John Keats, «La belle dame sans merçi [sic]»

Ω Καβαλλιέρε εσύ χλωμέ,
Μόνος τί να 'χεις και γυρνάς;
Για κύτταξε, μαράθηκαν
Της λίμνης τα χορτάρια
Και τα πουλιά δεν κελαϊδούν.

Πώς είσαι τόσο σκυθρωπός
Κι' αφανισμένος απ' τη λύπη;
Γεμίσαν οι κρυψώνες
Των ήσκιουρων σιτάρι
Κι' ο θερισμός ετέλειωσε.

Στο μέτωπό σου βλέπω υγρό,
Με τη δροσιά του πυρετού
Της αγωνίας το κρίνο,
Και βλέπω πως θα ξεραθή
Στα μάγουλά σου απάνου
Το τριαντάφυλλο, που αχνό
Μαραίνεται ολοένα.

Μες τα λειβάδια αντάμωσα
Μια ωραία, πολύ ωραία,
Την κόρη κάποιας μάγισσας,
Είχεν ολόμαυρα μαλλιά
Κι αέρινα τα πόδια
Κ' είχε δυο μάτια μαγικά.

Κ' εγώ λουλούδια εταίριαξα
Στεφάνι των μαλλιώ της,
Βραχιόλι της ανθόπλεξα
Κ' ευωδιαστή μια ζώνη
Κ' έστρεψε και με κύτταξε
Και σαν να μ' αγαπούσε
Μου στέναξε γλυκά.

Στο γοργονάλαφρο άτι μου
Την έβαλα καβάλλα
Και τίποτε περσότερο
Δεν είδα όλη τη μέρα,
Γιατί γυρνούσε αντίπλευρα,
Και τραγουδούσε μόνον
ένα τραγούδι μαγικό.

Ρίζες στερνά μου μάζευε
Γλυκύτατες στη γέψη,
Και μέλι μου έφερνε άγριο,
Και σε μια γλώσσα αλλόκοτη,
Μώλεε, (πιστεύω), σ' αγαπώ.

Στη μαγική μ' ωδήγησε
Σπηλιά της, και με πόνο
Σε κλάψες αναλύθηκε
Και στεναγμούς, κ' εγώ
Με τέσσαρα φιλήματα
Της σφάλισα τα μάτια.

Κ' εκείνη μ' αποκοίμησεν
Εκεί, κι' αλλοίμονό μου!
Νειρεύτηκα, κ' ήταν αυτό,
Το τελευταίο μου όνειρο,
Στου κρύου λόφου το πλευρό.

Χλωμούς ρηγάδες γύρω μου,
Χλωμά βασιλοπαίδια,
Χλωμούς καθώς ο θάνατος
Είδα πολεμιστάδες,
Να μου φωνάζουν: η άπονη
Σ' έχει πιασμένο σκλάβο.

Τα πεθαμένα χείλη τους
Τα 'βλεπα στο σκοτάδι
Με αυτό το απαίσιο μήνυμα
Ν' ανοίγουνε πλατειά,
Και ξύπνησα και βρέθηκα
Στου κρύου λόφου την πλαγιά.

Γι' αυτό γυρνώ τώρα χλωμός
Και μόνος, μολονόπου
Της λίμνης εμαράθηκαν
Τα χόρτα, και στα δέντρα
Δεν κελαϊδούν πουλιά.

μτφ. Μιλτιάδης Μαλακάσης

[πηγή: Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισ.-φιλ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 249-252]

εικόνα