Έκτορος Κακναβάτου, «Γιατί δεν πεθαίνει ο Υπερρεαλισμός»

Σ' έναν ανοιχτό ορθολογισμό, που καθορίζει τη σημερινή θέση των επιστημόνων —έπειτα από τη σύλληψη μιας μη Ευκλειδίου γεωμετρίας, μιας γενικευμένης γεωμετρίας, της μη Νευτονείου μηχανικής, της μη Μαρβελιανής φυσικής κλπ.— δεν μπορούσε παρά ν' αντιστοιχεί ένας ανοιχτός ρεαλισμός, ή υπερρεαλισμός, που προκαλεί την καταστροφή του καρτεσιανο-καντιανού οικοδομήματος και ανατρέπει εκ βάθρων την ευαισθησία.
ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ

Στο πρόβλημα: «υπήρξε ο Υπερρεαλισμός ή υπάρχει; Τί είναι αυτό που μπορεί να έχει πεθάνει από τον Υπερρεαλισμό και που θα πρέπει να θαφτεί; Είναι που υπάρχουν νεκροθάφτες, ή που υπάρχει πτώμα;» η απάντηση νομίζω πως θα βρεθεί μέσα σε μια σύντομη ανάλυση και όχι με αναδρομή σε περιστατικές καταθέσεις.

Ο Υπερρεαλισμός είναι ένα κίνημα μέσα στη γενική δραστηριότητα της ανθρώπινης παρουσίας. Ο ευρύτερος στόχος του είναι ν' απολευτερώσει όλες τις παράμετρες που στοιχειώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Ν' αποκαταστήσει στο λειτουργικό τους ρόλο την ύλη που αδρανοποιείται κάτω από την συντριπτική πίεση της νοησιαρχικής στρουκτούρας, που όργανό της είναι η απρόσωπη λογική με την αναλλοίωτη δομή της και τα τυποποιημένα προϊόντα της, που τα σερβίρει και τα διαφημίζει σαν τα μόνα καταναλώσιμα από το ανθρώπινο είδος προϊόντα, όταν αυτό θέλει να λέγεται εχέφρον.

Ας μην παρεξηγούμαστε όμως. Ο Υπερρεαλισμός δεν ευαγγελίζεται τον πόλεμο ενάντια στη λογική και στη λειτουργικότητά της (που χάρη σ' αυτή οργανώθηκε, όπως οργανώθηκε, μια όψη της γνώσης) με σκοπό να την ξηλώσει. Κάτι τέτοιο θα πήγαινε πιο πέρα, σε άρνηση εκείνης της περιοχής που αποκαλούμε επιστήμη, δηλαδή σε απόρριψη εκείνου του σημείου επαφής με το πράγμα, εκείνου του κόμβου, θα έλεγα, όπου η ύλη τιθασεύεται κατά ορισμένο εκ των προτέρων τρόπο με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί σαν σύστημα αναφοράς, μέσα στο οποίο βεβαιώνεται σαν αναγνωρίσιμο, αυτό που αποκαλούμε συνειδητό.

Ο Υπερρεαλισμός διαμαρτύρεται για την μονοκρατορία μιας τέτοιας «πραγματικότητας», καθώς αυτής που στοιχειώνει η λογικοκρατική βία ενός καθεστώτος αγκυλωμένης συνείδησης. Θεωρεί απαράδεκτο τον έλεγχο της συνείδησης από την κατευθυνόμενη σκέψη.

Ευαγγελίζεται την έξοδο από το τυποποιημένο σχήμα, από τη μάσκα του ανθρώπινου προσώπου, όπως το μακιγιάρει η αποκλειστικά μηχανιστική θέαση του πράγματος με το μονοσήμαντο γνωσιοθεωρητικό της μαστίγιο. Ο Υπερρεαλισμός θέλει να φέρει στο φως, στο χώρο του συνειδητού, όλο το απωθημένο από τον λογικό εισβολέα υλικό και, ανατρέποντας τις ανασχέσεις, ν' αμολήσει τους συνειρμούς να διαλύσουν πυρήνες, να συναιρέσουν τα τυπικώς άσχετα στοιχεία σε δομές απίθανες, να μεταστοιχειώσουν τις εμπειρίες, φωτισμένες μέσα σ' ένα χώρο υπερπραγματικό, με την έννοια ότι μέσα του είναι υπαρκτό το κάθε τι, που το πνεύμα συλλαμβάνει, φορτισμένο με όλο τον δυναμισμό της ευαισθησίας μας. Ο Υπερρεαλισμός λοιπόν αρνιέται την λογοκρισία στις συλλήψεις της φαντασίας μας, αφημένης μέσα στην δημιουργική βακχεία της. Από την άποψη αυτή και μέσα στο πολύ γενικό γνωσιολογικό πρόβλημα, ο Υπερρεαλισμός ανοίγει ένα γνωσιοθεωρητικό παράθυρο προς το χάος όπου έχει ρίζες η ανθρώπινη ευαισθησία.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξαναειπωθεί πως ο Υπερρεαλισμός είναι μια πρωτοπορία, θα 'λεγα η πιο μαχητική πρωτοπορία. Είναι όλος μια διακήρυξη των δικαιωμάτων εκείνων του εσώτατου βάθους μας, που περιγράφεται με το άπιαστο ίσως φραστικό σύμβολο «υποσυνείδητο», και είναι μια πραγματικότητα έξω και πέρα από τις συντεταγμένες της κατευθυνόμενης σκέψης, και γι' αυτό μια υπερπραγματικότητα.

Έτσι λοιπόν ο Υπερρεαλισμός έχει στο ενεργητικό του μιαν ανακάλυψη ή, όπως εύστοχα ειπώθηκε: ο Υπερρεαλισμός είναι ο ίδιος μια ανακάλυψη, δεν είναι εφεύρεση. Θέλω να προσθέσω χωρίς φόβο και πάθος ότι, συμφωνώντας πως στη βάση της κάθε στρουκτούρα είναι εμπρόθετη και οδηγεί σε μια μονταρισμένη συσκευή με τυποποιημένη λειτουργικότητα, η λογική είναι μια εφεύρεση. Θα 'λεγα ακόμη και τούτο: αντιμετωπίζοντας το σύνολο των τρόπων με τους οποίους ενεργοποιούμε τις εκφραστικές αντιδράσεις μας, η λογική, σαν σύστημα σύνδεσης των εκφραστικών μέσων, είναι μια «διάλεκτος» που ο χειρισμός της διδάσκεται και που την χειριζόμαστε. Οι ειδικοί ας προβληματιστούνε, κι αν βεβαιωθούνε πως ο άνθρωπος είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσει μιαν άλλη γλώσσα εκτός απ' αυτή τη διάλεκτο, ας το διακηρύξουνε. Φοβούμαι όμως πως θα διακηρύξουνε ένα δόγμα, και όχι μιαν αλήθεια. Υπάρχει ένα πρόβλημα: μήπως η υπερρεαλιστική έκφραση είναι τελικά μια «μεταγλώσσα», με την έννοια πως αναφέρεται κι εκφράζει ένα μαζικό ψυχισμό, διαμορφωμένο σαν διαλεκτική αντίδραση του υλικού που συσσωρεύει στο κοινό υποσυνειδησιακό μας χώρο η λογικοκρατούμενη σκέψη, σαν να 'ταν τα απόβλητά της;

O Υπερρεαλισμός ενεργοποίησε ένα απειροσύνολο συναρτήσεων (ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω την μαθηματική ορολογία) που λειτουργούν με πεδίο ορισμού τον ακατάπαυστα ανανεούμενο υποσυνειδησιακό χώρο και με τιμές στην περιοχή όπου μπορεί να διευρύνεται η συνείδησή μας. Οι σχέσεις που μορφοποιούνε τις συναρτήσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο μιας θεωρίας πιθανοτήτων, που ν' αναφέρεται σε ποιότητες.

Μ' αυτές τις σκέψεις αντιδρώ στην διάγνωση πως ο Υπερρεαλισμός πέθανε. Ο Υπερρεαλισμός, έτσι ειδωμένος (η προσωπική μου άποψη) δεν μπορεί να πεθάνει, και να το 'θελε. Είναι λειτουργία, είναι σύνδρομο αναπεπταμένης ύπαρξης, κάτι σαν μεταβολισμός που εμβάλλει σε απίθανες συσχετίσεις τις εμπειρίες μας και τις διαστάσεις τους, σκάβοντας μέσα μας γαλαρίες όπου η φαντασία απελευθερωμένη, αδέσμευτη, αχαλίνωτη, ουσιώνει το κάθε τι αποδεσμεύοντάς το από τις λογικές συσχετίσεις του, αφήνοντάς το να λειτουργήσει σαν αυταξία, να αναφερθεί σε όποιο σύστημα αναφοράς ή να μην αναφερθεί πουθενά και να ανοίγεται, προκαλώντας την εμβέλεια του πνεύματος και της ευαισθησίας του.

Ο Υπερρεαλισμός δεν πέθανε. Αυτοί που καταπιάστηκαν να τον θάψουν, ή δεν τον κατάλαβαν έτσι, ή δεν κατάλαβαν τίποτα απ' αυτόν, ή είναι ύποπτοι για πολλά και διάφορα, γνωστά βέβαια από την ιστορία του κινήματος μέσα σε μια κοσμογονική περίοδο δύο παγκοσμίων πολέμων, με τους πολιτικούς φανατισμούς και τις συνακόλουθες εντάξεις και ανασυντάξεις.

Βιάζονται λοιπόν να του αναγνωρίσουν μεν ιστορικότητα, διακρίσεις, παράσημα και αναγνωρίσεις, φτάνει να βγει σε σύνταξη. Πίσω απ' τις διαφανείς αυτές προθέσεις διακρίνεται ακόμα και η πίκρα για την ανικανότητα των αρνητών του Υπερρεαλισμού να εκφραστούνε σ' ένα χώρο όπου η πρόκληση βάζει σε δοκιμασία την πνευματική ευθύνη.

Τον είπανε Σχολή, που, εφόσον σημειώθηκε το χωροχρονικό στίγμα της γέννησής της, ως εκ τούτου, έχει χρέος να πεθάνει.

Εκείνο που έσπασε όμως είναι μόνο η συντροφιά των φορέων της ιδέας του, πράγμα που ήταν πολύ φυσικό να συμβεί. Ο Υπερρεαλισμός όμως δεν είναι σχολή. Είπαμε τί είναι. Αν σώνει και καλά κάτι πρέπει να πεθάνει απ' αυτόν, θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως πέθανε ο πολιτικός υπερρεαλισμός, ή ακόμα ο «λογοτεχνικός» υπερρεαλισμός, δηλαδή κάτι που ο Υπερρεαλισμός ποτέ του δεν υπήρξε, ή που ποτέ δεν θέλησε να είναι. Ο ποιητικός Υπερρεαλισμός δεν το μπορεί να πεθάνει.

Άλλωστε, άλλο λογοτεχνία και άλλο ποίηση.

[πηγή: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ... δεν άνθησαν ματαίως, Ανθολογία υπερρεαλισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1980, σ. 335-339]

εικόνα