Γιάννη Κοντού, «Οι φίλοι του τον είχαν ξεχάσει στην Ιταλία, νόμιζε»
ο Διονύσιος Σολωμός
Μαύρη κηλίδα
στο λευκό πουκάμισο
οι τύψεις του. Νευρικά περπατούσε
με τα φτερά καλά κρυμμένα.
Ασημένια τα μαλλιά και τα χέρια.
Φως πάνω στο φως
και το ποτήρι πάντα άδειο.
Πατούσε χορταράκι
και ήτανε σαν να πατάει κάρβουνο.
Έκανε άνω κάτω το σπίτι,
για να βρει καμιά κρυμμένη λέξη.
Έψαχνε μέχρι στις ραφές των ρούχων
και στα μποτίνια του. Έψαχνε
στον αχυρώνα και στους δρόμους.
Κοιτούσε το παραμικρό,
το ελάχιστο, το τυλιγμένο
στο κουκούλι του καιρού.
Όλο έφευγε προς τα μέσα του,
προς το σκοτεινό. Αυτός,
από συναισθηματική πάθηση,
το έβλεπε γαλάζιο.
Στο γαλάζιο έμεινε για πάντα:
αφού τις νύχτες έβαζε απέναντί του,
τον μικρό Διονύσιο και έκλαιγε με λυγμούς.
Από τη συλλογή Η υποτείνουσα της σελήνης (2002)
[πηγή: Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010), Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2013, σ. 339]