Γιάννη Κοντού, «Ο ποιητής και οι καθρέφτες»

στον Οδυσσέα Ελύτη

Ο κόντες Διονύσιος Σολωμός να κοιτάζει από το παράθυρο τους περαστικούς, παραμερίζοντας λίγο την κουρτίνα. Να κατεβαίνει τις σκάλες προσεχτικά, κρατώντας το μπαστούνι του μία πιθαμή πάνω από το έδαφος. Να βαδίζει ασημένιος, μοναχός, στα μαύρα (με λευκό μόνο το πουκάμισο, τα εσώρουχα και τα γάντια), καλά ξυρισμένος σαν σύγχρονο ποίημα. Τα νύχια του προσεγμένα, αλλά λαϊκός και πολλές φορές δημώδης. Τα χείλη σφιγμένα, να μην περνούν μέσα τους λέξεις άχρηστες και όχι ευώδεις. Θέλει να κλάψει, αλλά συγκρατείται και μουγκρίζει ελαφρώς. Αγαπά τα επιρρήματα και κοιτάζει τη θάλασσα τώρα. Έγραφε το μεσημέρι ποιήματα για τη νύχτα, και τ' ανάπαλιν. Μπέρδευε τις εποχές, τους χρόνους, τα φιλιά, όπως συμβαίνει με όλους τους αγγέλους. Δεν φόρεσε ποτέ φουστανέλα, με τα ευρωπαϊκά τον θάψανε. Είχε μέτωπο ευρύ. Αυτό φαίνεται στο νεκρικό του εκμαγείο, κυρίως όμως στα ποιήματά του, χωρίς διάκριση και φιλολογικά σχόλια. Θαλάσσια λουτρά θα έκανε κρυφά. Τραγουδούσε όμορφα —λένε— στον κήπο του σπιτιού του, στο τέλος του απογεύματος, όταν όλα τα έβαφε ένα χρώμα χαλκού. Οι καντάδες τις νύχτες απλώνανε δίχτυ στο νησί, και αυτός, πάλι κρυμμένος στον κήπο, να ακούει ξαναμμένος, με τις τσέπες γεμάτες αστέρια. Η Ξανθούλα που μπορεί να ήτανε καστανή και ο αντικατοπτρισμός της ζωής του που τον έβλεπε μόνον αυτός και έγραφε. Δεν ταξίδεψε ποτέ προς ανατολάς, μόνο προς δυσμάς (αν και είχε μέσα του την Ανατολή), και μόνο στη νεότητά του. Μετά, έμεινε μονίμως στα Ιόνια νησιά, κοντά στις ελιές, στα γαρίφαλα και στις ώχρες των μεγάλων δωματίων. Στην Ελλάδα δεν ήρθε ποτέ. Ευτυχώς που δεν είδε τον βαρήκοο και ηλίθιο Όθωνα με τοπική ενδυμασία, και τους ήρωες στην άκρη, στη σκιά. Είχε ένα μεγάλο τραπέζι, και πάνω εκεί τα ποιήματα (πουλιά και άγρια θηρία) ζούσαν αρμονικά μαζί του. Χρόνια μετά ένα τικ του προσώπου τον παίδευε, από τις δίκες της μητέρας και του αδερφού. Βαρέθηκε τη θάλασσα και τους φίλους. Έμενε μέσα, εξάλλου από τότε μέχρι το τέλος του έβρεχε συνέχεια. Αυτά και άλλα πολλά τον κάνανε να κατεβαίνει όλο και πιο συχνά στο κελάρι για κρασί, με ένα κεράκι, στα σκοτάδια, ξετυλίγοντας τα φτερά του ο αρχάγγελος. Χαμογελούσε με νόημα στα κορίτσια που του έπλεναν τα ρούχα. Μετά ξεράθηκαν τα χείλη του και δεν έπαιζε τα διάφορα πνευστά, ούτε πιάνο, με τα αρθριτικά του δάχτυλα. Πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμη γυρνάει ανάμεσά μας μόνο με αντερί καλογέρου. Με αγριεμένα μάτια μάς κοιτάζει — λίγοι τον βλέπουν.

Αθήνα, Μάρτιος 1989

[πηγή: Γιάννης Κοντός, Τα ευγενή μέταλλα (Στοιχεία Βιογραφίας). Πεζά κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1994, σ. 57-58]

info