Γιάννη Κοντού, «Η ξηρασία των εποχών»

Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα. Ο ουρανός πολλές φορές είναι μέσα στη γη, προσποιείται το σπόρο, τη ρίζα· από κει βγαίνουν παλιά τραγούδια και αγκαλιές —ας λένε ό,τι θέλουν οι μουσικολόγοι—. Άσπρο του δωματίου, άσπρο του ματιού. Σαν να μην είμαι εγώ, που τρίβω χρόνια την πλάτη μου στο φεγγάρι και ο καρυοθραύστης της νύχτας σου τσακίζει τις εικόνες και τα μάτια. Πόσο θα αντέξουν οι φλέβες τον πολιτισμό — τον τροχό; Φαντάσου να μην ήμουνα εντοιχισμένος, με το φαρμάκι στο στόμα, αλλά ελεύθερος όπως τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού —ο ίδιος δεν το ήξερε και έλιωνε μες στα μαύρα ρούχα του—.

(Μετράω τα δάχτυλά μου και τα βρίσκω παρά πέντε.)

Από τη συλλογή Ανωνύμου μοναχού (1985)

[πηγή: Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010), Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2013, σ. 211]

info