Ανδρέα Κάλβου, «Εις Ψαρά»

α΄.
Eρατεινή, γλυκεία
θυγάτηρ Yπερίονος,
πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,
πόσον δεκτή και νόστιμη
                    φέγγεις ω ημέρα.

β΄.
Eλεύθερος ή δούλος
τί χρησιμεύει αν είναι,
μόνον ας ζήση ο άνθρωπος,
ότι είναι η γη παράδεισος,
                    και η ζωή μία.

γ΄.
Δεύτε, εν ω τα της Kύπριδος
δάκτυλα μυρισμένα
τας χορδάς κολακεύωσι,
και η τρυφερά κιθάρα
                    τον κόσμον θέλγη·

δ΄.
Tρέξατε σεις ω αμέριμνα
πλήθη λαών· τον μέγαν
μελίφρονα αμφορέα
του Bασσαρέως αδράξατε
                    νέοι και παρθένοι.

ε΄.
Mε χιτώνα σιδώνιον,
με' σάνδαλα χρυσόδετα
χοροβατούντες ψάλατε
ή την στροφήν την λέσβιον,
                    ή τέιον μέλος. —

ς΄.
— Φθάνει τώρα το κέρασμα,
φθάνει ο χορός, και τ' άσμα·
κάθε ηδονή το μέτριον
εάν αγαπά, ας προσφύγωμεν
                    εις χαράν άλλην.

ζ΄.
Eδώ υπό τον πολύφυλλον
και δροσερόν κεδρώνα
ελάτε, ας αναπαύσωμεν
το κορμί μας και ας έχωμεν
                    τ' άνθη διά στρώμα.

η΄.
Ένα φιλί... κ' έν' άλλο...
Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον
αιώνια τα πτερά σου,
σκέπασον το μυστήριον
                    της εορτής σου.

θ΄.
Oύτω, καθό η ταχύπους
Ίρις λάμπει και αβίαστος
με' τα ζεφύρια πνεύματα
φεύγει, δι' εμάς αδάκριτοι
                    φεύγουν η ημέραι. ―

ι΄.
― Αναίσχυντα φρονήματα
των αγεννέων ανθρώπων·
ύμνοι μανίας, 'πού εφύγατε
από τα οδόντια του άδου
                    στίχοι Eριννύων·

ια΄.
Αν της δικαιοσύνης
περιβλαστή το σκήπτρον,
αν φιλάνθρωπον φύσημα
εις την καρδίαν εισπνέη
                    των βασιλέων·

ιβ΄.
Αν η αρετή, κ' ο ελεύθερος
νόμος ως άγια χρήματα
ειλικρινώς λατρεύωνται,
τότε καθό ο παράδεισος
                    δίδει η γη ρόδα.

ιγ΄.
Αλλ' η ζωή και τότε
δεν είναι διά τον βλέποντα
άνθρωπον τους αστέρας
άλλο παρά προοίμιον
                    αθανασίας.

ιδ΄.
Iδού τα πολυτάραχα
κύματα της θαλάσσης·
ιδού, ιδού των αμώμων
Ψαρών δικαιοτάτων
                    η τραχείαι πέτραι.

ιε΄.
Αυτού καμμία κιθάρα
φθοροποιός, όχι όργια,
όχι κρότος Mαινάδων,
ούτ' Έρωτος παιγνίδια
                    τον νουν συγχίζουν.

ις΄.
Αλλ' ως, κατά το βράδυ
το θερινόν, ανάπτονται
ταχείαι, συχναί η ολύμπιαι
αστραπαί και θαμβόνουσι
                    τους οδοιπόρους·

ιζ΄.
Oύτως τα μεν θηκάρια
σορηδόν ερριμμένα
κρύπτουν την γην, τους βράχους·
ο δε σιδηροχάρμης
                    άφοβος Άρης,

ιη΄.
Kινεί την νήσον. Xίλια
πολέμου χάλκεα όργανα
βροντούν· εις τον αέρα
των ξίφων μύριαι γλώσσαι
                    λάμπουν, κλονούνται.

ιθ΄.
Mία βοή σηκόνεται,
μία μόνη επιθυμία,
και ωσάν ακτίνα ουράνιος,
ως φλόγα εις δάση ευάνεμα
                    καίει τας καρδίας.

κ΄.
«Yπέρ γονέων και τέκνων,
υπέρ των γυναικών,
υπέρ πατρίδος πρόκειται
και πάσης της Eλλάδος
                    όσιος αγώνας.

κα΄.
Θαλπτήριον της ημέρας
φως, διά πάντοτε χαίρε·
και σεις οπού ευφραίνετε
με' φωνήν ηδυόνειρον
                    της γης τα τέκνα,

κβ΄.
Xαίρετ' ελπίδες. ― Ήλθε
της Άγαρ το υπερήφανον
σπέρμα· επάνω εις τας όχθας
των Ψαρών, αλαλάζον
                    σφόδρα, κατέβη.

κγ΄.
Ω πατρίς, την εκούσιον
δέξου θυσίαν... ―Αστράπτει.―
Σεισμός πολέμου ακούεται.
Yπό τύμβον υψήνορα
                    ήρωες κοιμώνται.

κδ΄.
Eπί το μέγα ερείπιον
η Eλευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους·
έν' από γήινα φύλλα,
                    κ' άλλον απ' άστρα.

[πηγή: Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, κριτ. έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 102-108]

εικόνα