρωδάτο δέρμα της· απ' τα χέρια της, ακόμα κι απ' τις παλάμες της, καθώς άναβε και σταθεροποιούσε το κερί, έβγαινε ένα δυνατό άρωμα.

Τις νύχτες, όταν γύριζε πολύ αργά, αυτή του ζέσταινε το φαγητό. Μόλις και καταλάβαινε τί έτρωγε, καθώς την αισθανόταν πλάι του, και οι δυο μόνοι τους, μέσα στο κοιμισμένο σπίτι. Και όλες εκείνες οι φροντίδες… Όταν έκανε ψύχρα ή έβρεχε ή είχε αέρα ήταν σίγουρος πως θα 'βρισκε ένα ποτήρι ποντς έτοιμο, να τον περιμένει. Στο τέλος μπορεί και να ήτανε κι ευτυχισμένοι, αν ζούσαν μαζί.

Συνήθιζαν ν' ανεβαίνουν μαζί στο απάνω πάτωμα νυχτοπατώντας, ο καθένας κρατώντας ένα κερί· στο τρίτο κεφαλόσκαλο λέγαν καληνύχτα με πολλή λύπη. Θυμόταν τα μάτια της, το πιάσιμο του χεριού της και την παραφορά που τον κυρίευε.

Όμως η παραφορά είχε περάσει. Επαναλάμβανε τη φράση που έλεγε η Πόλλυ, μεταφέροντάς την στον εαυτό του: «Τώρα τί θα κάνω;» Το ένστικτο του ανύπανδρου τον προειδοποιούσε· τον συμβούλευε να κρατηθεί. Όμως το αμάρτημα είχε γίνει· ακόμα και η δικιά του αίσθηση τιμής του υπαγόρευε, πως η αποκατάσταση του κοριτσιού ήταν αναγκαία μέσα από μια τέτοια αμαρτία.

Ενώ καθόταν κοντά της στην άκρη του κρεβατιού, παρουσιάστηκε η Μαίρη στην πόρτα και του είπε πως η κυρία ήθελε να τον δει στο σαλόνι. Σηκώθηκε και φόρεσε τα ζιλέ του και το σακάκι του, πιο απελπισμένος από ποτέ. Όταν ντύθηκε, την πλησίασε για να την παρηγορήσει. Όλα θα διορθώνονταν, όλα, δεν έπρεπε να φοβάται. Την άφησε να κλαίει πάνω στο κρεβάτι, αναστενάζοντας σιγά, «ω Θεέ μου, Θεέ μου!».

Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια τα γυαλιά του θάμπωσαν, τόσο πολύ, που χρειάστηκε να τα βγάλει για να τα σκουπίσει. Θα 'θελε να μπορούσε να τρυπήσει το ταβάνι και να φύγει, να πετάξει μακριά, σ' έναν άλλον τόπο, όπου δεν θα 'κουγε ποτέ πια να μιλούν για τις στενοχώριες του, όμως μια άλλη δύναμη τον έσπρωχνε και κατέβαινε σκαλοπάτι, σκαλοπάτι. Τα κλειστά και αυστηρά πρόσωπα του αφεντικού του και της μαντάμ, τον κοίταζαν ασκαρδαμυκτί. Στο τελευταίο κεφαλόσκαλο προσπέρασε τον Ζακ Μώνεϋ, που ανέβαινε απ' την κουζίνα κρατώντας δύο μπουκάλες στάουτ. Χαιρετίστηκαν ψυχρά και τα μάτια του εραστή σταμάτησαν, για δυο-τρία δευτερόλεπτα, πάνω στο βαρύ σαν μπουλντόγκ πρόσωπο και στα δυνατά κοντά μπράτσα του αδελφού· όταν έφτασε στα τελευταία σκαλοπάτια, κοίταξε προς τα πάνω και είδε τον Ζακ μέσα απ' το τζάμι της μεσόπορτας που τον παρακολουθούσε.

Ξαφνικά θυμήθηκε τη βραδιά που ένας αρτίστας του καμπαρέ, ένας μικρόσωμος, ξανθός Λονδρέζος, έκανε ένα αρκετά ανοιχτό πείραγμα στην Πόλλυ. Η συναναστροφή σχεδόν διαλύθηκε απ' το θυμό και τη λύσσα που έπιασε τον Ζακ. Όλοι προσπάθησαν να τον καλμάρουν, ο αρτίστας κατάχλωμος εξακολουθούσε να χαμογελάει αδέξια, λέγοντας πως δεν είχε σκοπό να προσβάλει κανένα. Ο Ζακ όμως φώναζε, πως αν κανένας απ' αυτούς τους έξυπνους δοκίμαζε να παίξει τίποτα παιχνιδάκια με την αδελφή του, θα του δάγκωνε το καρύδι. Μα το θεό θα του το δάγκωνε.

Η Πόλλυ έμεινε για λίγο ακίνητη εκεί στην άκρη του κρεβατιού κλαίγοντας. Έπειτα σκούπισε τα μάτια της και πήγε προς τον καθρέφτη. Βούτηξε την άκρη της πετσέτας στην κανάτα του νερού και δρόσισε τα μάτια της με το κρύο νερό. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι από το πλάι και στερέωσε μια φουρκέτα πίσω από τ' αφτί της. Έπειτα γύρισε και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού. Κοίταζε επίμονα τα μαξιλάρια, που η θέα τους ξύπνησε στο μυαλό της κρυφές γλυκές αναμνήσεις. Ακούμπησε το σβέρκο της πάνω στα κρύα κάγκελα του κρεβατιού κι έπεσε σε ρεμβασμό. Καμιά ταραχή δεν τάραζε τώρα το πρόσωπό της.

Περίμενε υπομονετικά, σχεδόν χαρούμενη, χωρίς πανικό· οι αναμνήσεις έδιναν σιγά-σιγά τη θέση τους σε ελπίδες και οράματα για το μέλλον. Οι ελπίδες και τα οράματα μπερδεύτηκαν τόσο όμορφα, που δεν έβλεπε πια τα άσπρα μαξιλάρια, που πάνω τους είχε στηλώσει το βλέμμα της, ούτε και θυμόταν αν περίμενε κάποιον ή κάτι.

Τέλος, άκουσε τη μητέρα της να φωνάζει.

Πετάχτηκε όρθια και όρμησε προς τα κάγκελα της σκάλας.

«Πόλλυ, Πόλλυ».

«Ναι μαμά».

«Κατέβα χρυσό μου, ο κύριος Ντόραν θέλει να σου μιλήσει».

Και τότε θυμήθηκε τί ήταν αυτό που περίμενε.

[πηγή: Τζέημς Τζόυς, Δουβλινέζοι, μτφ. Μαντώ Αραβαντινού, Ηριδανός, Αθήνα 1977, σ. 64-71]

εικόνα